Ο Μιχάλης Μοδινός μάς μιλά για το τελευταίο του βιβλίο Τελευταία Έξοδος: Στυμφαλία που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις της Εστίας, μια «μυθιστορηματική δυστοπία δρόμου» με μελλοντολογικό χαρακτήρα, απόλυτα σχετισμένη με το ντόμινο των δεινών που προκάλεσε η κρίση στη χώρα μας. Σαρκαστικός και δριμύς, όπως ο ήρωάς του, αξιώνει επανεφεύρεση των όρων του κοινωνικού συμβολαίου και ανάληψη της ατομικής ευθύνης.  

Συνέντευξη Πηνελόπη Πετράκου

CultureNow: Στο βιβλίο σας Τελευταία Έξοδος: Στυμφαλία ο απεγνωσμένος άντρας που αφηγείται, παλινδρομεί νυχτιάτικα, για πέμπτη φορά, μεταξύ Αθήνας και Κορίνθου. Τυχαία επιλέξατε αυτόν τον γεωγραφικό άξονα;

Μιχάλης Μοδινός: Όλοι κι όλοι δύο είναι οι άξονες που οδηγούν μακριά από την Αθήνα. Το βασικό εδώ είναι ότι πρόκειται για  μια μυθιστορηματική δυστοπία «δρόμου» που άρχισε να γράφεται εν βρασμώ τον χειμώνα του ’12 και που υπέστη έκτοτε ποικίλες επεξεργασίες. Μετονομάζω την κρίση  σε «καταστροφή» και τέμνω τον χρόνο σε προ και μετά από αυτήν κομμάτια. O ήρωάς μου οδηγεί βάζοντας βενζίνη με τα τελευταία του ευρώ ενώ ένας τυφλός εμφύλιος όλων εναντίον όλων μαίνεται στην χρεωκοπημένη χώρα. Προσπάθειά μου ήταν να αναγάγω την προσωπική, οικογενειακή  αποτυχία του  αφηγητή στη συλλογική  αυτοκτονία, αλλά και το αντίστροφο: να αποδώσω δηλαδή την καταστροφή της χώρας στις ατομικές μας επιλογές – των πολιτικών επιλογών περιλαμβανομένων.

Ο αφηγητής, οδηγώντας μέσα στη νύχτα, αναζητά τις ρίζες της αποτυχίας στη μπελ επόκ της άκοπης, αντιαισθητικής και εκτός κάθε ορίου κατανάλωσης, της άμετρης «ανάπτυξης», της υποβάθμισης της φύσης, της καθολικής ανομίας, της καταπάτησης των πάντων, του εύκολου πλουτισμού, της αποποίησης κάθε ευθύνης. Το βιβλίο δεν συγχωρεί κανέναν – πιστεύω ότι οι πράξεις  μας είναι αυτές που μας προσδιορίζουν, για να ανακαλέσουμε την περίφημη σαρτρική ρήση. Προσπαθεί να γίνει ένας καθρέφτης.  Η ατομική ευθύνη συντίθεται με τη συλλογική. Είναι κάτι που τείνουμε να ξεχνάμε σ’ αυτό τον τόπο. Μάλιστα, πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, αποδίδουμε πάντοτε τις ευθύνες για τα δεινά μας στον Άλλο, στον γείτονα, στον ξένο –  είτε πρόκειται για τον Γερμανό άλλοτε κατακτητή (από τον οποίο χρηματοδοτούμαστε  και με τον οποίο συνεργαζόμαστε επί δεκαετίες για να ανακαλύψουμε ξανά το Δίστομο), είτε για τον Αμερικανό επικυρίαρχο στην πρεσβεία του οποίου συνεχίζουμε επί μισό αιώνα να διαδηλώνουμε τελετουργικά (και πληκτικά) για άσχετα ζητήματα και να του καίμε τη σημαία, είτε  για τον δύσμοιρο πακιστανό μετανάστη που μαζεύει τις ελιές τις οποίες εμείς απαξιούμε να μαζέψουμε ή για τη Γεωργιανή που φροντίζει τις μανάδες μας. Προκύπτει μια μελλοντολογική δυστοπία που επιδίωξα ωστόσο να είναι γερά ριζωμένη στην τρέχουσα πραγματικότητα  και να γεφυρώνεται μυθοπλαστικά με την προσωπική κόλαση του ήρωα. Πολλά από όσα συμβαίνουν σ’ αυτό το βιβλίο βρίσκονται ήδη στην ημερήσια διάταξη και η άλογη πραγματικότητα διαψεύδει σε καθημερινή βάση την πλέον γόνιμη φαντασία. Η δημόσια συζήτηση γίνεται σε λάθος βάση, ο λαϊκισμός θριαμβεύει, οι στοιχειωδέστερες παραδοχές που δόμησαν το κοινωνικό συμβόλαιο διά μέσου των αιώνων οφείλουν να επαναναδιδαχθούν ή να επανεφευρεθούν στα καθ’ ημάς.

