Η Feelgood Entertainment παρουσιάζει στους κινηματογράφους από την Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2015 την ταινία «Whiplash/ Χωρίς Μέτρο».

Υποψήφια για Oscar® Καλύτερης Ταινίας, Β’ Ανδρικού Ρόλου, Διασκευασμένου Σεναρίου, Μοντάζ και Μιξάζ

Β’ Ανδρικός Ρόλος για τον J.K. Simmons, Χρυσές Σφαίρες 2015

Μεγάλο Βραβείο Επιτροπής για Ταινία Μυθοπλασίας, Sundance 2014

Βραβείο Κοινού για αμερικανική Ταινία Μυθοπλασίας, Sundance 2014

Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών, Cannes 2014

Με 5 υποψηφιότητες για Όσκαρ και Βραβείο Χρυσής Σφαίρας στον J. K. Simmons, καθώς και το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής και Βραβείο Κοινού στο Φεστιβάλ Sundance, το Χωρίς Μέτρο είναι το αναπάντεχο φαβορί της χρονιάς. Βασισμένο σε επίσης βραβευμένη στο Sundance ταινία μικρού μήκους, διαθέτει εξαιρετικές ερμηνείες από το πρωταγωνιστικό δίδυμο, τον Miles Teller (The Spectacular Now, Divergent) και τον J. K. Simmons (Juno, Up in the Air), μια πυρετώδη σκηνοθετική προσέγγιση από τον ταλαντούχο Damien Chazelle (Guy and Madeline on a Park Bench), πολλή ένταση, συγκίνηση, υπέροχες μελωδίες και φυσικά ρυθμό.

Από τις συγκλονιστικότερες και πιο ηλεκτρισμένες κινηματογραφικές εμπειρίες των τελευταίων χρόνων.

Σύνοψη

Ο Andrew Neyman (Miles Teller) είναι ένας φιλόδοξος νεαρός ντράμερ της τζαζ που σπουδάζει σε ένα από τα καλύτερα μουσικά σχολεία της Αμερικής. Καθηγητής του είναι ο Terence Fletcher (J. K. Simmons). Ένας  από τους πιο απαιτητικούς, σκληρούς  και τελειομανείς μαέστρους της τζαζ. Η μέθοδος διδασκαλίας του είναι κάθε άλλο παρά συμβατική. Υπάρχουν όρια όταν προσπαθείς να αναδείξεις την τέλεια ερμηνεία;

Σημείωμα σκηνοθέτη

Υπάρχουν πολλές ταινίες για τη χαρά της μουσικής. Αλλά ως νεαρός ντράμερ στην ορχήστρα ενός  μουσικού σχολείου με διακατείχε κάτι διαφορετικό: ο φόβος. Ο φόβος του να χάσω ένα χτύπημα. Ο φόβος του να χάσω τον ρυθμό. Και πιο έντονος από κάθε τι ήταν ο φόβος του διευθυντή της ορχήστρας. Με το “Χωρίς Μέτρο” ήθελα να δημιουργήσω μια ταινία για τη μουσική που να θυμίζει πολεμική ή γκανγκστερική ταινία, όπου τα όργανα αντικαθιστούν τα όπλα, όπου οι λέξεις είναι το ίδιο βίαιες όσο τα όπλα και η δράση δεν ξετυλίγεται σε ένα πεδίο μάχης αλλά σε μια αίθουσα που γίνονται πρόβες ή στη σκηνή ενός θεάτρου.

Ο θρύλος της τζαζ που με έχει τραβήξει από πάντα είναι ο νεαρός Charlie Parker. Αν ρωτούσατε τους σύγχρονους του Charlie όταν ήταν 16 ή 17 ετών στο Kansas City ποιος θα ήταν ο μεγαλύτερος μουσικής της γενιάς του, κανένας δεν θα επέλεγε τον Charlie. Για τους παλιούς, ήταν απλώς ένα ανυπόμονο παιδί με μέτριο ταλέντο. Κι όμως, με κάποιο τρόπο κάτι συνέβη στον Charlie στο τέλος της εφηβείας του, γιατί μέχρι τα 19 έπαιζε ήδη τη σπουδαιότερη μουσική που έχουμε ακούσει μέχρι σήμερα. Πώς συνέβη αυτό; Λοιπόν, κατά τα λεγόμενα, μια νύχτα ο Charlie έπαιξε σε ένα κλαμπ και τα θαλάσσωσε στο σόλο του. Ο μόνιμος ντράμερ του έριξε ένα κύμβαλο στο κεφάλι και το κοινό τον γιούχαρε. Πήγε για ύπνο με δάκρυα στα μάτια και μουρμουρίζοντας ότι θα τους δείξει. Εξασκήθηκε σαν τρελός για τον επόμενο χρόνο και μετά επέστρεψε στο κλαμπ όπου τους άφησε άφωνους.

