«Αν έστω ένας πει όχι στο βασίλειο του κακού, τότε το κακό θα υποχωρήσει και η καλοσύνη και η δικαιοσύνη θα θριαμβεύσουν». Σε αυτή τη ρομαντική αρχή πιστεύει και υποστηρίζει με σθένος η Ελένα Σεργκέγεβνα, μια ιδεαλίστρια καθηγήτρια στη Σοβιετική Ένωση της δεκαετίας του ’80. Εκείνη την εποχή η συγγραφέας Λιουντμίλα Ραζουμόβασκαγια γράφει το έργο της «Αγαπητή Ελένα», μια εποχή που οι αξίες του σοσιαλισμού είχαν δείξει σημάδια εμφανούς κατάρρευσης.

Η ιστορία μας ξεκινά όταν τέσσερις μαθητές της την επισκέπτονται στο μικρό διαμέρισμά της όπου ζει μάλλον μια μονότονη και άχαρη ζωή χωρίς εκπλήξεις φορτωμένοι με δώρα και «αγνές προθέσεις» προκειμένου να γιορτάσουν τα γενέθλιά της. Εκείνη, ανυποψίαστη και καλοπροαίρετη συγκινείται από τη χειρονομία τους και πηγαίνει στο δωμάτιο προκειμένου να φορέσει κάτι πιο κατάλληλο για την ιδιαίτερη περίσταση. Μέσα στα ελάχιστα λεπτά που θα απουσιάσει, αποκαλύπτονται οι πραγματικές προθέσεις των μαθητών: αυτό που πραγματικά θέλουν είναι να πάρουν το κλειδί για το συρτάρι μέσα στο οποίο βρίσκονται τα γραπτά τους για τις εξετάσεις εισαγωγής τους στο πανεπιστήμιο και να τα αλλάξουν με άλλα που περιέχουν τις σωστές απαντήσεις εξασφαλίζοντας έτσι τις σπουδές και το μέλλον τους.

Κι επειδή ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, η παρέα των τεσσάρων αργά και μεθοδικά ξεκινά να βάζει σε εφαρμογή το σχέδιο παραπλάνησης το οποίο περνά από όλα τα στάδια προκειμένου να φέρει το αναμενόμενο αποτέλεσμα: ξεκινούν από την επιτηδευμένη κολακεία και την προσπάθεια εξαγορασμού, προχωρούν στην ειρωνεία και τα κοροϊδευτικά γέλια για τις παρωχημένες αντιλήψεις της και φτάνουν μέχρι την ομηρία και τη συναισθηματική, λεκτική και σωματική βία. Σιγά σιγά οι τόνοι ανεβαίνουν και η παγίδα που έχουν στήσει γύρω από την καθηγήτρια βγάζει ολοένα και περισσότερα αγκάθια. Η Ελένα όμως αποδεικνύεται άξιος αντίπαλος, μία εναντίον τεσσάρων, και δεν υποχωρεί στο ελάχιστο. Ωστόσο, κάθε γενιά οφείλει να είναι πιο τολμηρή από την προηγούμενη – αυτό επιτάσσει ο νόμος της εξέλιξης – κι έτσι οι μαθητές σκληραίνουν τη στάση τους ακόμη περισσότερο. Εξάλλου γνωρίζουν ότι το πιο δύσκολο είναι να τουμπάρεις έναν κολλημένο ιδεολόγο, πόσο μάλλον όταν αυτός, όπως οι ίδιοι τουλάχιστον αποφαίνονται, πάσχει από το σύνδρομο της Αντιγόνης, όπου ο ιδεαλισμός είναι τρόπος ζωής ενώ μέσω της αντίστασης ο ιδεαλιστής εν τέλει ηρωοποιεί τον εαυτό του. Όλοι μαζί λοιπόν κι ένας ένας ξεχωριστά δοκιμάζουν να κάμψουν το ηθικό της. Είναι μόνη της, δεν περιμένει κανέναν κι έχουν όλη τη νύχτα μπροστά τους. Την κρατούν φυλακισμένη μέσα στο ίδιο της το σπίτι, στο οποίο έτσι κι αλλιώς από την πρώτη κιόλας στιγμή κινούνται με άνεση κι ευκολία σαν να τους ανήκει.

