Λόγω των Εθνικών Εκλογών μεταφέρονται οι δύο πρώτες παραστάσεις της παραγωγής Τριστάνος και Ιζόλδη. Οι νέες ημερομηνίες των παραστάσεων είναι: 21, 28, 31 Ιανουαρίου & 4 Φεβρουαρίου 2015.

Οι θεατές που έχουν αγοράσει εισιτήρια για τις παραστάσεις της 23ης και 27ης Ιανουαρίου, οι οποίες μεταφέρονται στις 21 & 28 αντιστοίχως, θα ενημερωθούν τηλεφωνικά από τα ταμεία και θα τους δοθεί η δυνατότητα είτε να μεταφέρουν τα εισιτήρια τους, είτε να τα ακυρώσουν και να λάβουν τα χρήματα τους πίσω.

Το μουσικό γεγονός της χρονιάς, η πρώτη πανελλήνια σκηνική παρουσίαση της όπερας του Βάγκνερ Τριστάνος και Ιζόλδη – του “απόλυτου έργου τέχνης”, έρχεται στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στις 21 Ιανουαρίου 2015 και για τέσσερις μόνο παραστάσεις.

Πρόκειται για μια νέα μεγαλειώδη παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, η οποία για πρώτη φορά στην 75χρονη ιστορία της, θα αναμετρηθεί με το έργο ορόσημο της μουσικής ιστορίας, το οποίο σηματοδότησε την αρχή του ύστερου μουσικού ρομαντισμού.

Την Ορχήστρα και την Χορωδία της ΕΛΣ θα διευθύνει ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Οργανισμού, Μύρων Μιχαηλίδης, την σκηνοθεσία υπογράφει ο διεθνής Έλληνας της όπερας Γιάννης Κόκκος, ενώ πρωταγωνιστούν Μονωδοί διεθνούς ακτινοβολίας.

Ο Τριστάνος και Ιζόλδη, είναι ένα έργο πυρετώδους συναισθηματικής φόρτισης, το οποίο με τις καινοτομίες της αρμονίας και τον πλούτο της γραφής του, άλλαξε δια παντός την ιστορία της μουσικής. Η σύνθεση του έργου ολοκληρώθηκε ανάμεσα στο 1857 και το 1859, ενώ η πρεμιέρα του δόθηκε στο Μόναχο το 1865.

Ο Βάγκνερ το έγραψε επηρεαζόμενος από το έργο του σπουδαίου φιλοσόφου Άρθουρ Σοπενχάουερ, αλλά και από την έντονα συναισθηματική του σχέση με την Ματθίλδη Βέζεντονκ. Ενδεικτικό της σημασίας του έργου είναι ότι επηρέασε -άμεσα ή έμμεσα-, όχι μόνο σπουδαίους συνθέτες της δυτικής μουσικής, όπως τους Μάλερ, Ρίχαρντ Στράους, Μπρίττεν, Ντεμπυσσύ, Ραβέλ, Στραβίνσκι κ.ά., αλλά και φιλοσόφους όπως ο Νίτσε,  λογοτέχνες όπως ο Τόμας Μαν, συμβολιστές ποιητές του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου, αλλά ακόμα και σύγχρονους κινηματογραφιστές όπως ο Λαρς Φον Τρίερ.

Όπως σε όλα τα έργα του Ρίχαρντ Βάγκνερ, το κείμενο του είναι του ίδιου και βασίζεται σε μύθο πιθανώς κελτικής προέλευσης. Η πλοκή αφορά τον έρωτα του ιππότη Τριστάνου για την ιρλανδή πριγκίπισσα Ιζόλδη, την οποία φέρνει ως νύφη στο θείο του βασιλιά Μάρκο της Κορνουάλης. Κατά το ταξίδι της επιστροφής στο πλοίο, με αφορμή ένα μαγικό ποτό, Τριστάνος και Ιζόλδη εξομολογούνται τον έρωτά τους. Στην Κορνουάλη, κατά την απουσία του βασιλιά σε κυνήγι, συναντιούνται ερωτικά. Ο Μάρκος τους βρίσκει μαζί και σε συμπλοκή που ακολουθεί ο Τριστάνος τραυματίζεται θανάσιμα. Μεταφέρεται στον πύργο του στη Βρετάνη, όπου παραληρεί. Όταν η Ιζόλδη φτάνει κοντά του είναι πια αργά: ο Τριστάνος ξεψυχά στα χέρια της και εκείνη τον ακολουθεί καθώς οραματίζεται την παντοτινή ένωση μαζί του.

