Από τις εκδόσεις Μεταίχμιο κυκλοφορεί το βιβλίο, Οι Banksters Ταξίδι στον κόσμο των καπιταλιστών φίλων μου του Marc Roche σε μετάφραση του Γιάννη Καυκιάς.

Μια αποκαλυπτική ματιά στα παρασκήνια των χρηματαγορών

Αυτό το βιβλίο είναι πρώτα απ’ όλα η εξομολόγηση ενός προσήλυτου του καπιταλισμού που έχασε την πίστη του. Εγκατεστημένος στην καρδιά του Σίτι, του οποίου γνωρίζει στην εντέλεια τα γρανάζια εδώ και είκοσι πέντε χρόνια, ο Marc Roche υποτίμησε παρ’ όλα αυτά –όπως και όλοι οι άλλοι «ειδικοί»– τις εντάσεις του συστήματος. Πώς έγινε και τόσα σήματα κινδύνου πέρασαν σε τέτοιο βαθμό απαρατήρητα; Ο λόγος είναι απλός: οι «άρχοντες του κόσμου» –τα hedge funds, οι τρέιντερ, οι πολιτικοί, οι τραπεζίτες και οι διαχειριστές– έκαναν τα πάντα για να ελαχιστοποιήσουν τις ευθύνες τους.

Κι ωστόσο ήταν η ανάληψη τεράστιων ρίσκων από μέρους τους που προκάλεσε τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση που γνώρισε ο πλανήτης μετά το 1929. Εντοπίζοντας τους βασικούς πρωταγωνιστές και τα κίνητρά τους, τα κυριότερα γεγονότα, τις επιλογές και, πάνω απ’ όλα, τα σφάλματα που διεπράχθησαν, ο Marc Roche συνδέει με πρόσωπα τα κομβικά γεγονότα και τις αποφασιστικές στιγμές αυτής της κρίσης.

Μας περιγράφει επίσης την ενισχυόμενη αστάθεια που επικρατεί στις αγορές και αποκρυπτογραφεί το καζίνο στο οποίο έχει εξελιχθεί ο χρηματιστηριακός πλανήτης. Ένα καζίνο όπου οι παίκτες μπορούν ανά πάσα στιγμή να τινάξουν την μπάνκα στον αέρα!

«Υπάρχουν δύο είδη τραπεζιτών. Κατά πρώτον, υπάρχουν εκείνοι που προσπαθούν να κάνουν τη δουλειά τους όσο γίνεται καλύτερα και οι οποίοι, παρά κάποια λάθη (αλλά ποιος είναι αναμάρτητος;), δεν έχουν και τίποτε σοβαρό να προσάψουν στον εαυτό τους. Όμως, δίπλα σε αυτούς, ή σε έναν άλλον όροφο του ίδιου οργανισμού, εργάζονται οι banksters που διαστρέφουν τον καπιταλισμό και ευθύνονται για την εχθρότητα της κοινής γνώμης εναντίον του.

Ο αγγλοσαξονικός Τύπος λατρεύει να χρησιμοποιεί αυτόν τον σύνθετο όρο, αποτελούμενο από τμήματα δύο αγγλικών λέξεων –banker (τραπεζίτης) και gangster–, για να χαρακτηρίσει τις εκτροπές του χρηματοπιστωτικού κόσμου. Ακόμα και το The Economist, που κάθε άλλο παρά μπορεί να κατηγορηθεί ότι εκφράζει τους λαϊκιστές της Αριστεράς ή της Δεξιάς, χρησιμοποιεί αυτόν τον όρο για να στιγματίσει τους “τραπεζοαπα­τεώνες” που δεν έχουν ιερό και όσιο».

Η καλύτερη παρουσίαση του βιβλίου δεν είναι άλλη από αυτή που κάνει ο ίδιος ο Marc Roche σε ένα σημείωμά του:

«Είμαι φιλελεύθερος και θαύμαζα ανέκαθεν τον χρηματοοικονομικό κόσμο και τους χρηματιστές, αλλιώς δε θα είχα επιλέξει να καλύπτω ως δημοσιογράφος τη Γουόλ Στριτ και το Σίτι του Λονδίνου για την εφημερίδα Le Monde εδώ και 25 χρόνια.