Το κείμενο περιστρέφεται γύρω από τη σύγκρουση παλαιών και νέων αξιών και το αγεφύρωτο ιδεολογικά χάσμα των γενεών. Η καινούρια αυτή γενιά, η νέα τάξη των πραγμάτων δεν πιστεύει σε κανέναν Θεό παρά μόνο σε αυτόν του κέρδους και κατηγορεί ευθέως την προηγούμενη ότι εξαιτίας της υποχρεώνεται να υποκύπτει σε ένα γραφειοκρατικό σύστημα, σε ψεύτικες ιδέες, στην προσποίηση και την υποκρισία. Είναι εύκολο να διακρίνει κανείς τις ομοιότητες της αμφισβήτησης και σύγκρουσης των ανθρωπιστικών ιδεωδών ως εθνικό αλλά και ως παγκόσμιο φαινόμενο. Η πλοκή είναι γεμάτη ανατροπές μέχρι το δραματικό φινάλε ενός πολέμου που αφήνει να πέσουν οι μάσκες κι αλλάζει για πάντα τη ζωή όλων. Δεν έχει σημασία ποιός κρατά τελικά το κλειδί στα χέρια του, αφού στο πεδίο της μάχης απομένουν μόνο ηττημένοι.

Η Ελένη Σκότη συνθέτει μια παράσταση που κορυφώνεται κλιμακωτά κρατώντας αμείωτη την προσοχή του θεατή και πλάθει ολοκληρωμένους χαρακτήρες. Αξιοσημείωτη η σκηνή της καταστροφής του φτωχικού διαμερίσματος με τη μουσική στο τέρμα, η οποία έρχεται σε αντίθεση με τη στωική στάση της Ελένας, της οποίας όμως η οργή βράζει υπογείως. Στα πλην μια δόση υπερβολής όσον αφορά τη κινησιολογία των ηθοποιών καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης η οποία αφαιρεί εν μέρει τη φυσικότητα.

Η Αριέττα Μουτούση αναλαμβάνει έναν δύσκολο και διαφορετικό ρόλο από αυτούς που μας έχει συνηθίσει και μας εκπλήσσει ευχάριστα. Καταφέρνει να περάσει ιδιαίτερα πειστικά τόσο τον εξωτερικό όσο και τον εσωτερικό κόσμο της ακέραιης προσωπικότητας της ντροπαλής, συντηρητικής Ελένας Σεργκέγεβνα που αντιστέκεται, δεν δωροδοκείται κι επιμένει να υπερασπίζεται ακόμα και με τη ζωή της αξίες όπως η τιμή και η συνείδηση. Τρέμει, παλεύει να σταθεί στα πόδια της, παίζει με τις εκφράσεις του προσώπου της που προδίδουν την εσωτερική της ένταση. Θα παραμείνει αλώβητη ακόμα κι όταν τη χτυπήσουν εκεί που πονάει πιο πολύ: της δίνουν την υπόσχεση ότι η μητέρα της που βρίσκεται στο νοσοκομείο θα έχει τη δυνατότητα να δει έναν κορυφαίο γιατρό χάρη στις γνωριμίες του ενός από τους μαθητές. Όταν κάποτε κι εκείνη εκρήγνυται, βλέπει καθαρά και σχεδόν συγκλονισμένη ότι πάντα υπάρχουν άνθρωποι που επιδιώκουν την ευημερία μέσα από τη χυδαιότητα και μικροαστοί που από βαρεμάρα και μόνο ρίχνουν όλη την ευθύνη στην κοινωνία.