C. N.: Ο ήρωάς σας διατηρεί συνεχή επαφή με τους αριθμούς για να μη βγει εκτός πραγματικότητας. Ποια η δική σας σχέση με τους αριθμούς και τους υπολογισμούς;

Μ. Μ.: Εντός ορίων έλλογη. Πυθαγόρεια. Υποβοηθητική, παιγνιδίζουσα, σκοτεινή, σαγηνευτική και ειδικά σ’ αυτό το βιβλίο σαρκαστική. Αρκούν αυτά;

C. N.: Φαίνεται πως η πίστη σας στους θεσμούς έχει κλονιστεί. Αν, ωστόσο, σας πρότειναν να εργαστείτε προς αναδιαμόρφωσή τους από ένα καθαρά πολιτικό πόστο, πώς θα το βλέπατε;

Μ. Μ.: Το έχω ήδη κάνει, όπως ασφαλώς γνωρίζετε, και είμαι περήφανος γι’ αυτό.  Όμως η ελληνική πραγματικότητα ήρθε να σαρώσει ό,τι κατάφερα π.χ. ως ιδρυτής και πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος που στη συνέχεια διαλύθηκε. Περισσότερο δυσπιστώ πάντως προς τους ανθρώπους (τον κυρίαρχο λαό) παρά τους θεσμούς. Δείτε τις αστειότητες Βαρουφάκη στην τελευταία πράξη του δράματος. Γελάει όλη η ανθρωπότητα και ο υπουργός ναρκισσεύεται διά του τουίττερ. Γιατί όχι και η πάλαι ποτέ Τσισιολίνα- περισσότερα τουίτ θα ανέβαζε…

C. N.: Σε διάφορα σημεία της Στυμφαλίας ο ήρωας “τα βάζει” με τον ορθό λόγο, λέει κάπου “οι μύθοι έχουν σημασία”. Η αναζήτηση της αλήθειας δεν μπορεί να συμβαδίσει με τη φύση μας;

Μ. Μ.: Ασφαλώς και μπορεί. Άλλωστε αυτό διαφοροποιεί τον άνθρωπο. Μόνο που η κοινωνική  αλήθεια είναι δύσκολα προσεγγίσιμη σε καιρούς σαν τον δικό μας. Περισσότερο ο ήρωάς μου αναφέρεται στους οργανικούς μύθους που έχουν την ικανότητα να ανασυνθέτουν μια πραγματικότητα δύσκολο να περιγραφεί ή και να γίνει κατανοητή. Άλλωστε ο αφηγητής είναι κατ’ εξοχήν ορθολογιστής άνθρωπος, που η πίστη του στην γεωμετρία της πραγματικότητας, -την τεχνολογία, την πρόοδο και τα σχετικά- τον οδήγησαν στο χείλος της αβύσσου.

C. N.: Αυτό που είμαστε σήμερα ως χώρα είναι ευρωπαϊκή εφεύρεση;

Μ. Μ.: Σ’ ένα μεγάλο βαθμό ναι, παρά το ότι ο Ελληνικός Διαφωτισμός οδήγησε στην Επανάσταση. Είναι το αρχαιοελληνικό ρομαντικό ιδεώδες που οδήγησε την Ευρώπη στην απόφαση να δημιουργήσει το ελληνικό κράτος. Εμείς από τη μεριά μας είχαμε ήδη φροντίσει να οδηγήσουμε την Επανάσταση σε αδιέξοδο αλληλοσφαζόμενοι. Στη συνέχεια δε της Ανεξαρτησίας οι Δυτικές δυνάμεις ερχόντουσαν ως αρωγοί να μας σώσουν κάθε φορά που ο μεγαλοϊδεατισμός θριάμβευε σ’ αυτή τη χώρα. Είμαστε τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας και αυτό συνεχίζεται με τα πακέτα σωτηρίας.