Για πρώτη φορά ελληνικά μουσικά σύνολα -η Ορχήστρα και η Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής-, υπό τον αρχιμουσικό Μύρωνα Μιχαηλίδη θα ερμηνεύσουν ένα τέτοιο έργο ύψιστων απαιτήσεων, του οποίου η πλαστική ρευστότητα της μορφής το καθιστά ένα από τα πιο δύσκολα του ρεπερτορίου.

Ο διακεκριμένος έλληνας σκηνοθέτης – σκηνογράφος Γιάννης Κόκκος με έδρα του το Παρίσι, ο οποίος υπογράφει τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τα κοστούμια, σημειώνει: “Σε όλα τα έργα του παρελθόντος τίθεται η προβληματική των τριών χρόνων:  της εποχής στην οποία ο συνθέτης/λιμπρετίστας τοποθετεί τη δράση, της εποχής στην οποία γράφηκε ή συντέθηκε το έργο μαζί με το ιστορικό της υπόβαθρο και, τέλος, της δικής μας εποχής, στην οποία υποδεχόμαστε το έργο. Πάνω στη σκηνή οι τρεις εποχές πρέπει να μπορούν να συνυπάρχουν μέσα από μία μορφή που θα εφευρεθεί. Εάν ευνοήσει κανείς μία όψη σε σχέση με τις άλλες δύο, περιορίζει την πρόσληψη του έργου. Επιχειρώ να ενώσω τα στοιχεία αυτά, προκειμένου να δημιουργηθεί μία αισθητική αποτελούμενη από τα τρία στοιχεία χρόνου στο πλαίσιο μιας μορφής, η οποία εκπλήσσει και ταυτόχρονα είναι προφανής. Για τον Τριστάνο οι τρεις εποχές συνυπάρχουν ταυτόχρονα σε όλα τα στοιχεία της παράστασης, στο σκηνικό χώρο, στα κοστούμια και στην κίνηση των ερμηνευτών. Ξαναβρίσκει κανείς τον απόηχο περασμένων χρόνων, ίχνη της φύσης, λάμψη από πανοπλίες, αντανακλάσεις νερού και έναν αριθμό από αναφορές που ανήκουν στο σημερινό κόσμο. (…) O Βάγκνερ δεν συνέθεσε συνειδητά ένα ψυχόδραμα, αλλά εργάστηκε βασισμένος σε βαθιά γνώση των συμβόλων και ως προς αυτό ο Τριστάνος πλησιάζει περισσότερο τη μυθολογική ανάλυση του Γιουνγκ [Jung] παρά του Φρόυντ [Freud]. Ο Βάγκνερ δημιουργεί μία καθαρή, λιτή μορφή του μύθου του Τριστάνου, αφαιρώντας όλα τα περιττά στοιχεία της ιστορίας, αφήνοντας μόνο την ουσία του θρύλου. Συνέγραψε το ποίημά του με τον ίδιο τρόπο: Δεν υπάρχει λέξη παραπάνω απ’ όσες απαιτούνται, ούτε καν στον υπέροχο μακρύ μονόλογο του βασιλιά Μάρκου!

