Είναι μεγάλη χαρά να μπορείς να συζητάς με τον κορυφαίο αυστριακό κινηματογραφιστή Χούμπερτ Ζάουπερ και να σου μεταφέρει τις μοναδικές εμπειρίες του απο την μέχρι τώρα πορεία του. Ο Ζάουπερ έχει γίνει διεθνώς γνωστός και αναγνωρισμένος χάρη στα πολιτικά ντοκιμαντέρ που έχει γυρίσει στην Αφρική, στα οποία καταγράφει τις σύγχρονες πληγές της και καταγγέλλει την κυνική εκμετάλλευση της ηπείρου απο την Δύση. Ο εφιάλτης του Δαρβίνου ήταν το 2004 υποψήφιο για Όσκαρ καλύτερου ντοκιμαντέρ.

Ρεπορτάζ Ελένη Τσόκα

Δεν χρειάζονται πολλά πολλά. Οι ταινίες του διακρίνονται απο την αμεσότητα του σινεμά βεριτέ και φέρουν την εκφραστικότητα αυτών που καταγράφουν. Για πολλούς είναι ο καλύτερος ντοκιουμαντερίστας της εποχής μας. Δεχ έχουν άδικο.

Στα πλαίσια του 17ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης πραγματοποιήθηκε ένα πολύ επιτυχημένο αφιέρωμα στο έργο του Χούμπερτ Ζάουπερ και μια πολύ ενδιαφέρουσα ανοιχτή συζήτηση μαζί του, την Παρασκευή 20 Μαρτίου, υπο την παρουσία του διεθυντή του φεστιβάλ, κ. Δημήτρη Ειπίδη.

Στην ανοιχτή συζήτηση…

«Κάνω ντοκιμαντέρ για να μην νιώθω μόνος με όλα όσα γίνονται γύρω μου» είπε ο δημιουργός στην αρχή του λόγου του. «Η εποχή μας κατακλύζεται από μια πληθώρα εικόνων που δεν είναι μυθοπλαστικές. Στο διαδίκτυο και την τηλεόραση υπάρχει μια τρομακτική χιονοστιβάδα ερεθισμάτων, τέτοια που δεν βγάζεις εύκολα νόημα. Μια ταινία προσπαθεί να βγάλει νόημα, μπορεί να μην το πετυχαίνει πάντα, αλλά σε ιδεώδεις συνθήκες μπορείς να δημιουργήσεις μια σπίθα ανάμεσα στην ταινία και το κοινό. Είναι μια όμορφη σύμβαση», τόνισε ο σκηνοθέτης.

Ο Ζάουπερ έχει γίνει διεθνώς γνωστός χάρη στα ντοκιμαντέρ που έχει γυρίσει με θέμα την Αφρική. Στο ερώτημα εάν οι ταινίες του ξεπερνούν τα σύνορα της Αφρικής, ο δημιουργός απάντησε: «Δεν αφορούν την Αφρική οι ταινίες μου.  Η ευρωπαϊκή και η αφρικανική ιστορία έχουν μια αμφίδρομη σχέση, είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μέσα από τρία στάδια: το δουλεμπόριο, την αποικιοκρατία και την παγκοσμιοποίηση. Πρόκειται για τρία επώδυνα στάδια της ιστορίας, εξευτελιστικά για την Αφρική». Ο σκηνοθέτης αναφέρθηκε και στη νέα μορφή αποικιοκρατίας που λαμβάνει χώρα στην Αφρική εκ μέρους των Ευρωπαίων και εν γένει της Δύσης: «Όταν έκανα τον Εφιάλτη του Δαρβίνου, σε μια πολύ μικρή περιοχή της Τανζανίας, επικεντρώθηκα σε δύο τομείς: το εμπόριο όπλων και αλιευμάτων. Τα όπλα ερχόταν από το Βορρά στο Νότο, ενώ τα αλιεύματα ακολουθούσαν αντίστροφη πορεία. Το φιλμ Ερχόμαστε εν ειρήνη μιλά για τις νέες μορφές αποικιοκρατίας». Όπως είπε ο ίδιος, στην πραγματικότητα τα σύνορα χαράσσονται επί κοιτασμάτων πετρελαίου. «Ήθελα να κάνω μια ταινία για ένα μείζον φαινόμενο στο σημείο όπου συγκρούονται σήμερα η Κίνα με τις ΗΠΑ και παλιότερα η Γαλλία με τη Βρετανία. Είναι σαν ένα αισχρό ανέκδοτο που επανέρχεται και το αρνούμαστε. Λέμε ότι στην Αφρική οι άνθρωποι είναι απολίτιστοι, ότι σκοτώνονται μεταξύ τους και ο ΟΗΕ πηγαίνει να τους βοηθήσει. Στην ουσία πρόκειται για πόλεμο δια αντιπροσώπων, υπέρ της μιας ή της άλλης πετρελαϊκής εταιρείας», εξήγησε ο κ. Ζάουπερ.