Στο λύκειο, πέρασα ώρες κάθε μέρα κλειδωμένος σε ένα υπόγειο με ηχομόνωση, κάνοντας εξάσκηση στα ντραμς μέχρι που τα χέρια μου αιμορραγούσαν, καθώς ονειρευόμουν μια τέτοια μεταμόρφωση – αυτό με την παρότρυνση ενός απίστευτου τοπικού ήρωα, τον διευθυντή ορχήστρας του σχολείου, ο οποίος κατάφερε τη δική του συναρπαστική μεταμόρφωση μέσα σε μία δεκαετία. Μετέτρεψε τη τζαζ μπάντα ενός δημόσιου σχολείου στο Νιου Τζέρζι στο καλύτερο πρόγραμμα του είδους σε ολόκληρη τη χώρα σύμφωνα με το περιοδικό Down Beat. Η ορχήστρα έπαιξε σε δύο προεδρικές ορκωμοσίες και άνοιξε το τζαζ φεστιβάλ JVC στη Νέα Υόρκη. Για χρόνια, τα ντραμς ήταν η ζωή μου και για πρώτη φορά η μουσική συνδέθηκε στο μυαλό μου πάνω από όλα όχι με τη διασκέδαση, την απόλαυση ή την έκφραση αλλά τον φόβο.

Κοιτάζοντας πίσω, αναρωτιέμαι πώς και γιατί συνέβη αυτό. Το ταξίδι μου ως ντράμερ έφτασε μέχρι εθνικές διακρίσεις και βραβεία, αλλά θυμάμαι ακόμα τους εφιάλτες, τη ναυτία και τα γεύματα που δεν έφαγα, τις μέρες της αφόρητης αγωνίας, όλα στην υπηρεσία ενός μουσικού είδους που φαινομενικά έχει να κάνει με την ελευθερία και τη χαρά. Το πιο κρίσιμο από όλα για μένα εκείνο τον καιρό ήταν μόνο μία σχέση, αυτή που είχα με τον δάσκαλο μου. Αυτή τη σχέση, τόσο φορτισμένη και έντονη, ήταν κάτι που ήθελα να εξερευνήσω στην ταινία. Αν είναι καθήκον του δασκάλου να σπρώχνει τους μαθητές στο μεγαλείο, τότε σε ποιο σημείο σταματάει αυτό; Έπρεπε να γιουχάρουν τον Charlie Parker στη σκηνή για να γίνει ο “Bird”? Πώς γίνεται κάποιος σπουδαίος;

Για να αιχμαλωτίσω τα συναισθήματα  που ένιωσα την περίοδο που ήμουν ντράμερ, κινηματογράφησα κάθε μουσική ερμηνεία στην ταινία σαν να είναι θέμα ζωής και θανάτου, σαν κυνηγητό με αυτοκίνητα ή σαν ληστεία τράπεζας. Ήθελα να δείξω όλες τις λεπτομέρειες που θυμόμουν, όλη τη βρωμιά, την προσπάθεια που χρειάζεται ένα κομμάτι μουσικής. Τις ωτοασπίδες και τις σπασμένες μπαγκέτες, τις φουσκάλες και τις πληγές στα χέρια, το ασταμάτητο μέτρημα και το συνεχές μπιπ τον μετρονόμων, τον ιδρώτα και την κούραση. Ταυτόχρονα, ήθελα να αιχμαλωτίσω τις φευγαλέες στιγμές που επιτρέπει η μουσική και που το φιλμ μπορεί να συλλάβει. Όταν ακούς ένα σόλο του Charlie Parker μπαίνεις σε μια κατάσταση ευδαιμονίας. Άξιζε τον κόπο να υποφέρει τόσο πολύ ο Parker για την τέχνη του, για να μπορούμε να απολαύσουμε τα αποτελέσματα δεκαετίες μετά; Δεν έχω ιδέα, αλλά για μένα είναι μια ερώτηση που αξίζει να τεθεί, καθώς αφορά κάτι πέρα από τη μουσική ή την τέχνη και αγγίζει μια ιδέα που δεν είναι απλή, αλλά από την άλλη είναι τόσο θεμελιώδης για την αμερικάνικη προσωπικότητα: το μεγαλείο με όποιο κόστος.