Επιθυμώ να κρατήσω αυτή την πυκνότητα των εικόνων, διατηρώντας μία ισορροπία ανάμεσα σε αφαίρεση και ρεαλισμό. Ο Βάγκνερ είναι επίσης οραματιστής και θα επιχειρήσω να δώσω τόσο μία μινιμαλιστική όσο και μία μεγάλων διαστάσεων έκφραση σε αυτή την όψη. Η παράσταση δεν θα είναι μινιμαλιστική, εκτός από το γεγονός ότι θα εργαστώ μονάχα με εκείνα τα στοιχεία τα οποία θεωρώ απαραίτητα προκειμένου να αφηγηθώ την ιστορία, αφήνοντας χώρο στη φαντασία. Ο κόσμος του Τριστάνου είναι εσωτερικός, ένας κόσμος που βρίσκεται μέσα στο κεφάλι, ένας κόσμος σκοτεινών διαισθήσεων. Ο Βάγκνερ αγαπούσε τον αρχαιοελληνικό κόσμο κι εγώ θα προσπαθήσω να ανακαλύψω το σκοτάδι και τη βία πίσω από τη σαφήνεια, το παράλογο πίσω από το λογικό. Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα πράγματα στην ελληνική φιλοσοφία και το πνεύμα – σύγχρονο, ταυτόχρονα και αρχαίο. Ο Βάγκνερ διέθετε βαθιά κατανόηση της ελληνικής τραγωδίας, ωστόσο με εντυπωσίασε εξίσου ο τρόπος με τον οποίο η ποίησή του έχει επίσης τη δομή έργων του Ρακίνα [Racine]: ορισμένα τμήματα μοιάζουν με τη Φαίδρα [Phèdre]!

Παραδόξως, η δομή της υπόθεσης είναι πλησιέστερη στον Ρακίνα παρά στους Έλληνες. Διαβάζω το συγκεκριμένο έργο ως τραγωδία του φωτός και του σκότους, το αντίστροφο από το μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης. Παρουσιάζοντας το έργο στη σκηνή είναι σημαντικό να έχει κανείς την αντίθεση ανάμεσα στο φως της ημέρας στην Α’ Πράξη και στη νύχτα της ψευδαίσθησης στη Β’ Πράξη. Το φως της Γ’ Πράξης σηματοδοτεί τη διάλυση της ψευδαίσθησης. Όταν επιστρέφει η Ιζόλδη, αρχικά φέρνει τη σκοτάδι αλλά στη συνέχεια φέρνει το φως, και φέρνοντας το φως προδίδει τον Τριστάνο. Τη δεύτερη φορά έρχεται για να τον θεραπεύσει, όμως μπορεί να τον θεραπεύσει μονάχα στο σκοτάδι και αντ’ αυτού η Ιζόλδη εισέρχεται στο φως της δικής της εξαΰλωσης. Το φως είναι η αλήθεια και στο τέλος εκείνη γίνεται το φως. Το τέλος της όπερας είναι το τέλος των ψευδαισθήσεων. Η εξαΰλωση είναι ο έρωτας, η ένωση στο θάνατο, που αφήνει πίσω εκείνους τους θνητούς που δεν έχουν αγαπηθεί. Κάπου, πεθαίνοντας, ο Κούρβεναλ έχει μια ελπίδα. Ο Μάρκος μένει σε απόλυτη απόγνωση”.

Τους πρωταγωνιστικούς ρόλους, οι οποίοι θεωρούνται από τους πιο απαιτητικούς και δύσκολους του ρεπερτορίου, ερμηνεύουν διεθνώς αναγνωρισμένοι Μονωδοί.

Ο γερμανός τενόρος Τόρστεν Κερλ, ο οποίος θα ερμηνεύσει τον ρόλο του Τριστάνου, έχει σημειώσει μια λαμπρή πορεία στα σημαντικότερα λυρικά θέατρα του κόσμου σε Βιέννη, Νέα Υόρκη, Τόκιο, Μιλάνο, Βερολίνο, Λονδίνο, Δρέσδη, Αμβούργο, Γένοβα, Φλωρεντία, Όσλο, Ζυρίχη, Κολωνία, Αμβέρσα κ.ά. και θεωρείται ως ο πιο περιζήτητος «ηρωικός τενόρος» διεθνώς. Το ρεπερτόριό του επικεντρώνεται κυρίως στους πρωταγωνιστικούς ήρωες των βαγκνερικών αριστουργημάτων (Έρικ,  Λόενγκριν, Πάρσιφαλ, Τάνχωυζερ, Τριστάνος, Ζήγκφρηντ κ.ά.). Έχοντας συνεργαστεί με κορυφαίους μαέστρους και με πλούσια δισκογραφία στο ενεργητικό του, το 2000 κέρδισε βραβείο Grammy.