Από το ξέσπασμα της κρίσης κι έπειτα, όμως, είμαι ένας φιλελεύθερος που αμφιβάλλει, ένας απογοητευμένος από τον καπιταλισμό, ανήσυχος για το μέλλον. Προσπάθησα να καταλάβω τα βαθύτερα αίτια αυτής της προσωπικής αλλαγής. Τούτο το αμερόληπτο οδοιπορικό είναι ταυτόχρονα ένα εσωτερικό ταξίδι και μια έρευνα σε έναν κόσμο πολύ κλειστό, τον κόσμο των Banksters, όπου βασιλεύει η αδιαφάνεια και… η ατιμωρησία.

Διότι όλα άλλαξαν στις 15 Σεπτεμβρίου 2008».

Για τον συγγραφέα, τούτο εξηγείται από τη συνενοχή ανάμεσα στους πολιτικούς και τους χρηματοοικονομικούς κύκλους, αυτό που στις ΗΠΑ αποκαλούν «revolving doors», τα πηγαινέλα από τον έναν κύκλο στον άλλο. Τελικά, το τραπεζικό λόμπι κατάφερε να διεισδύσει στον πολιτικό κόσμο των κυβερνώντων, αλλάζοντας τους συσχετισμούς δυνάμεων: οι χρηματοοικονομικοί παράγοντες έδρασαν και δρουν στα όρια της ηθικότητας και τα σφάλματά τους παραμένουν ατιμώρητα. Παραθέτει δύο εμβληματικά παραδείγματα: ο Τόνι Μπλερ, πρώην πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, κατέχει σήμερα μια από τις μεγαλύτερες περιουσίες στην Αγγλία, σημειωτέον χάρη στην εργασία του ως συμβούλου του χρηματοπιστωτικού χόλντινγκ JP Morgan. Ενώ ο Μάριο Ντράγκι, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), ήταν αντιπρόεδρος της Goldman Sachs για την Ευρώπη από το 2002 ως το 2005! Πώς θα μπορούσε να φανταστεί κάποιος αυτούς τους ανθρώπους να τιμωρούν τις τράπεζες, υπό αυτές τις συνθήκες;

Εντέλει, από το 2008 κι έπειτα, η τραπεζιτική κουλτούρα δεν άλλαξε καθόλου και οι τρέιντερ εξακολουθούν να σέρνουν τον χορό με την πληροφορική αυτοματοποίηση των χρηματιστηριακών συναλλαγών που αντιπροσωπεύουν τα 2/3 του συνόλου πέραν του Ατλαντικού: ως εκ τούτου, σε περίπτωση βλάβης ή κυβερνοεπίθεσης, δεν αποκλείεται καθόλου να βρεθούμε αντιμέτωποι με μια νέα χρηματιστηριακή κρίση.

Από άρθρο στο Business B2B

Το όνομά του δεν σας λέει τίποτα. Στο Canary Warf όπου χτυπάει η καρδιά του Σίτι, έκανε κάθε πρωί μια στάση στο Café Breta, που έχει μεγάλη πέραση μεταξύ των γκόλντεν μπόις, όπου κανείς δεν του έδινε σημασία. Τραγικό λάθος: ο Τομ Χέις διηύθυνε επί χρόνια το γκανγκ των τρέιντερ. Μια ολέθρια συμμορία στην οποία μετείχαν υπάλληλοι μιας δεκάδας μεγάλων τραπεζών ανά τον κόσμο. Ο τρόπος δράσης τους; Κερδοσκοπούσαν με το libor, το επιτόκιο με το οποίο οι τράπεζες δανείζονται χρήματα μεταξύ τους. Συσσώρευσαν περιουσίες, εις βάρος εκατοντάδων χιλιάδων θυμάτων – στα οποία περιλαμβάνεστε ίσως κι εσείς. Διότι το libor χρησιμεύει ως αναφορά για τα στεγαστικά δάνεια, τα βιβλιάρια του ταμιευτηρίου, τα καταναλωτικά δάνεια… Ο Τομ Χέις θα δικαστεί στο Λονδίνο στις αρχές του 2015.

