«Στα κόμικς σου δεν συμβαίνουν ποτέ τέτοια πράγματα…»

«Γι’ αυτό μ’ αρέσουν!»

Πράγματα που αφήνουν αγιάτρευτες πληγές, όπως η μοναξιά και η εγκατάλειψη από τα πιο αγαπημένα πρόσωπα, η δίχως νόημα ζωή, η άδικη απώλεια ενός παιδιού.

Από την Σωτηρία Κακαγιά 


Η Χρυσούλα Διαβάτη είναι μια ιδιότροπη ηλικιωμένη γυναίκα που ζει μόνη της. Μοναδική της αγάπη κι ασχολία είναι η πολύτιμη συλλογή κόμικς την οποία διατηρεί χρόνια ολόκληρα και την προσέχει σαν τα μάτια της. Με σχεδόν εμμονική μανία θέλει να βρίσκονται όλα τα τεύχη στη σωστή σειρά και δεν επιτρέπει να τα αγγίξει κανείς άλλος. Δεν είναι όμως μόνο η συντροφιά της, είναι εκείνα τα μικροπράγματα, εκείνες οι «βλακείες» που την κρατούν ακόμα σ’ αυτή τη ζωή, όπως άλλωστε συμβαίνει και σε πολλούς από εμάς.

Η ρουτίνα της καθημερινότητάς της ανατρέπεται όταν δέχεται την απρόσμενη επίσκεψη μιας γυναίκας αρκετά μικρότερης ύστερα από επιμονή της κόρης της, προκειμένου να καθαρίζει και να φροντίζει το σπίτι της. Θεωρώντας ότι η κόρη της την προσέλαβε σκόπιμα για να την κατασκοπεύει, η συνύπαρξή τους αρχικά θα είναι πολύ δύσκολη με προσβολές και υπονοούμενα κι από τις δυο πλευρές. Σταδιακά, εκείνη θα κάνει το πρώτο βήμα προσέγγισης ξεκινώντας να αναπολεί τα νιάτα της. Λαχταρά να γυρίσει πάλι στο κοριτσάκι που ήταν παλιά, τότε που δεν έχανε ευκαιρία να διαδηλώνει με τις φεμινίστριες αφήνοντας συνθήματα στους δρόμους έτσι, μόνο και μόνο για να μπει στο μάτι των συντηρητικών.

Έκτοτε η ζωή της κατάντησε βαρετή και μονότονη, ποτέ δεν ένιωσε να έχει τον έλεγχο, να είναι αυτή η πρωταγωνίστρια. Έχει δυο παιδιά που είναι μονίμως απασχολημένα και δεν την βλέπουν σχεδόν καθόλου. Είναι μοναχική και ξεκομμένη απ’ όλους, δεν υπάρχουν ούτε φίλες ούτε γειτόνισσες για να μοιραστεί μια κουβέντα μαζί τους. Μοναδική της χαρά η βόλτα στα παλαιοπωλεία κάθε Κυριακή ψάχνοντας για το τελευταίο τεύχος που θα συμπληρώσει τη συλλογή της και το όνειρο για ένα ταξίδι στο Παρίσι. Δεν έχει ανάγκη από λύπηση, προβάλει ξανά και ξανά το πόσο καλά τα καταφέρνει και πόσο δεν έχει ανάγκη από κανέναν, στην πραγματικότητα όμως τρέμει μήπως έχει την ίδια τύχη με τη μητέρα της που πέθανε από Αλτσχάιμερ κλεισμένη μέσα σε ένα ίδρυμα.

Από την άλλη πλευρά, η νεαρή κοπέλα δεν ανοίγεται εύκολα, φαίνεται σαν να κρύβει κάποιο θλιβερό μυστικό. Στο δεύτερο μέρος της παράστασης οι ρόλοι αντιστρέφονται και η λογική και συγκρατημένη Θάλεια Ματίκα φανερώνει πόσο βαθιά τραυματισμένη είναι. Η συγκλονιστική σκηνή της αποκάλυψης για τον χαμό του παιδιού της είναι η αιτία που τη σημάδεψε για πάντα. Από τότε δεν μπόρεσε να ξαναδούλεψει, δεν άντεχε να ξαναπλησιάσει άντρα, βυθίστηκε σε έναν βάλτο ατελείωτου πόνου κι εν τέλει εγκατέλειψε το σχολείο στο οποίο δίδασκε μέχρι τότε.