Στον ρόλο της Ιζόλδης η κορυφαία Δανέζα σοπράνο Αν Πέτερσεν, η οποία έχει εισπράξει τις αποθεωτικές κριτικές του διεθνή τύπου ως «ιδανική Ιζόλδη». Η θεαματική της πορεία περιλαμβάνει επιτυχημένες εμφανίσεις σε σπουδαία λυρικά θέατρα όπως η Σκάλα του Μιλάνου, η Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, η Όπερα του Παρισιού κ.ά. Στον συγκεκριμένο ρόλο πραγματοποίησε το θεαματικό ντεμπούτο της τον Απρίλιο του 2011 στην Όπερα της Λυών σε μια «θρυλική» παραγωγή όπου τη σκηνοθεσία κρατούσε η ανατρεπτική ομάδα των -γνώριμων στο ελληνικό κοινό- καταλανών Λα Φούρα ντελ Μπάους. Τον Απρίλιο του 2015 θα ερμηνεύσει την Ελίζαμπεθ στον Τάνχωυζερ στην Κρατική Όπερα του Βερολίνου, μια παραγωγή ήδη sold out, σε σκηνοθεσία της ιέρειας του μοντέρνου χορού Σάσα Βαλτς και σε μουσική διεύθυνση του διάσημου αρχιμουσικού Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ, με τον οποίο έχει μακροχρόνια συνεργασία.

H σουηδέζα Καταρίνα Νταλάυμαν, η οποία θα ερμηνεύσει τον ρόλο της Μπρανγκαίνε, θεωρείται αυτή τη στιγμή ως μία από τις πιο απαιτητικές δραματικές σοπράνο στο παγκόσμιο οπερατικό στερέωμα, με ειδίκευση στον Βάγκνερ και στον Στράους. Έχει ερμηνεύσει επανειλημμένως και με αξιοσημείωτη επιτυχία την Κούντρι στον Πάρσιφαλ, την Ελίζαμπεθ στον Τάνχωυζερ, την Εύα στους Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης, την Αριάδνη στην Αριάδνη στη Νάξο, την Ιζόλδη όπως και τους ομώνυμους ρόλους στην Ηλέκτρα και τη Σαλώμη, στα σημαντικότερα λυρικά θέατρα του κόσμου.

Η πλούσια καριέρα του γερμανού βαρύτονου Ράινχαρτ Χάγκεν, ο οποίος θα ερμηνεύσει τον Βασιλιά Μάρκο, περιλαμβάνει πολυάριθμες  βραβεύσεις και εμφανίσεις σε σημαντικά διεθνή μουσικά φεστιβάλ και κορυφαίες όπερες από το Κόβεντ Γκάρντεν, το Βερολίνο, το Λισέου της Βαρκελώνης, την Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης κ.ά. Μερικοί από τους διακεκριμένους μαέστρους με τους οποίους έχει συνεργαστεί είναι οι Λόριν Μααζέλ, Κλάουντιο Αμπάντο, σερ Σάιμον Ρατλ, σερ Νέβιλ Μάρινερ, Κουρτ Μαζούρ, Σέιζι Οζάουα κ.ά.

Μουσική διεύθυνση: Μύρων Μιχαηλίδης
Σκηνοθεσία – σκηνικά – κοστούμια: Γιάννης Κόκκος
Καλλιτεχνική συνεργάτιδα, δραματουργία: Αν Μπλανκάρ

Σχεδιασμός βιντεοπροβολών: Eρίκ Ντυραντώ
Φωτισμοί: Μίχαελ Μπάουερ
Διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος


Τριστάνος: Τόρστεν Κερλ  
Βασιλιάς Μάρκος: Ράινχαρτ Χάγκεν  
Ιζόλδη: Αν Πέτερσεν  
Κούρβεναλ: θ.α.
Μέλοτ: Χαράλαμπος Αλεξανδρόπουλος
Μπρανγκαίνε: Καταρίνα Νταλάυμαν  
Βοσκός: Νίκος Στεφάνου  
Καπετάνιος: Κωστής Ρασιδάκης
Ναύτης: Αντώνης Κορωναίος

Συμμετέχουν η Ορχήστρα και η Χορωδία της ΕΛΣ