Η Τζίνα Φωτεινοπούλου διαθέτει ένα αξιοζήλευτο βιογραφικό. Πτυχιούχος ελληνικής Φιλολογίας και κλασικού τραγουδιού στο Ωδείο Αθηνών, έχει πραγματοποιήσει ακόμη αρκετές μουσικές σπουδές σε Ελλάδα και εξωτερικό. Αριθμεί εντυπωσιακές συμμετοχές σε καλλιτεχνικές εκδηλώσεις από το Μικρό Θέατρο της Επιδαύρου και την τελετή έναρξης των Special Olympics, μέχρι το Φεστιβάλ Κινηματογράφου και το Μέγαρο Μουσικής.

Αυτήν την εποχή, την συναντάμε στο εξαιρετικό έργο «Πονηρή Αλεπουδίτσα», που παρουσιάζεται πρώτη φορά από την Εθνική Λυρική Σκηνή. Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, εξηγεί τα μηνύματα και τους συμβολισμούς της απαιτητικής αυτής παράστασης, τι είναι αυτό που κάνει το τσέχικο έργο ξεχωριστό και ενδιαφέρον και επιπλέον τοποθετείται σχετικά με την ύπαρξη ή μη, μουσικής παιδείας στη χώρα μας.

Συνέντευξη: Αναστασία Ρίζου

 

Culturenow.gr: Η «Πονηρή Αλεπουδίτσα» του Γιανάτσεκ, παρουσιάζεται πρώτη φορά στην Εθνική Λυρική Σκηνή, όπως επίσης είναι και το πρώτο έργο του συγκεκριμένου δημιουργού που εντάσσεται στο ρεπερτόριό της. Τι θα θέλατε να ξέρει το κοινό για την παράσταση στην «παρθενική» γνωριμία μαζί της;

 

Τζίνα Φωτεινοπούλου: Αρχικά θα ήθελα να γνωρίσει το μύθο: «Ένας δασοφύλακας βρίσκει ένα μικρό αλεπουδάκι στο δάσος και το παίρνει στο σπίτι του για αν το εξημερώσει. Το αλεπουδάκι μεγαλώνει στο σπίτι, γίνεται μια έφηβος-αλεπού που νοιώθει εγκλωβισμένη. Καταφέρνει και το σκάει στο δάσος όπου βιώνει την απόλυτη ελευθερία. Παράλληλα γνωρίζουμε  την ιστορία τριών ανδρών. Πρόκειται για το δασοφύλακα, το δάσκαλο και τον πάστορα, που εξιστορούν  τους ανεκπλήρωτους έρωτές τους. Αναφέρεται η «Τερίνκα», μια γυναίκα που όλοι θα επιθυμούσαν να έχουν, εγκλωβισμένοι όμως σε συμπλέγματα που δημιούργησε το παρελθόν τους, δεν τολμούν να διεκδικήσουν. Εν τω μεταξύ, η αλεπού μεγαλώνει,  συναντά στο δάσος για πρώτη φορά μια αρσενική αλεπού. Ερωτεύεται, ερωτοτροπεί, παντρεύεται, γίνεται μητέρα… Το τέλος της έρχεται ύστερα από ένα επικίνδυνο κυνηγητό-παιχνίδι με έναν λαθροκυνηγό που καταλήγει και στο θάνατό της. Ο λαθροκυνηγός –τύπος κυνικός, χωρίς αναστολές και συναισθηματισμούς- παίρνει την ουρά της και τη χαρίζει ως γαμήλιο δώρο στην Τερίνκα, την οποία και παντρεύεται. Το νέο μαθαίνεται. Ο δασοφύλακας πηγαίνει στο δάσος και κλαίει γοερά (έχασε την αλεπού και την Τερίνκα). Τη στιγμή που συμβαίνει αυτό, επαναλαμβάνεται η αρχική σκηνή του έργου με τη φύση να «αναπνέει» και να «αναγεννιέται».

 

Με λίγα λόγια «Η πονηρή αλεπουδίτσα» είναι ένα «ταξίδι ενηλικίωσης» μιας αλεπούς σε έναν παράλληλο δρόμο με ανθρώπους.

 

Το δεύτερο που θα ήθελα να ξέρει το κοινό είναι ότι πρόκειται για ένα έργο μουσικού κάλλους, με έντονα στοιχεία ιμπρεσιονισμού, αλλά και συμβολισμού. Ένα έργο που κάθε μέτρο του επιτάσσει να «παιχθεί», να «εκφρασθεί», «να χορευτεί».