C. N.: Κάπου στα μισά του βιβλίου δίνετε μια περιγραφή του έρωτα και λέτε “αν είσαι τυχερός, συναντάς μια γυναίκα που προσεγγίζει εκείνο το βαθειά μέσα σου κρυμμένο αρχέτυπο”. Ο έρωτας δεν είναι και στο χέρι μας λίγο;

Μ. Μ.: Πολύ. Η τύχη όμως βάζει το χέρι της καμμιά φορά. Είναι θέμα τάιμινγκ το να συναντήσεις το σωστό πρόσωπο τη σωστή στιγμή. Έπειτα ο ήρωάς μου το λέει τούτο συγκινημένος, ευγνωμονώντας την συγκεκριμένη στιγμή τη συγκυρία… Ωστόσο τα αρχέτυπα υφίστανται ως απείκασμα και σπανίως μας εγκαταλείπουν.

C. N.: Οι όροι που επινοήσατε “Οι Ανέγγιχτοι”, “Άδεια Εξόντωσης”, “Υπουργείο Ευτυχίας του Πολίτη” υπηρετούν την υπερβολή του ρομαντικού ή ως τέτοια εισπράττετε τα αντίστοιχα πραγματικά σχήματα;

Μ. Μ.: Ανταποκρίνονται στον μελλοντολογικό χαρακτήρα του έργου. Ταυτόχρονα είναι και ένα σαρκαστικό σχόλιο οργουελλιανής έμπνευσης. Είναι και ακραίος ρεαλισμός. Δείτε σήμερα τα ονόματα των Υπουργείων, που μάλιστα αλλάζουν κάθε τρεις και λίγο τι ιδεολογία εμπεριέχουν…

C. N.: Τελικά, ποιο απ’ όλα πυροδοτεί την τελευταία έξοδο: η προοπτική της Στυμφαλίας, η εμφάνιση του γιου ή ο ειδικός φρουρός ως αγγελιοφόρος;

Μ. Μ.: Εύστοχη ερώτηση. Όλα μαζί, νομίζω. Έτσι κι αλλιώς η ιδέα της Στυμφαλίας προέρχεται από τον Ειδικό Φρουρό. Η εμφάνιση του γιου είναι ο από μηχανής θεός όπως θα έλεγε ο Ευριπίδης ή ο Σοφοκλής. Είναι το αποφασιστικό δραματουργικό στοιχείο, γιατί διέξοδοι γεωγραφικού και κοινωνικού τύπου έτσι κι αλλιώς προϋπήρχαν της απόφασης του ήρωά μου να αυτοκτονήσει. Ξέρετε, η λειτουργία της κάθαρσης είναι το μόνο πράγμα που συγκράτησα από τα πληκτικά αρχαία του γυμνασίου. Ας μη μαρτυρήσουμε το τέλος του βιβλίου, αλλά όπως και να ’χει ο υποψήφιος αυτόχειρας ήρωάς μου μοιάζει δεκτικός στη λύτρωση, ακόμη και σε στιγμές ακραίου κυνισμού, αυτοσαρκασμού και απελπισίας – γι αυτό άλλωστε έχει το κουράγιο οδηγώντας προς τον θάνατο να αναστοχάζεται το παρελθόν, επιχειρώντας, όπως όλοι μας αυτή την εποχή της αμηχανίας, να συγκροτήσει μια εξήγηση, μια εν σπέρματι θεωρία για το από πού ήρθαμε και κατά πού πάμε.

Το βιβλίο του Μιχάλη Μοδινού, Τελευταία Έξοδος: Στυμφαλία, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις της Εστίας. Περισσότερες πληροφορίες.