Ο Marc Roche έχει στα σημειωματάριά του δεκάδες ιστορίες σαν κι αυτή, με πρωταγωνιστές απλούς υπαλλήλους ή μεγάλους σταρ του χρηματοοικονομικού συστήματος. Τριάντα πέντε χρόνια τώρα αυτός ο δημοσιογράφος τρυγεί πληροφορίες στις έδρες των τραπεζικών γιγάντων του Σίτι ή της Γουόλ Στριτ, στις τραπεζαρίες αυτών των κτιρίων από γυαλί και ατσάλι, στα γυμναστήρια των τρέιντερ, στα μπαρ όπου συχνάζουν… τριάντα πέντε χρόνια τώρα μαζεύει τις εκμυστηρεύσεις των αρχόντων του χρήματος, τους εξετάζει, τους ζυγίζει, τους σταθμίζει. Στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο Οι Banksters: ταξίδι στον κόσμο των καπιταλιστών φίλων μου, αυτός ο ανθρωπολόγος του Σίτι με το τόσο βρετανικό χιούμορ μάς προσφέρει μιαν ανηλεή περιγραφή ενός κόσμου που έχει ως μονάδα μέτρησης το δισεκατομμύριο. Ωμή, ακριβώς, διότι ο Marc Roche αφηγείται ένα σωρό αληθινές ιστορίες, μιλάει για την απουσία μεταμέλειας στους τραπεζίτες, για τους πολιτικούς τους διαύλους, για τις καινοτομίες τους που προετοιμάζουν τα αυριανά κραχ…

Αυτό το βιβλίο είναι, επίσης, η ιστορία ενός δημοσιογράφου, συγγραφέα ενός βιβλίου για μια ανελέητη έρευνα με θέμα τον μηχανισμό της Goldman Sachs, ο οποίος είδε τις βεβαιότητές του να καταρρέουν το 2008 μαζί με την τράπεζα Lehman Brothers και διαπιστώνει εκ των υστέρων ότι εξαπατήθηκε επί πολλά χρόνια: «Είμαι ένας φιλελεύθερος που αμφιβάλλει, ένας απογοητευμένος από τον καπιταλισμό, ανήσυχος για το μέλλον». Η κρίση του είναι, σήμερα, αμείλικτη: «Η απουσία συναίσθησης ευθύνης στην κορυφή του συστήματος είναι εξοργιστική». Τα κολοσσιαία πρόστιμα που καταδικάστηκαν να καταβάλουν οι τράπεζες (17 δισεκατομμύρια δολάρια η Bank of America) δεν έγιναν, προφανώς, μάθημα στους «Banksters».

Από άρθρο στο γαλλικό περιοδικό Le Point

Ν’ ΑΛΛΑΞΟΥΝ ΟΛΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΑΛΛΑΞΕΙ ΤΙΠΟΤΕ

Οι πολιτικοί μας ιθύνοντες υιοθέτησαν, μήπως, αυτό το πασίγνωστο ρητό του Πρίγκιπα ντι Σαλίνα του «Γατόπαρδου»; Η αλλαγή έχει γίνει μέσα σε μερικά χρόνια η καραμέλα τους. Όμως στο τέλος είμαστε υποχρεωμένοι να διαπιστώσουμε ότι, παρά τις επαναλαμβανόμενες διακηρύξεις, δεν αλλάζει τίποτε….