Είναι ένα έργο «μάσκας», που σου δημιουργεί την αίσθηση ότι συμμετέχεις σε ταινία «βωβού κινηματογράφου». Το έργο είναι ιμπρεσιονιστικό και θεματολογικά, «πρωταγωνιστούν» η φύση, τα χρώματα, το φως, σκηνές από την καθημερινή ζωή μιας μεσαίας τάξης ανθρώπων.  

Cul. N.: Μιλήστε μας λίγο για τους συμβολισμούς που πηγάζουν από το λιμπρέτο όπως επίσης και τη δυσκολία του μουσικού μέρους, μιας και συνδυάζει πολλά οπερικά είδη, κάτι που το κάνει πολυσυλλεκτικό και ταυτοχρόνως γοητευτικό.

 

Τζ. Φ.: Όταν πρωτοπήρα το μουσικό κείμενο στα χέρια μου κατάλαβα ότι είχα  μπροστά μου ένα ιδιαίτερης δυσκολίας έργο, με ρυθμικές εναλλαγές και δύσκολα διαστήματα. Η εκμάθηση του μουσικού κειμένου στα τσέχικα το καθιστούσε αυτομάτως ακόμα πιο δύσκολο. Το αρχικό σοκ της πρώτης ματιάς ξεπεράστηκε όταν άκουσα τη μουσική που με συνεπήρε. Το αγάπησα αμέσως. Μαθαίνοντας το μουσικά και βιώνοντας το μέσα από την εκπληκτική σκηνοθεσία του Ντέιβιντ Πάουντνυ που αναβίωσε υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες της Ελέιν Τάιλερ Χωλ, «έγινα» παιδί γιατί «έπαιξα» πολύ και «είδα» πολλά περισσότερα που δεν φαίνονταν με την πρώτη ανάγνωση.

-Μέσα από τον παράλληλο βίο ανθρώπων και ζώων είδα τη φύση που «αναπνέει» αλλά και τον άνθρωπο που «πνίγεται». Είδα την αλεπού και τα ζώα που ζουν το τώρα για το τώρα, ανεξάρτητο από το παρελθόν ή το μέλλον. Η αλεπού δεν σκέφτεται τίποτα από τα δύο. Από την άλλη είδα τους ανθρώπους προσκολλημένους και εγκλωβισμένους σε ένα παρελθόν, χάνοντας έτσι το παρόν και το μέλλον τους.

-Μέσα από την «ενηλικίωση» της αλεπούς  -από μωρό σε έφηβο, σε ερωμένη, σε σύζυγο, σε μητέρα- αλλά και το θάνατό της είδα  τη ζωή. Τον κύκλο της ζωής. Τη γέννηση το θάνατο. Μέσα από τα παιδιά της είδα την αναγέννηση και τη δημιουργία άλλων «κύκλων» ζωής.

– Μέσα από τον έρωτα της αλεπούς και τους έρωτες των ανθρώπων είδα τον ενεστώτα και τον αόριστο, είδα το «ζω» της αλεπούς και άκουσα το «έζησα» των ανθρώπων. Ο έρωτας που ζει η αλεπού  βιώνεται. Ο απόλυτα αγνός. Ο φωτεινός. Ο έρωτας που έζησαν οι άνθρωποι περιγράφεται, βιώθηκε. Αρχικά πυρετικός, φλογερός, τελικά καταστροφικός, σκοτεινός.

– Η ίδια η αλεπού είναι για μένα ένα σύμβολο γυναίκας που ποθείται και τελικά χάνεται. Στη διεκδίκησή της από τους ανθρώπους υπάρχουν οι χαμένοι και οι νικητές. Χαμένοι είναι οι ευαίσθητοι-εγκλωβισμένοι σε συμπλέγματα (δασοφύλακας, δάσκαλος, πάστορας) και νικητές οι κυνικοί- οι ψυχροί εκτελεστές (λαθροκυνηγός).

Η «πονηρή αλεπουδίτσα»  είναι ένα έργο για μικρά και μεγάλα παιδιά…Αυτό που το κάνει γοητευτικό είναι ότι πρόκειται για ένα  έργο πολλών επιπέδων, με το κωμικό και τραγικό στοιχείο να εναλλάσσονται και να συνυπάρχουν, όπως και στην ίδια τη ζωή…

Η «πονηρή αλεπουδίτσα» είναι γεμάτη από ηχοχρώματα και χρώματα, από φως, από την ομορφιά αλλά κυρίως από την «αλήθεια» της ζωής.

