Θα μιλήσω για το ντοκιμαντέρ σαν πρόθεση τέχνης και ακινητοποίησης αυτού που ακριβώς επειδή δεν ακινητοποιείται ποτέ μας προσκαλεί και μας προκαλεί να το κάνουμε εμείς γι αυτό. Ένα παιχνίδι με τον έρωτα για τα πράγματα που είναι πάντοτε θνητά και άρα και με τον θάνατό τους, τον φόβο της απώλειάς τους. Ερωτεύομαι και θέλω να περισώσω από τον θάνατο τα αντικείμενα της λατρείας μου.

Αποτολμώ λοιπόν αυτό που αποτολμάει κάθε έρωτας, όταν το αποτολμάει και δεν μαραζώνει μέσα στο καβούκι του. Να τραγανίσω κάθε κομματάκι απ’ την σάρκα που επιπλέει γύρω μου και που όλο μου ξεγλιστράει. Αυτό το κυνηγητό είναι τα ντοκιμαντέρ μου. Ένα βλέμμα που κολλάει, ένα μάτι καρφωμένο σ’ έναν τοίχο, το περιεχόμενο αυτού του ματιού, η μνήμη του, ο θάνατός του.

Από μικρό παιδάκι ήμουνα αυτό που λέμε άρρωστος με το σινεμά. Είχα έναν μεγαλύτερο ξάδελφο και παίρναμε σβάρνα τα σινεμά. Σαν έφηβος πια στην Αθήνα είχα έναν άλλο ξάδελφο να με παίρνει μαζί του σε προβολές. Και μόνος μου όμως ανέβαινα στα σινεμά της Αθήνας και έβλεπα Φελλίνι, Μπέργκμαν και Μπουνιουέλ. Το ντοκιμαντέρ ήξερα ότι υπήρχε αλλά ήταν για μένα ένα είδος μάλλον βαρετό και χωρίς την μαγεία της μυθοπλασίας. Η πραγματικότητα ήταν κάτι χωρίς ελκυστικά γνωρίσματα και η περιγραφή της σε μία ταινία με υλικά από την ίδια με άφηνε παγερά αδιάφορο. Από καθήκον πιο πολύ παρά από πραγματικό ενδιαφέρον  και για να είμαι συνεπής σινεφίλ είδα τις ταινίες του Φλάερτυ, του Γιόρις Έβανς και άλλων που θεωρούνταν μεγάλοι μάστορες του ντοκιμαντέρ. Οσμίστηκα στις καλύτερες απ’ αυτές μια αισθητική που ξεπερνούσε την πραγματικότητα που απεικόνιζαν, έναν ρυθμό και μία ατμόσφαιρα που ανέβαζαν αυτή την πραγματικότητα σε ένα νέο επίπεδο πρόσληψης και εμπειρίας, ακόμα όμως δεν χόρταινα το ναρκωτικό της μυθοπλασίας…

Δεν ξέρω πότε άρχισα να αγαπώ αυτό το «είδος» και γιατί, αλλά ήταν μάλλον επειδή η μυθοπλασία είχε αρχίσει να με κουράζει, οι ιστορίες επαναλαμβάνονταν και η αξία της πλοκής, για να μπορεί να με κρατήσει, χρειαζόταν και άλλα συστατικά. Ξαφνικά χωρίς να το καταλάβω άρχισα να βλέπω όλο και περισσότερες ταινίες τεκμηρίωσης και να παθιάζομαι μ’ εκείνες που ανακάτευαν την σύνδεση με την πραγματικότητα, το «αυτό συμβαίνει πραγματικά, αυτοί οι άνθρωποι υπάρχουν, αυτά τα πράγματα γίνονται καθώς μιλάμε», με μια ματιά αισθητική, αναλυτική, άμεσα συγκινησιακή πάνω στο θέμα ή τους ανθρώπους που ο δημιουργός είχε επιλέξει. Ξαφνικά το ντοκιμαντέρ τα είχε όλα· και την μυθοπλασία – και τί μυθοπλασία! Αληθινή, της ζωής – και το μάτι του ερευνητή, του εφευρέτη, του θαλασσοπόρου που ψάχνει και ανακαλύπτει πραγματικότητες, ανθρώπινους χαρακτήρες, καταστάσεις που συμβαίνουν δίπλα μας ή πιο μακριά μια κι εκείνος αναλαμβάνει να μας τις φέρει στο πιάτο σαν ένα μάθημα ζωής, συγκίνησης, αποδοχής, μια ματιά που μπορούσε ξαφνικά να τα περικλείει όλα…

Info: Ο Παναγιώτης Ευαγγελίδης γεννήθηκε στην Αθήνα όπου ζει και εργάζεται. Έχει γράψει και εκδώσει τρία μυθιστορήματα, Το Χέρι Κάτω απ το Ρούχο, Κωνσταντίνος, και Τα γυρίσματα του Κεραυνού. Είναι μεταφραστής λογοτεχνίας και διερμηνέας από τα Ιαπωνικά, Ισπανικά, Γαλλικά και Αγγλικά. Έχει γράψει σενάρια για ταινίες μυθοπλασίας και εδώ και δέκα χρόνια κάνει δικές του ταινίες κυρίως τεκμηρίωσης, οι οποίες περιλαμβάνουν το Τσιπ και Όβι, Η Ζωή και ο Θάνατος του Σέλσο Ζούνιορ και το Λάμπουν στο Σκοτάδι.  

* Αναδημοσίευση από το περιοδικό Culturenow Mag, τεύχος 29