Ο δημοσιογράφος Marc Roche δεν επιδιώκει να μεταρρυθμίσει τίποτε: ούτε καν το τρομερό τραπεζικό σύστημα του οποίου είχε την ευκαιρία να εξετάσει όλες τις παρεκτροπές, στη Γουόλ Στριτ ή στο Σίτι του Λονδίνου. Αρκείται στην καταγγελία των παραπτωμάτων και εγκλημάτων του, και η ανάγνωση του κατηγορητηρίου του είναι, απλώς, τρομακτική. Για να τιτλοφορήσει το μπουρλότο του χρησιμοποιεί τη λέξη Banksters, όπως αποκαλούν οι αγγλοσάξονες συνάδελφοί του τους τραπεζίτες. Ο τίτλος είναι εύγλωττος, το βιβλίο ανελέητο, το περιεχόμενό του σκανδαλώδες, εξοργιστικό.

Ο συγγραφέας δηλώνει ότι είναι «ένας φιλελεύθερος που αμφιβάλλει», ένας «απογοητευμένος από τον καπιταλισμό». Η φονική δύναμη του βιβλίου του συνίσταται στο ότι δεν πρόκειται για καταγγελίες συνοδευόμενες από αλτρουιστικά συναισθήματα, αλλά για τραπεζίτες που συλλαμβάνονται να παρανομούν επ’ αυτοφώρω με όλη τους την σεβασμιότητα και… ατιμωρησία.

Όπως στο πόκερ, ο Marc Roche πλήρωσε για να μάθει. Τη δεκαετία του 2000 η αύξηση των τιμών των ακινήτων στο εντός των τειχών Λονδίνο ήταν ιλιγγιώδης: οι τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν κατά 240%! Ο συνάδελφός μας θέλησε να επωφεληθεί. Αλίμονο! Στις 15 Σεπτεμβρίου 2007 πληροφορούνταν από το δελτίο ειδήσεων της τηλεόρασης ότι σχηματίζονταν ουρές μπροστά στα υποκαταστήματα της Northern Rock, της τράπεζάς «του», που τον είχε συμβουλέψει να επενδύσει στα ακίνητα.

Έτσι ο Marc Roche γνώρισε σε όλη του την έκταση το πιο σοβαρό χρηματοοικονομικό κραχ από το 1929 και μετά: «Οι πρόεδροι-γενικοί διευθυντές» γράφει «δεν είχαν ιδέα γι’ αυτά που μαγειρεύονταν στις δικές τους αίθουσες συναλλαγών. Αδιαφορούσαν εντελώς για ό,τι γινόταν εκεί μέσα, εφόσον τα εξωτικά επενδυτικά προϊόντα που είχαν επινοήσει τα μεγάλα κεφάλια τα οποία είχαν προσλάβει πληρώνοντας χρυσάφι έκαναν τη μηχανή που παρήγαγε μπόνους να γυρίζει».

Το ταξίδι που μας προτείνει ο Marc Roche στον κόσμο των χρηματιστών, που δεν έχουν, κατά την άποψή του, συναίσθηση ευθύνης, θα το συστήναμε στους πολιτικούς μας ιθύνοντες: αν υπάρχει κάτι που πρέπει να αλλάξει επειγόντως, αυτό βρίσκεται εδώ, μπροστά στις πόρτες μας, στις θυρίδες των τραπεζών μας.

Από άρθρο στο γαλλικό περιοδικό Lire

Ο Marc Roche γεννήθηκε στις Βρυξέλλες το 1951. Επί είκοσι πέντε χρόνια είναι ανταποκριτής της εφημερίδας Le Monde στο Σίτι του Λονδίνου. Θεωρείται ειδικός σε χρηματοοικονομικά θέματα, καθώς και σε θέματα που αφορούν τη σύγχρονη μοναρχία. Από τις εκδόσεις Μεταίχμιο κυκλοφορούν ακόμα τα βιβλία του: Η Τράπεζα: Πώς η Goldman Sachs κυβερνά τον κόσμο (2011) και Καπιταλισμός εκτός νόμου: Η οικονομία του παρασκηνίου (2011).