Cul. N.: Το συγκεκριμένο έργο περιέχει πολλά στοιχεία της τσέχικης κουλτούρας, από τη γλώσσα μέχρι και τη μουσική. Έχοντας εντρυφήσει σε αυτό, πόσο συγγενικό ή διαφορετικό θα το χαρακτηρίζατε με το ελληνικό πνεύμα;

 

Τζ. Φ.: Πέρα από την τσέχικη γλώσσα που είναι πολύ διαφορετική από την εκφορά της ελληνικής, με πολλά σύμφωνα στη σειρά αλλά και «παχιά» σύμφωνα που εμείς δεν έχουμε, όλα τα υπόλοιπα δεν μου φαίνονται «ξένα». Η μουσική του Γιανάτσεκ, αν και ανήκει στην τσέχικη εθνική σχολή, προσωπικά δε με ξενίζει, και έχω την αίσθηση πώς και για το κοινό θα είναι οικεία. Για έναν σύγχρονο έλληνα ακροατή, ακόμα κι αν δεν είναι συνηθισμένος σε οπερικά ακούσματα, η μουσική του Γιανάτσεκ μάλλον θα έμοιαζε κινηματογραφική.

Όσο για τη θεματολογία, θα έλεγα ότι τα μηνύματα είναι πανανθρώπινα και διαχρονικά, οπότε δεν τίθεται θέμα συγγένειας ή διαφορετικότητας.

 

Cul. N.: Η όπερα καλώς ή κακώς, θεωρείται κάπως απροσέγγιστη για τον μέσο θεατή. Τα τελευταία χρόνια όμως, η ΕΛΣ κάνει θαυμαστές κινήσεις εξωστρέφειας. Πόσο σημαντικές θεωρείτε τέτοιες πρωτοβουλίες και τι παραπάνω θα έπρεπε να γίνει κατά τη γνώμη σας για να έρθει περισσότερος κόσμος σε επαφή με κλασικά ακούσματα;

 

Τζ. Φ.: Η όπερα στην Ελλάδα, μια χώρα-σταυροδρόμι δυτικότροπων και ανατολικότροπων στοιχείων, λαμβάνει σίγουρα μεγαλύτερης αποδοχής τα τελευταία χρόνια. Αποκτά συνεχώς νέους οπαδούς και μάλιστα νεαρών ηλικιών, άσχετα αν η ευρύτερη μάζα το θεωρεί είδος δυσνόητο. Σ’ αυτό δε φταίει η μάζα, αλλά η παιδεία που αυτή λαμβάνει γύρω από τη μουσική γενικότερα και το λυρικό τραγούδι ειδικότερα. Αν δεν «εκπαιδεύσεις» κάποιον σε κάτι, δε θα μπορεί να το αγαπήσει γιατί απλούστατα θα του είναι άγνωστο.

 Οι δράσεις της Εθνικής Λυρικής Σκηνής πέρα από το θέατρο «Ολύμπια» και το  «Μέγαρο» όπου συνήθως στεγάζονται οι λυρικές παραγωγές, στοχεύουν σε αυτού του είδους την «εκπαίδευση», ώστε το λυρικό τραγούδι να γίνει αγαπητό είδος ακόμα και από τους μαθητές στα σχολεία και να μην εξακολουθεί να ταυτίζεται μονομερώς -και λανθασμένα ασφαλώς- με ευτραφή άτομα που πάλλονται υστερικά σε υψηλές συχνότητες…

Ωστόσο, πιστεύω ότι θα λάμβανε ακόμα μεγαλύτερης αποδοχής από την υπάρχουσα αν τα μέσα μαζικής επικοινωνίας στήριζαν το είδος αλλά και τους καλλιτέχνες περισσότερο…

Cul. N.: Εσείς προσωπικά έχετε καταπιαστεί και εργαστεί κατά καιρούς σε πολλά καλλιτεχνικά γεγονότα, από εκθέσεις μουσείων, μέχρι και την Επίδαυρο. Τι σας συναρπάζει περισσότερο και ποια από τις συνεργασίες σας θυμάστε πιο έντονα;

Τζ. Φ.: Κάθε μία καλλιτεχνική εμπειρία και συνεργασία είναι για μένα μοναδική, ανεξαρτήτου τόπου που αυτή λαμβάνει μέρος. Αυτό που με συναρπάζει περισσότερο στην μέχρι τώρα επαγγελματική μου πορεία είναι η πρόκληση του να «αλλάζω», να υποδύομαι, να βγαίνω από την προσωπικότητά μου και να αφουγκράζομαι το «καινούργιο» στο οποίο με οδηγεί το μουσικό κείμενο, το λιμπρέτο, αλλά και η εκάστοτε σκηνοθετική οδηγία.

Στο θέατρο, με συναρπάζει όλη η πορεία πριν την κάθε παράσταση, που με φέρνει σε επαφή με ανθρώπους του πνεύματος και των τεχνών, ανθρώπους που με εμπνέουν, με γαλουχούν, με καθοδηγούν σε καινούργιες εκφραστικές ανακαλύψεις. Μέσα από την τέχνη που αγαπώ έχω μια αίσθηση πληρότητας, είμαι ευ-τυχισμένη.

