Μνήμη: μια έννοια η οποία διαρκώς επανέρχεται κι αναφέρεται σε ένα ευρύ φάσμα των επιστημών, της νευροβιολογίας, της ψυχανάλυσης, αλλά και της ιστορίας, της λογοτεχνίας, της αρχιτεκτονικής και των τεχνών εν γένει. Η μνήμη ως δεξιότητα και λειτουργία ανάκτησης πληροφοριών σχετικά με παρελθόντα γεγονότα και γνώσεις. Η μνήμη ως το πάγωμα του χρόνου κι ως επέκταση του περασμένου στο βιούμενο και στο επερχόμενο.

Ό, τι συνδέει το παρόν με το παρελθόν κι επιχειρεί μια νοηματοδότηση του μέλλοντος.

Ό, τι καταλήγει κανείς να γνωρίσει και να αφομοιώσει μέσα από την επιλεκτικότητα.

Ένα ζήτημα της καθημερινότητας επίμονο και διαρκώς επανερχόμενο.

 

Αν και αντιμετωπίζεται ως ένα σταθερό σημείο αναφοράς, μοιάζει να είναι ένα πεδίο δυναμικό που μεταλλάσσεται διαρκώς. Το προϊόν της μνήμης, λοιπόν, δε μπορεί παρά να είναι μεταβλητό και να υπόκειται στη διασκευή του περιεχομένου του, ακόμη κι όταν αναφέρεται στο συλλογικό. Καθορίζεται από μια δυναμική και συνθετική διαδικασία, στην οποία παρεμβαίνουν αναπόφευκτα πολιτικοί, ιστορικοί και τεχνολογικοί συσχετισμοί, όπως και μηχανισμοί που ανακατασκευάζουν τις ερμηνείες της. Παράλληλα, εμπλέκονται διάφορα επίπεδα: από τις αισθήσεις και το σώμα, μέχρι τον χώρο σε όλο του το φάσμα: υπαρκτό, άυλο και ψηφιακό. Μέσα από την ανάπτυξη μιας σχέσης σώματος- χώρου, συνδέει το συλλογικό στοιχείο με το ατομικό.

 

Επιπλέον, η μνήμη αφορά σε έναν από τους παράγοντες διαμόρφωσης της αντίληψης του εαυτού, οπότε αποτελεί προσδιοριστικό στοιχείο της ταυτότητας. Άλλωστε, η ταυτότητα βρίσκεται σε ευθεία σύνδεση με τη μνήμη, επηρεαζόμενη από αυτήν  κι ενίοτε σε αμφίδρομη σχέση, μορφοποιώντας την. Πρόκειται, συνεπώς, για μια σειρά από μνήμες, με τον ενικό αριθμό να χρησιμοποιείται γενικευτικά, αναφερόμενος συνήθως στο αποτύπωμα πάνω σ’ εμάς και  τα πράγματα.

 

Ακόμη και σε θεωρητικό επίπεδο, φαίνεται ριψοκίνδυνη η προσέγγιση ενός τέτοιου είδους θέματος, δεδομένης της προβληματικής που το συνοδεύει και της ευρείας του φύσης. Πώς μπορεί, λοιπόν, ένας καλλιτέχνης να πραγματευτεί μέσα από το έργο του ένα ζήτημα κοινωνικό και τόσο βαθιά ριζωμένο διαχρονικά και ποια είναι η νέα οπτική που μπορεί να του προσδώσει;

 

Την τρέχουσα περίοδο, συμπίπτει η παρουσίαση δυο ατομικών εκθέσεων, οι οποίες αναπτύσσονται ως “απόψεις” της διαλεκτικής αυτής: The Guardians του Αdrian Paci, στη γκαλερί Kalfayan και Ψαροκόκαλο της Hera Büyüktaşçiyan, στη State of Concept. Δύο πολύ διαφορετικοί χώροι και καλλιτέχνες, παρουσιάζουν δυο, αναλόγως, διαφορετικές προσεγγίσεις που αναφέρονται σε άλλες παραμέτρους η καθεμία. Εκείνο που τις συνδέει κι επιτρέπει την κοινή παρουσίασή τους, είναι το γεγονός ότι εγείρουν ζητήματα μνήμης και ταυτότητας. Σκιαγραφούν το αποτύπωμα της μνήμης, καταγράφοντας κι επαναφέροντάς αυτήν μέσα από το ίχνος της ανάμνησης. Οπότε, η συμπαράθεσή τους δεν έχει συγκριτική διάθεση, αλλά περισσότερο συμπληρωματική, αφού συνιστούν σε δύο εκφράσεις ξεχωριστές τόσο ως προς την απόδοση, όσο κι ως προς το περιεχόμενό τους.

 

 

 

Ξεκινώντας με την έκθεση του Adrian Paci The Guardians, έχουμε ένα παράδειγμα άμεσης αναφοράς στο εν λόγω θέμα, με την πραγμάτευση δύο πραγματικών γεγονότων και της συλλογικής μνήμης, υπό το πρίσμα του προσωπικού βιώματος του καλλιτέχνη.

