Μου άρεσε η πρωινή μου βόλτα στην Πλάκα. Έχει μια συγκεκριμένη αύρα η περιοχή. Τα ξέρετε αυτά. Είναι χιλιογραμμένα. Με εμπνέει. Μου συμβαίνουν και απρόοπτα καμιά φορά εκεί.

Είχα πάει στο δισκοπωλείο που υπάρχει στην αυλή του Μουσείου Λαϊκών Οργάνων, περαστικός για μια δουλειά. Έφτασα και περίμενα τον Γιώργο τον δισκοπώλη, να τελειώσει ένα, κατά τα φαινόμενα, σημαντικό επαγγελματικό τηλεφώνημα.

Καλημέρισα ένα κύριο. Καθόταν σε τραπεζάκι, έξω από την είσοδο του δισκοπωλείου. Είναι όμορφα εκεί. Ο Γιώργος κάθεται καμιά φορά σ’αυτό και σε κερνάει και μια ρακί, αν είναι να κάτσετε να τα πείτε.  Κι ας είναι 11 το πρωί. Ξέρεις τώρα αυτοί οι Κρητικοί…

Ο κύριος στο τραπεζάκι δεν ήταν Κρητικός.  Αθηναίος ήταν. Έπιασε να μου λέει που στα νιάτα του υπήρχε ένα μαγαζί στη παρακάτω γωνία, «Τα Ταβάνια» το λέγανε. Πήγαινε σε συναυλίες με τον τάδε συνθέτη και την δείνα τραγουδίστρια εκεί. Την εποχή του Νέου Κύματος.

Με γνώρισε – «κάπου σε ξέρω εσένα» – για αυτό και μου τα έλεγε αυτά. Ένιωθα ότι κάπου ήθελε να καταλήξει. Σύντομα μου το ξεφούρνισε. «Ποια είναι η γνώμη σου για το Νέο Κύμα; Πήγαινα σε συναυλίες τότε. Έπαιρνα δίσκους. Το παρακολουθούσα.  Άξιζε τίποτα;». Ρωτούσε τη γνώμη του ειδικού. Του συνθέτη. Ήταν σαφές από τον τρόπο του ότι τον ενδιέφερε το θέμα. Με κάποιον τρόπο τον βασάνιζε.

Του έδωσα μία γενική και διπλωματική απάντηση, την οποία όμως την πιστεύω κιόλας.  «Σε κάθε μουσικό ρεύμα υπάρχουν αριστουργήματα, υπάρχουν και τα αδιάφορα, υπάρχουν και όλα τα ενδιάμεσα. Οι ποσοστώσεις αλλάζουν από ρεύμα σε ρεύμα. Και κάποια από αυτά τα ρεύματα έχουν ένα επίπεδο που, συνολικά,  τα κάνει καλύτερα από κάποια άλλα.»

Σχεδόν δεν περίμενε να ολοκληρώσω. Συνέχισε: «Σε ρωτάω γιατί όλοι αυτοί εξαφανίστηκαν. Άρα δεν άξιζαν.» Αυτή η απρόοπτη αναστροφή της σκέψης του, καθώς και το τελεσίδικο του συμπεράσματος του, με άφησαν άναυδο.

Την ξέρω την καραμέλα. Την ξέρετε κι εσείς. Είναι αυτό το γνωστό. Αυτό το «αν κάποιος ή κάτι αξίζει, τότε δεν θα χαθεί». Οι παλαιότεροι το έχουν και για παροιμία: «Οι καλοί δεν χάνονται». Ο Κοέλιο το ανάπλασε, το ανακατασκεύασε, κατάφερε να το διαμορφώσει σε ένα πιο εμπορεύσιμο μότο και έτσι έβγαλε κι ένα σκασμό λεφτά από αυτό: «Αν κάτι το θέλεις πραγματικά πάρα πολύ, τότε το σύμπαν συνωμοτεί υπέρ σου, ώστε να το καταφέρεις.». Τα ξέρουμε αυτά.

Αυτό που με άφησε άναυδο, αυτό που έδωσε στα τελευταία λεγόμενα του συνομιλητή μου μια «post-Coelho» διάσταση, ήταν ότι αφού ισχύουν πέραν πάσης αμφιβολίας τα παραπάνω περί αξίας, τότε όσα παρακολούθησε και αγάπησε στα νεανικά του χρόνια, όσα αποτέλεσαν ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής του, δεν άξιζαν. Γιατί αν πραγματικά άξιζαν, τότε δεν θα χάνονταν.

Δεν του απάντησα το προφανές. Το γενικό και διπλωματικό «Το κάθε πράγμα κάνει τον κύκλο του και μετά κάτι άλλο παίρνει τη θέση του». Του είπα κάτι που όχι  απλώς το πιστεύω βαθιά, αλλά και που το έχω διαπιστώσει αρκετές – και κυρίως  χειροπιαστές – φορές στη ζωή μου.