Πώς ακούγεται μία ταινία για τη μουσική;

Το soundtrack της ταινίας αποτελείται από 24 κομμάτια που χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες:  Τα τζαζ κομμάτια που γράφτηκαν για την ταινία, τη μουσική υπόκρουση που γράφτηκε για την ταινία και τα κλασικά τζαζ κομμάτια των Stan Getz, Duke Ellington και άλλων.

Σημείωμα του συνθέτη Justin Hurwitz (original score & κομμάτια ορχήστρας Big Band)

Ο σκηνοθέτης κι εγώ αρχίσαμε να μιλάμε για τη μουσική της ταινίας ένα χρόνο πριν αρχίσει το γύρισμα. Ενώ τα τζαζ κομμάτια της ταινίας ήταν απλά – θα έγραφα με συγκεκριμένα στυλ από διαφορετικές εποχές-  η μουσική υπόκρουση της ταινίας ήταν ένα αίνιγμα. Πώς γράφεις μουσική για μία ταινία που έχει ήδη τόση μουσική μέσα της; Ξέραμε ότι δεν έπρεπε να έχουμε μία μεγάλη ορχήστρα, καθώς η ταινία έχει κομμάτια με μεγάλη ορχήστρα ούτως ή άλλως. Ξέραμε ότι η ορχηστρική υπόκρουση δεν θα ταίριαζε με το ύφος της ταινίας. Και η ηλεκτρονική μουσική δεν ταιριάζει σε μία ταινία για τη μουσικότητα και τα όργανα. Τελικά σκεφτήκαμε να χτίσουμε τη μουσική χρησιμοποιώντας τις τεχνικές της ηλεκτρονικής μουσικής αλλά με φυσικά όργανα, τα οποία είχαμε σετάρει σε λογική μεγάλης ορχήστρας. Κάνοντας το αυτό, θα είχαμε μία μουσική ατμοσφαιρική όπως η ηλεκτρονική και οργανική για το υπόλοιπο ηχητικό περιβάλλον της ταινίας, χωρίς να ακούγεται σαν να παίζει μία μεγάλη ορχήστρα.  

Η παραγωγή ήταν κουραστική, αφού έγραφα μία νότα τη φορά. Κυριολεκτικά. Αυτό μου επέτρεψε να χειριστώ και να τοποθετήσω τις νότες σε επίπεδα όπως ούτε οι μουσικοί δεν μπορούν. Η τελική υφή θυμίζει ηλεκτρονική μουσική, μόνο που οι νότες προέρχονται από σαξόφωνο, τρομπέτα, τρομπόνι, πιάνο ή όρθιο κοντραμπάσο. Οι περισσότερες νότες έχουν μία καθυστέρηση κατά το 1/3, δημιουργώντας μία διαβολεμένη εκδοχή του ήχου που παράγει μία μεγάλη ορχήστρα. Αστειευόμασταν με τον σκηνοθέτη ότι ο πρωταγωνιστής βασανίζεται από τα ίδια τα όργανα με τα οποία παίζει μουσική.

Στην ταινία ακούγεται μία οικεία μελωδία, αυτή που παίζει ο J.K.Simmons στο τζαζ κλαμπ. Η μελωδία ακούγεται συνέχεια, άλλοτε ξεκάθαρα, άλλοτε πιο καλυμμένη. Ακούγεται σε ματζόρε, σε μινόρε, ανάλογα με την περίσταση. Μας αρέσουν οι μουσικές που είναι φειδωλές με τη μελωδία, που αναπτύσσονται με ένα ή δύο θέματα και τα αξιοποιούν με όλους του πιθανούς τρόπους. Έτσι, ανακαλύψαμε ότι αρκεί μία ευέλικτη μελωδία. Αυτή η μελωδία έδεσε με τον χαρακτήρα που υποδυόταν ο J.K.Simmons καθώς εκφραζόταν στο πιάνο. Η δραματική μουσική υπόκρουση παρακολουθεί την προοπτική του πρωταγωνιστή και μας βάζει στο μυαλό του, μας βοηθάει να νιώσουμε όπως νιώθει. Αλλά επειδή η ταινία έχει να κάνει με τη σχέση μεταξύ των δύο, του μαθητή και του δασκάλου, πώς επηρεάζει ο διευθυντής ορχήστρας τον ντράμερ, είχε σημασία να υπάρχει στη μουσική κάποιο στοιχείο και του J.K. Simmons.