Μιλώντας για τη δεοντολογία και τα ηθικά ζητήματα στην δημιουργία ενός ντοκιμαντέρ, ο κ. Ζάουπερ σχολίασε ότι πρόκειται για ένα μπερδεμένο ζήτημα. Η παραδοχή του σκηνοθέτη ότι μια ταινία μπορεί να έχει “ τρομερά πλάνα, αλλά δεν μπορώ να τα κυκλοφορήσω, γιατί είναι  «ωρολογιακή βόμβα» και άρα θα το κάνω στο σωστό πλαίσιο τη σωστή στιγμή», πυροδότησε το ενδιαφέρον του κοινού που ρώτησε τον σκηνοθέτη αν αυτολογοκρίνεται. Μπορεί λοιπόν  ο κινηματογραφιστής να αντιμετωπίσει τέτοια διλήμματα; «Πρέπει» ήταν η απάντηση του κ. Ζάουπερ. Πάντως, κατά τον ίδιο, υπάρχει πολύ περισσότερη αυτολογοκρισία στους δημοσιογράφους, οι οποίοι πρέπει να ευθυγραμμίζονται με την πολιτική του μέσου όπου εργάζονται.  «Έχω πολλούς φίλους δημοσιογράφους που έχουν άγχος να συμμορφωθούν με τη γραμμή του μέσου που εκπροσωπούν για να εκπληρώσουν τις προσδοκίες του κοινού. Το δημιουργικό ντοκιμαντέρ, όμως, είναι το απόλυτο βήμα ελεύθερου λόγου της εποχής μας. Στο ντοκιμαντέρ είμαι ελεύθερος να πω ό,τι θέλω», παρατήρησε σχετικά  ο σκηνοθέτης.

Το βράδυ της ίδιας ημέρας προβλήθηκε το νέο ντοκιμαντέρ του Ζάουπερ «Ερχόμαστε εν ειρήνη» (We come as friends). Sold-out προβολή, με κόσμο να περιμένει στην σειρά αναμονής μήπως και βρεί μια θέση μέσα στο Ολύμπιον. Ο Ζάουπερ προλόγισε το φιλμ και έμεινε στο τέλος για συζήτηση με το κοινό.

«Ερχόμαστε εν ειρήνη»

Τη στιγμή που το Σουδάν, η μεγαλύτερη χώρα της Αφρικής, χωρίζεται σε δύο έθνη, επανεμφανίζεται μια παλιά παθολογία «εκπολιτισμού»: η αποικιοκρατία, η σύγκρουση ανάμεσα στις αυτοκρατορίες, και νέα επεισόδια των αιματηρών (και ιερών) πολέμων για τη γη και τους φυσικούς πόρους. Κινέζοι εργάτες σε πετρελαιοπηγές, ειρηνευτικές δυνάμεις του ΟΗΕ, Σουδανοί παραστρατιωτικοί ηγέτες και Αμερικάνοι ευαγγελιστές παραδόξως βρίσκουν όλοι κοινό έδαφος σ’αυτό το ντοκιμαντέρ.

Είναι πραγματικά καθηλωτικός ο αφηγηματικός και κινηματογραφικός του τρόπος. Απλός και συνάμα τόσο δυνατός. Στοχεύει στην ουσία και το νόημα της κάθε σκηνής. Προσεγγίζει με σεβασμό και λεπτότητα τα παντα. Μέσα απο τις ταινίες του δίνει φωνή στους αδύναμους και συνομιλεί με τους αυτουργούς, προσεγγίζοντας τους όχι σαν φορείς του κακού, αλλά ως ανθρώπους που έχουν εμπλακεί σε ένα φαύλο σύστημα, αποφεύγοντας έτσι να τους κρίνει. Απώτερος στόχος είνια να ευαισθητοποιήσει και να αφυπνίσει, δίνοντας πρόσωπο σε πράγματα που μας είνια γενικώς γνωστά αλλά στα οποία επιλέγουμε να μην δώσουμε σημασία. Τα συμπεράσματα έπειτα είναι δικά μας.
Στις ταινίες του κάνει την σκηνοθεσία, γράφει το σενάριο, τραβάει κάμερα, κάνει μοντάζ, αναλαμβάνει και την παραγωγή.

Στα πλαίσια του αφιερώματος στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ προβήθηκαν οι ταινίες:

On the road with Emil/  Στον δρόμο με τον Έμιλ, 1993
Kisangani Diary/ Το ημερολόγιο των Κισανγκάνι, 1998
ΑLone with our stories/Μόνες με τις ιστορίες μας, 2001
Darwin’s Nightmare/ Ο εφιάλτης του Δαρβίνου, 2004
We come as friends/ Ερχόμαστε εν ειρήνη, 2014

Αυτό το διάστημα ο σκηνοθέτης προετοιμάζει εκτός από το επόμενο ντοκιμαντέρ του και μια ταινία μυθοπλασίας που βασίζεται σε πραγματικά περιστατικά. Όπως είπε, στο πανδοχείο των γονιών του, στο ορεινό Τιρόλο της Αυστρίας, την εποχή του πολέμου του Βιετνάμ έρχονταν για να ανακτήσουν δυνάμεις «οι πιλότοι που βομβάρδισαν με ναπάλμ το Βιετνάμ. Κι εγώ μεγάλωνα με αυτούς τους ανθρώπους, με έπαιρναν αγκαλιά αυτοί που βομβάρδιζαν με 12 εκατομμύρια εκρηκτικά. Επειδή πέρασαν τόσα χρόνια από τότε η ταινία δεν μπορεί παρά να είναι μυθοπλασίας. Τώρα γράφω το σενάριο και είναι αγχωτική εμπειρία να βλέπεις τους τόπους που βομβαρδίστηκαν».