 

Όσο για τις στιγμές και τις συνεργασίες που έχουν χαραχτεί στη μνήμη μου, αυτές είναι πολλές, κάθε μία για κάποιον ιδιαίτερο λόγο. Χαρακτηριστικά, θα σας αναφέρω τρεις από αυτές που δεν θα ξεχάσω. Η εμφάνισή μου στο μικρό Θέατρο της Επιδαύρου… ο χώρος επιβλητικός, συγκλονιστικός από μόνος του, αλλά και η αντίδραση του κόσμου, άκρως συγκινητική…χειροκροτούσε όρθιο και στις δύο παραστάσεις. Η ερμηνεία του ύμνου των Special Olympics Hellas στην τελετή έναρξης των αγώνων το 2004, στο αρχαίο θέατρο της Ρόδου… Δε θα ξεχάσω ποτέ τα μάτια, τα ευτυχισμένα πρόσωπα, την αγάπη και την αγκαλιά όλων των νεαρών αθλητών που με περικύκλωναν τη στιγμή που τραγουδούσα. Ο ρόλος μου ως πρωθιέρεια «Νίκη» στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο στο πλαίσιο του προγράμματος Ολυμπιακής παιδείας «Αναβίωση των Πρώτων Σύγχρονων Ολυμπιακών αγώνων»… η επιβλητικότητα του Σταδίου όσο και ο ασυγκράτητος ενθουσιασμός 40.000 παιδιών που παρακολουθούσαν είναι βαθιά χαραγμένα στη μνήμη μου.

Cul. N.: Θα ήθελα να μας πείτε τη γνώμη σας για την μουσική παιδεία στην Ελλάδα και την γενικότερη καλλιέργεια στον πολιτιστικό τομέα.

 

Τζ. Φ.: Θα μιλήσω για τη μάζα. Η μουσική παιδεία στην Ελλάδα, πέρα από αυτή που κάποιος λαμβάνει στα ωδεία, αλλά και η «καλλιέργεια» στον πολιτιστικό τομέα δυστυχώς είναι φτωχή έως και ανύπαρκτη. Για μένα όλα θα έπρεπε να ξεκινούν από τα σχολεία. Πού είναι η Τέχνη στα σχολεία; Πού είναι η μελέτη δραματουργών στα σχολεία; Πού είναι η μελέτη των ποιητών στα σχολεία; Περνούν όλα γρήγορα και επιφανειακά σε επίπεδο ανθολογίου. Τα μαθήματα της μουσικής ή των εικαστικών τις πιο πολλές φορές αντιμετωπίζονται ως «διαλείμματα» από τα «άλλα», τα «σοβαρά».  Οι ωραίες ψυχές δε φτιάχνονται μόνο με γράμματα και αριθμούς… Τα σχολεία οφείλουν να φτιάχνουν «ωραίες» προσωπικότητες, γιατί μόνο τότε θα φτιάχνουν και εμπνευσμένους επαγγελματίες άρα και ευτυχισμένους ανθρώπους, με πολλές διεξόδους στις τυχόν δυσκολίες που θα συναντήσουν. Τα παιδιά είναι «εύφορα εδάφη», το μόνο που χρειάζονται είναι να εμπνευσθούν. Και εδώ πάμε στο άλλο θέμα που είναι το θέμα δάσκαλος και η σχέση του με τις Τέχνες. Εύχομαι τα πράγματα να αλλάξουν… Η μουσική παιδεία να ανήκει στην πρώτη βαθμίδα των μαθημάτων, όπως είναι σε όλες τις πολιτισμένες χώρες.

Cul. N.: Κλείνοντας, αποκαλύψτε μας τι περιλαμβάνουν τα επόμενα σχέδιά σας.

Τζ. Φ.: Για το καλοκαίρι υπάρχουν προγραμματισμένες συναυλίες, ωστόσο ως προς τα θεατρικά σχέδια, ήδη μελετάω ένα ιδιαίτερο έργο για την επόμενη χρονιά, άκρως  εντυπωσιακό μουσικά και θεματολογικά, που όμως δε μπορώ να σας το αποκαλύψω…ως «πονηρή αλεπού» σας κλείνω το μάτι, έτσι… για να σας κρατώ σε αγωνία!

 


Η Τζίνα Φωτεινοπούλου υποδύεται την “Πονηρή Αλεπουδίτσα” {1/04 και 4/04}, στην ομώνυμη απολαυστική όπερα του Λέος Γιάνατσεκ που παρουσιάζεται από την Εθνική Λυρική Σκηνή μέχρι τις 5 Απριλίου 2015. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