Trivia

Ο πρωταγωνιστής Miles Teller παίζει ο ίδιος τα ντραμς στην ταινία. Για να ανταποκριθεί στις ανάγκες του ρόλου ο ηθοποιός, που παίζει ντραμς από τα 15 του χρόνια, έκανε μαθήματα 4 ώρες την ημέρα, 3 μέρες την εβδομάδα μέχρι το γύρισμα. Αρκετό από το αίμα που βλέπουμε στις μπαγκέτες και στα ντραμς είναι δικό του.

Για τη σκηνή με το χαστούκι ο J.K. Simmons και ο  Miles Teller έκαναν πολλές λήψεις όπου το χαστούκι είναι ψεύτικο. Στην τελευταία λήψη, αποφάσισαν το χαστούκι να είναι γνήσιο. Αυτή είναι και η λήψη που βλέπουμε στην ταινία.

Κατά τη διάρκεια των σκηνών όπου ο πρωταγωνιστής εξασκείται, ο σκηνοθέτης δεν φώναζε cut, ώστε ο Miles Teller να συνεχίσει μέχρι να εξαντληθεί.

Τι συνδέει το “Χωρίς Μέτρο” με το “Pulp Fiction”; Η λογική του soundtrack. Πρώτον γιατί είναι εξαιρετικό και δεύτερο γιατί περιέχει αποσπάσματα από διαλόγους της ταινίας που μεταφέρουν ακαριαία το κλίμα της. Ανάμεσα στις εκπληκτικές μελωδίες που ακούγονται στην ταινία θα βρείτε τα Untoit (Stan Getz), Caravan (John Wasson), Whiplash (Hank Levy).

Η ταινία γυρίστηκε σε 19 μέρες!

Η τελευταία σκηνή διαρκεί 9 λεπτά και είναι συνταρακτική.

Το Whiplash χειροκροτήθηκε επί 20 λεπτά στο «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών» στις Κάννες.

Ο J.K. Simmons έχει παίξει πιάνο στο παρελθόν, αλλά για τις ανάγκες του ρόλου χρειάστηκε να παρακολουθήσει μαθήματα.

Σε μία ταινία που λέγεται “Whiplash” δεν θα μπορούσε να μην ακούγεται το ομώνυμο κλασικό τζαζ κομμάτι του Hank Levy, του καταξιωμένου συνθέτη που έμεινε στην ιστορία  για τους περίεργους ρυθμούς των συνθέσεων του.

Το soundtrack περιλαμβάνει ένα υπέροχο ‘30s κομμάτι με τον τίτλο “When I Wake”.  Ντύνει τη σκηνή που ο πρωταγωνιστής βγαίνει το πρώτο ραντεβού με το κορίτσι που του έχει κλέψει την καρδιά. Στην πραγματικότητα, το τραγούδι γράφτηκε ειδικά για την ταινία –λόγω του χαμηλού προϋπολογισμού-  και ο συνθέτης φρόντισε να το στολίσει με όλα τα απαραίτητα σκρατς που συνοδεύουν τις παλιές ηχογραφήσεις.

Στην ταινία ακούγεται το εξωτικό “Caravan” μία από τις πιο γνωστές συνθέσεις των Duke Ellington και Juan Tizol. Δεν είναι η πρώτη φορά που το συγκεκριμένο κομμάτι ακούγεται σε ταινία, καθώς ο Woody Allen, λάτρης της τζαζ το έχει χρησιμοποιήσει στα  “Alice” και “Sweet and Lowdown”.

Συντελεστές

Σκηνοθεσια: Damien Chazelle

Σεναριο: Damien Chazelle

Παιζουν: Miles Teller, J.K. Simmons Melissa Benoist, Paul Reiser

Μουσική: Justin Hurwitz

Διεύθυνση Φωτογραφίας: Sharone Meir

Μοντάζ: Tom Cross

Διάρκεια: 106’