Του είπα ότι αυτή η κρατούσα αντίληψη πως «κανείς καλός δεν χάνεται», αυτό το «άμα είσαι πραγματικά καλός θα τα καταφέρεις κάποια στιγμή» είναι μία φενάκη. Μια επινόηση του εκάστοτε κρατούντος συστήματος. Ένα δήθεν φιλικό χτύπημα στην πλάτη. Και είναι η στάση του σώματος τέτοια που δεν διακρίνεις απαραίτητα το σαρδόνιο χαμόγελο που το συνοδεύει αυτό το χτύπημα. Ένα προπέτασμα καπνού είναι. Μέσα σε αυτό το προπέτασμα  ο εκτός κρατούντος συστήματος δημιουργός – αν είναι έστω και λίγο αφελής ή/και υπερφίαλος –  θα επαναπαυθεί. Δεν θα χρησιμοποιήσει το μάξιμουμ των δυνάμεων του, γιατί από τη στιγμή που είναι καλός, είναι βέβαιο ότι θα αναγνωρισθεί η αξία του κάποια στιγμή.

Κι αν είναι αξιότερη περίπτωση και χρησιμοποιήσει το μάξιμουμ των δυνατοτήτων του προκειμένου να τα καταφέρει,  τότε και πάλι η φενάκη αυτή έχει τον τρόπο να τον αναχαιτίσει. «Τόσα χρόνια προσπαθώ και τίποτα δεν γίνεται. Δεν είμαι καλός. Τα παρατάω»

Ο συνομιλητής μου βρίσκεται ήδη, πέρα και πάνω από όλα αυτά. Είναι έτοιμος να πειστεί ότι τα ακούσματα των νεανικών του χρόνων, αυτά που τον συντρόφεψαν στις χαρές και τις λύπες του, δεν ήταν αρκετά καλά για να αντέξουν στον χρόνο. Δεν άξιζαν. Συνολικά δεν άξιζαν. Αρκεί να του το επιβεβαιώσει έστω κι ένας διερχόμενος ειδικός.

Είναι η άμυνα του κρατούντος συστήματος όλο αυτό το σκεπτικό. Ένα από τα εργαλεία που χρησιμοποιεί  για να μειώσει τον ανταγωνισμό και να διατηρήσει τα κεκτημένα του και την ισορροπία του.

Έχω δει με τα μάτια μου ανθρώπους που «άξιζαν» και παρά τις προσπάθειες τους δεν κατάφεραν να ξεχωρίσουν. Δεν τους επετράπη. Θυμάμαι πριν πολλά χρόνια τον Γιάννη Παγκάκη να παίζει με την κιθάρα του  στην ομήγυρη «Το βόδι» καθώς και πολλά άλλα τραγούδια του. Και αντί να είμαστε στη φάση «Όμορφα είναι αλλά…φτάνει πια ρε Γιάννη…» να τον παροτρύνουμε να παίξει και άλλα. Ή να επαναλάβει κάποιο που είχε ήδη παίξει. Δεν ξέρω τι κάνει ο Γιάννης. Η συγκεκριμένη παρέα σκόρπισε. Πέρασαν πολλά χρόνια. Αυτό που έμαθα από πολύ αραιές, τελείως τυχαίες και πολύ σύντομες συναντήσεις με μέλη της παρέας αυτής, είναι ότι έφτασε κοντά στο να τα κυκλοφορήσει, και ότι έκανε λίγα live σε πολύ μικρούς χώρους. Και αυτό που ξέρω είναι ότι δεν τα κατάφερε. Μην μπείτε καν στον κόπο να ψάξετε το όνομα του στο youtube. Το έκανα ήδη. Τίποτα δεν θα βρείτε.

Ακόμη παλαιότερα, όταν ήμουν έφηβος δεκατεσσάρων χρονών και μόλις είχα γράψει τα πρώτα μου τραγούδια, θυμάμαι να έχει έρθει επίσκεψη στο σπίτι μας ο Βασίλης και να παίζει στο πιάνο μας τα τραγούδια του. Δεν θυμάμαι το επίθετο του Βασίλη. Καμιά φορά δεν είμαι καν σίγουρός ότι τον έλεγαν Βασίλη. Θυμάμαι όμως να σιγομουρμουρίσω το ρεφραίν από το τραγούδι του «Προβοκάτσια» που μιλούσε για μια «παράξενη ράτσα». Θυμάμαι να ρωτάω επίμονα τους γονείς μου πότε θα ξαναέρθει ο Βασίλης επίσκεψη. Ούτε αυτός τα «κατάφερε». Και ας «άξιζε».

Και πόσοι άλλοι που δεν έτυχε να γνωρίσω και να γνωρίσεις.

Όλοι εσείς εκεί έξω που έχετε γνώση, όρεξη, ιδέες, αντοχές, διάθεση για το καινούργιο, την ανανέωση και όλα τα καλά. Είτε γράφετε και παίζετε μουσική, είτε κάνετε οποιοδήποτε άλλο δημιουργικό πράγμα. Ξεδιαλεχτείτε μεταξύ σας, (πολύ βασικό αυτό το πρώτο) συνασπιστείτε, οργανωθείτε., τολμήστε. ΤΩΡΑ είναι η κατάλληλη ιστορική συγκυρία και κανείς δεν ξέρει πόσο θα κρατήσει.  Μη παρακαλώ σας, μην επαναπαύεστε στο ότι επειδή το αξίζετε θα τα «καταφέρετε».

Έχει λύκους εκεί έξω.