Τώρα λοιπόν που βγήκαν όλα στο φως, οι δυο τους βρίσκουν κάτι κοινό να τις ενώνει: νιώθουν άδειες, απελπισμένες, εγκαταλελειμμένες. Δεν έχουν κανένα κίνητρο για να παραμείνουν στη ζωή, το μόνο που θέλουν είναι να λυτρωθούν, να μην νιώθουν πια ούτε άγχος ούτε αγωνία. Τώρα ο λόγος πέφτει σ’ αυτές, εκείνες θα αποφασίσουν πώς θα «χορέψουν τον τελευταίο τους χορό», πώς θα κάνουν το τελευταίο τους ταξίδι. Σε αυτό το σημείο το μαύρο χιούμορ αποφορτίζει αρκετά τη σκηνή του τέλους, ωστόσο, ενέχει μια δόση υπερβολής που επισκιάζει ως ένα βαθμό την τραγικότητά του ενώ η ίδια η απόφαση για την απονενοημένη πράξη φαίνεται να λαμβάνεται από τις δυο ηρωίδες μάλλον με ευκολία.

Η Χρυσούλα Διαβάτη διαθέτοντας πλούσια θεατρική εμπειρία αποτυπώνει έξοχα κινησιολογικά και ερμηνευτικά τόσο τον εξωτερικό όσο κι εσωτερικό κόσμο της «ξινής» αλλά και συνάμα τρυφερής και δοτικής ηλικιωμένης. Εναλλάσσει με μαεστρία τα συναισθήματα που ξεκινούν από την πίκρα, τον θυμό και την απελπισία και φτάνουν μέχρι την αποφασιστικότητα, την ευαισθησία, τον ρομαντισμό και την ανθρωπιά.

Δίπλα της η Θάλεια Ματίκα αποδεικνύεται αντάξια παρτενέρ της αποτυπώνοντας μια σφιγμένη, απόμακρη και άκαμπτη προσωπικότητα αρχικά και στη συνέχεια πετυχαίνοντας την κορύφωση τη στιγμή της αποκάλυψης.

Η σκηνοθεσία του Τάσου Ιορδανίδη είναι απλή κι αναμενόμενη, ωστόσο καταφέρνει να αναδείξει ολοκληρωμένους χαρακτήρες και να τονίσει μέσα από το χιούμορ τη δραματική υπόσταση των χαρακτήρων του.

Ο συγγραφέας Ζουζέπ Μαρία Μπενέτ Ζουρνέτ έγραψε το έργο το 2008 κι απέσπασε βραβείο Max καλύτερου έργου και παράστασης το 2012. Η ιστορία του θυμίζει έντονα την αντίστοιχη του «κάθε Πέμπτη κύριε Γκρην» του Τζεφ Μπάρον, με διαφορά το εκ διαμέτρου αντίθετο τέλος και τη νίκη της ζωής πάνω στον θάνατο.

Ένας χορός για δύο λοιπόν υπό τους ήχους του Φρανκ Σινάτρα και του Ρόμπι Γουίλιαμς και μια παράσταση στην οποία το κωμικό με το τραγικό μπλέκονται συνεχώς και αδιάλυτα. Μια παράσταση που ανεβαίνει για πρώτη φορά σε ελληνική σκηνή και που αξίζει να την απολαύσει κανείς και κυρίως το γυναικείο κοινό το οποίο θα βρει αρκετούς λόγους για να ταυτιστεί με τις δύο πρωταγωνίστριες.

*Η παράσταση «Δυο γυναίκες χορεύουν», με τις Χρυσούλα Διαβάτη και Θάλεια Ματίκα, παρουσιάζεται σε ένα από τα ατμοσφαιρικότερα θέατρα της Αθήνας, το θέατρο Ιλίσια – Βολανάκης. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