Ο Βαλόντια – Γιάννης Λεάκος είναι ο ηθικός αλλά και πρακτικός αυτουργός μιας τραγωδίας που φτάνει στα άκρα. Δεν διστάζει να θυσιάσει τον ένα για χάρη του συνόλου, εξουσιάζει τους πάντες με ψέματα και εκβιασμούς χρησιμοποιώντας τους ακόμα και ως πειραματόζωα. Φιλοδοξεί να γίνει διπλωμάτης, είναι ο πιο κυνικός και διαστροφικός από όλους, έτοιμος να αναλάβει οποιοδήποτε ρίσκο για την εξουσία και την ηδονή του να κρατά στα χέρια του τη ζωή των άλλων. Ο Γ. Λεάκος αλωνίζει με αυτοπεποίθηση και άνεση τη σκηνή και πετυχαίνει το ζητούμενο που δεν είναι άλλο από το να μας προκαλέσει αισθήματα αντιπάθειας.

Ο Δημήτρης Σαμόλης αποδίδει σωστά τις ψυχολογικές και συμπεριφοριστικές μεταπτώσεις που διέπουν την ασταθή προσωπικότητα του Πάβελ, ενός ιδεολόγου που παλεύει με νύχια και με δόντια για μια θέση στο πανεπιστήμιο. Αγαπά τον Ντοστογιέφσκι και τον προβάλλει μάλιστα στην επιχειρηματολογία του στη λεκτική αναμέτρηση με την Ελένα, μέχρι το τέλος όμως αποδεικνύεται το επιφανειακό και αδύναμο του χαρακτήρα του.

Ο Χρήστος Κοντογεώργης είναι συγκινητικός ως Βίτια με προοπτική όμως κάπως περισσότερου συναισθήματος στη σκηνή της προσωπικής του εξομολόγησης υπό την επήρεια του αλκοόλ, ενώ προσθέτει κωμικές πινελιές που αποφορτίζουν την ατμόσφαιρα. Δυναμικός κι εύστοχος προς το τέλος, όπου φαίνεται η κρυμμένη ανθρωπιά και τόλμη του καθώς είναι ο μόνος που υψώνει το ανάστημά του απέναντι στον δυνάστη Βαλόντια.

Η Λιάλια είναι η πρώτη που φαίνεται να νιώθει τύψεις για το όλο εγχείρημα. Ονειρεύεται να ζήσει ζωή χαρισάμενη και ανάγει το ντύσιμο διαβατήριο για μια καλύτερη ζωή. Ομολογεί ωμά ότι η προηγούμενη γενιά πάλευε απλώς για να ζήσει, η δική της πλέον παλεύει για να ζήσει καλά. Η Ηρώ Πεκτέση αρχικά κυμαίνεται σε χαμηλούς τόνους, αποδίδει όμως με αμεσότητα και ειλικρίνεια τις στιγμές που μετατρέπεται σε «δόλωμα» και μέσο εκβιασμού της καθηγήτριας καθώς και την τελευταία σκηνή της ολοκληρωτικής μεταστροφής της.

Οι φωτισμοί του Αντώνη Παναγιωτόπουλου συμβάλλουν καίρια στην εναλλαγή των σκηνών και της ψυχολογίας των πρωταγωνιστών.

Τέλος, δεν θα μπορούσε να μην γίνει αναφορά στην εξαιρετική μετάφραση των Βικτώρια και Ειρήνη Χαραλαμπίδου, η οποία συμβαδίζει άψογα με το κλίμα της παράστασης στο σύνολό της.

Συνολικά πρόκειται για ένα δυνατό έργο με στοιχεία ψυχολογικού θρίλερ που σε στιγμές θυμίζει κινηματογραφική ταινία, απευθύνεται σε όλες τις ηλικίες, προβληματίζει αλλά και απαντά σε διαχρονικά ζητήματα.

 


*Η Ομάδα Νάμα παρουσιάζει τη φετινή θεατρική περίοδο, στην Κεντρική Σκηνή του Επί Κολωνώ, την «Αγαπητή Ελένα» της Λουντμίλα Ραζουμόβσκαγια. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