 

O Paci, λοιπόν, επιλέγει να εισάγει στη λογική αυτή, δημιουργώντας την εγκατάσταση Names, που καταλαμβάνει τον κεντρικό χώρο της γκαλερί, τίθεται στο επίκεντρο και διαμορφώνει τον άξονα της ιδέας πίσω από την έκθεση∙ παρατάσσει στο μήκος των τοίχων κομμάτια μαρμάρου, πάνω στα οποία είναι χαραγμένα τα πραγματικά ονόματα Αλβανών μεταναστών, πριν αναγκαστούν να υιοθετήσουν αντίστοιχα ελληνικά, το τίμημα για τη διευκόλυνση της αφομοίωσής τους στο νέο πολιτισμικό περιβάλλον. Διαμορφώνει, έτσι, έναν χώρο- μνημείο, ένα είδος τεκμηρίου της λησμονημένης εθνικής ταυτότητας, που επενδύεται με το βίντεο όπου τα χαραγμένα ονόματα προσφωνούνται ένα προς ένα. Μοιάζει σαν η προσφώνηση του κάθε ονόματος να είναι μια σφραγίδα πάνω στη σκληρή επιφάνεια. Το μάρμαρο κυριαρχεί κι ως υλικό στενά συνυφασμένο με την απώλεια αλλά και την αντίσταση στον χρόνο, επικυρώνει την απώλεια και υπενθυμίζει, παράλληλα, την ύπαρξη.

 

Η νοητή διαδρομή στην οποία υποβάλλεται ο επισκέπτης, προσομοιάζει με τη βιωματική περιδιάβαση από την απώλεια, στη διατήρηση ή την επαναφορά της μνήμης. Εύλογα, λοιπόν, η διαδρομή αυτή φαίνεται να οδηγεί στο βίντεο The Guardians, στο οποίο παρουσιάζεται μια παράδοξη τελετουργία και μια αντιφατική εικόνα: παιδιά που περιποιούνται τους τάφους του νεκροταφείου της πόλης καταγωγής του δημιουργού, με μια οπτική που τα μετατρέπει σε “φύλακες”. Ο καλλιτέχνης, κινητοποιείται από τη βιωμένη πραγματικότητα αυτού του φαινομένου, ξεφεύγοντας από την απλή αναπαράσταση του και προσδίδοντάς του νέο περιεχόμενο.

 

Η λιτή και ξεκάθαρη παρουσίαση και η “οικονομία” των μέσων, καταλήγει σε συνεκτικό κι ακριβές αποτέλεσμα, χωρίς να πέφτει στην παγίδα της περιγραφικότητας. Η οπτικοποίηση των γεγονότων στα οποία επιλέγει να επικεντρωθεί ο Adrian Paci, επιτυγχάνεται με ευστοχία, μέσα από τη σύνδεση υλικού και περιεχομένου και το αποτέλεσμα που προκύπτει αποκτά μια ισορροπία μεταξύ της καταγραφής, του τεκμηρίου και της υποκειμενικής ερμηνείας τους.

 

Περνώντας στην Hera Büyüktaşçiyan, σαν σημείο εκκίνησης τίθεται η ίδια η ταυτότητα της δημιουργού. Εδώ, η πορεία είναι αντίστροφη, η σύνδεση άρρητη και υπονοούμενη και η προσωπική μνήμη ιδωμένη μέσα από το συλλογικό στοιχείο. Επιλέγεται να συμβολοποιηθεί κι όχι να αρθρωθεί αυτούσια. Αυτή η επιδίωξη γίνεται ξεκάθαρη, ήδη από την είσοδο στον χώρο, με το έργο The stranger in my throat, τη μεγάλης κλίμακας εγκατάσταση από ξύλινες σανίδες που παραπέμπουν στη δομή της ραχοκοκαλιάς. Με το δίχτυ αιωρούμενο από πάνω τους, περπατούν μακριά από το παλιό έπιπλο, σε μια σχηματοποίηση της διαδικασίας ανάκλησης στοιχείων από την ατομική “βάση δεδομένων”.

 

 

Η εγκατάσταση περιστοιχίζεται, ανάμεσα σε άλλα έργα, από μια σειρά επιτοιχίων σχεδίων[2] από μολύβι σε χαρτί. Αυτά, αφηγούνται μια σειρά μικρών ιστοριών σύνδεσης, στις οποίες επαναλαμβάνεται το μοτίβο της κόκκινης γραμμής, που κάθε φορά, ενώνει δύο διαφορετικές πλευρές ή επιμέρους στοιχεία. Σαν να “θέλει να μιλήσει για την ανακάλυψη του άλλου και για το εγώ”[3], τη θεμελίωση της διττής ταυτότητάς της και τη σύνθεση της μνήμης της στη βάση της ετερότητας. Σαν μια αφήγηση του χρονικού που καταλήγει στη θωράκιση της μνήμης της.

 

Η τελική μορφή, εκείνη που αναγγέλλει ο τίτλος της έκθεσης, επισφραγίζεται με την εγκατάσταση Fishbone, με το μπρούτζινο ψαροκόκαλο να συντίθεται από τα πόδια που προηγουμένως στήριζαν τις ξύλινες σανίδες του The stranger in my throat και να εντάσσεται, οριστικά διαμορφωμένο πια, στο φυσικό του περιβάλλον.

 

Συνολικά, η κεντρικής σημασίας πρακτική που υιοθετεί η Büyüktaşçiyan, η συμβολοποίηση των σημαινόμενων, συμβαίνει μέσα από υλικά και φόρμες οικείες και προσιτές. Έτσι, αποστασιοποιείται από τον προσωπικό τόνο, ο οποίος ενδεχομένως ελλόχευε σε μια τέτοιου είδους αφήγηση και η γενική εικόνα της έκθεσης δεν κραυγάζει τον όποιο αυτοβιογραφικό τόνο.

 

Κλείνοντας, όσο τετριμμένο κι αν ακούγεται, δεν είναι τυχαία η στενή σύνδεση Μνήμης, ή Μνημοσύνης, με τις τέχνες, ως μητέρα των Μουσών: εκείνη φαίνεται να τις τροφοδοτεί διαχρονικά, εμφανώς ή όχι. Με κάποιον τρόπο, η μνήμη λειτουργεί ως εξευμενισμός της τρωτής μας φύσης, ως υπενθύμιση της παρουσίας.  Στις συγκεκριμένες εκθέσεις, εμφανίζονται η μνήμη του χώρου, του σώματος, η επίγνωση αυτών, με τα έργα να οπτικοποιούν την εμπλοκή των διαφόρων επιπέδων προσέγγισης, συνθέτοντας κάθε φορά μια μοναδική ερμηνεία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, μετατοπίζεται  σε χωρικό επίπεδο το βασικό εργαλείο της μνήμης, αυτό της εγγραφής, με αποτέλεσμα να έχουμε ένα είδος εικαστικής καταγραφής της, μια μετατροπή του ασυνείδητου σε συνειδητό και του άφατου σε ρητό. Οι δύο “εκδοχές” απομακρύνονται από ναΐφ συναισθηματισμούς κι έτσι συγκροτούν, τελικά, μικρούς τόπους μνήμης, σκιαγραφώντας τη διαφορετικότητα των πιθανών της όψεων.

 

Χωρομαθημένοι καθώς είμαστε, δύσκολα κατανοούμε την αιφνίδια σύνδεση του άλλοτε και του τώρα. Διαθέτουμε μήπως μνημονική αλχημεία η οποία καταργεί τον χρόνο και τον χώρο; Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι βλέπουμε την μνημονική παράσταση με τέσσερα μάτια;

Δύο του αλλοτινού εγώ μας και δύο του τωρινού;

Κωστής Παπαγιώργης, Περί Μνήμης



[1] Ο τίτλος του κειμένου προκύπτει ως παράφραση του αντίστοιχου τίτλου του γνωστού ντοκιμαντέρ του Alain Resnais για την Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: Όλη η Μνήμη του Κόσμου (Toute la Μémoire du Μonde, 1956).

[2] Αναφορά στα έργα: Submarine writing (2015) Submarine writing I, Submarine writing II (2014).

[3] Παραποίηση της εισαγωγικής φράσης του συγγράμματος Η Κατάκτηση της Αμερικής, Το Πρόβλημα του Άλλου του Tzvetan Todorov: “Θέλω να μιλήσω για την ανακάλυψη του άλλου και το εγώ”. 

 

Λεζάντες:

1. Άποψη Εγκατάστασης: Adrian Paci, The Guardians (ατομική έκθεση), Kalfayan Galleries, Αθήνα, 2015. © Kalfayan Galleries, Αθήνα.

2. Adrian Paci, The Guardians, 2014 video still. Eυγενική παραχώρηση του καλλιτέχνη και των γκαλερί Kalfayan Galleries (Αθήνα-Θεσσαλονίκη) και Peter Kilchmann (Ζυρίχη).

3.  Hera Büyüktaşçiyan, Fishbone, installation view, 2015 © State of Concept. Photo Credit: Κωνσταντίνος Καραβατέλλης.

4. Hera Büyüktaşçiyan, Submarine writing I, 2014. Ευγενική παραχώρηση της καλλιτέχνιδος. © State of Concept. Photo credit: Κωνσταντίνος Καραβατέλλης.

_________________________________________________________________________________________

 

• Οι Kalfayan Galleries σε συνεργασία με την γκαλερί Peter Kilchmann παρουσιάζουν την πρώτη ατομική έκθεση στην Ελλάδα του διεθνούς φήμης Αλβανού εικαστικού, Adrian Paci. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ


• Η μη κερδοσκοπική γκαλερί State of Concept παρουσιάζει την πρώτη ατομική έκθεση της Hera Büyüktaşçıyan στην Ελλάδα με τίτλο Ψαροκόκαλο, μέχρι τις 4 Απριλίου 2015. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