Στην Αθήνα του 2088 οι άνθρωποι μένουν σε πανομοιότυπα σπίτια-κλουβιά, κάνουν συντονισμένες κινήσεις, ξυπνούν από τον ίδιο εφιάλτη, ψιθυρίζουν τις ίδιες λέξεις…

Κάπως έτσι ξεκινά το έργο «Μπετονένια παραλία» του Βασίλη Μαυρογεωργίου που ανεβαίνει για δεύτερη χρονιά στο Skrow Theater στο Παγκράτι, βάζοντάς μας δυναμικά από την πρώτη κιόλας στιγμή στο κλίμα της πόλης στο μακρινό μέλλον.

Η Ακρόπολη είναι νησί και η πλατεία Ομονοίας έχει αντικατασταθεί από μια μπετονένια παραλία. Γιατί μπετονένια; Η πιο αυτονόητη απάντηση θα ήταν γιατί το φυσικό περιβάλλον έχει καταστραφεί από την ανθρώπινη αδηφαγία. Υπάρχει όμως κι ένας άλλος συμβολισμός: το μπετόν είναι οι άνθρωποι που έχουν σκληρύνει, έχουν γίνει συμπαγείς και αποτελούν τον βράχο πάνω στον οποίο στηρίζεται η κοινωνία έτσι όπως έχει πλέον διαμορφωθεί.

Στην καθημερινή ζωή τα πάντα είναι αυτοματοποιημένα, ακόμα και οι πιο απλές κι αυτονόητες κινήσεις όπως το χτένισμα, το ξύρισμα, η οδήγηση. Η ανθρώπινη επαφή έχει υποβαθμιστεί τόσο πολύ που δεν είναι καν απαραίτητη. Υπάρχει η γυναίκα-ρομπότ, προγραμματισμένη και πρόθυμη να εκτελέσει τις σεξουαλικές φαντασιώσεις του αγοραστή της. Όλοι ακολουθούν μαζικά μια βαρετή κι επαναλαμβανόμενη διαδρομή πιστεύοντας ότι «οι καλύτεροι απόγονοι είναι αυτοί που συνεχίζουν τις ίδιες πορείες».

Ο αρχηγός έχει ονομάσει τον εαυτό του Αλέκτορα, αφού όπως ο ίδιος διακηρύσσει, οι άνθρωποι χρειάζονται έναν αρχηγό για να τους προστατεύει και να τους αφυπνίζει όπως ακριβώς συμβαίνει και στα ζώα. Αλέκτωρ φυσικά είναι μόνο κατ’ όνομα, γιατί μέσα στον απολυταρχικό και ασφυκτικό κλοιό που έχει δημιουργήσει κρατά αλυσοδεμένα και φοβισμένα υποκείμενα-ανθρώπους χωρίς καμία βούληση και προσωπικότητα που έχουν μία και μοναδική υπέρτατη αξία: τη χρησιμότητα.

Η πολιτεία χορηγεί σε όλους καθημερινά ένα χάπι που διατηρεί την ανθρώπινη υπόστασή τους. Σε όποιον δεν υπακούσει ή πάψει να είναι χρήσιμος, σταματά να του δίνει το χάπι και τον καταδικάζει σε γενετικό υποβιβασμό: ο άνθρωπος εκφυλίζεται και μετατρέπεται σιγά σιγά σε ποντίκι, σκύλο ή οποιοδήποτε άλλο ζώο, διαφορετικό κάθε φορά.

Φόβο όμως δεν έχουν μόνο οι υποταγμένοι. Έχουν και τα ίδια τα απολυταρχικά καθεστώτα που παρακολουθούν τους πάντες και καταδικάζουν σε θάνατο οποιονδήποτε τολμήσει να τα αμφισβητήσει.

Μέσα σ’ αυτό το δυσοίωνο κλίμα γνωρίζουμε τον Μηνά, τον κεντρικό χαρακτήρα του έργου, τον οποίο ερμηνεύει εξαιρετικά ο Β. Μαυρογεωργίου. Ο Μηνάς μοιάζει να μην ανήκει στην εποχή που γεννήθηκε. Θέλει να είναι διαφορετικός, να επαναστατήσει, να σπάσει τα αόρατα δεσμά και να ακολουθήσει τον δικό του δρόμο. Στη σκηνή της ανάκρισης απαντά με ειλικρίνεια ότι «δεν δένεται με τα αντικείμενα, δένεται με τους άλλους γύρω του». Αρχικά μοιάζει αφελής και παθητικός, αλλά τελικά αποδεικνύεται ο γενναιότερος όλων, αφού δέχεται να πληρώσει το ακριβό τίμημα της επιλογής του.

Οι υπόλοιποι συντελεστές (Κατερίνα Μαυρογεώργη, Δανάη Επιθυμιάδη, Σεραφείμ Ράδης) δίνουν επίσης πολύ εύστοχες ερμηνείες πετυχαίνοντας την εναλλαγή πολλών ρόλων τόσο σωματικά όσο και με τη χροιά της φωνής τους και πλάθοντας ευδιάκριτα διαφορετικούς χαρακτήρες.

Ο Β. Μαυρογεωργίου διανθίζει το έργο του με μοτίβα γνώριμα στην ελληνική κοινωνία και νοοτροπία: ο πρωταγωνιστής δωροδοκεί τον ιδιοκτήτη για να αγοράσει ένα διαμέρισμα μεγαλύτερο από αυτό που του αντιστοιχεί ενώ οι γονείς του δίνουν αγώνα για να τον πείσουν να μην αφήσει την υψηλόβαθμη θέση του χαράσσοντας τη δική του πορεία. Σε αυτό το σημείο απολαυστικό είναι το εύρημα με τα βιντεοκορμιά των δύο γονιών μέσω του οποίου αναδεικνύεται το πόσο έχει χαθεί η άμεση επαφή κι επικοινωνία. Κωμική νότα αποτελεί και η σκηνή με τη ρομποτική γυναίκα, χιουμοριστικά ερμηνευμένη από τη Δανάη Επιθυμιάδη.

Το τέλος των δύο ηρώων δεν δίνεται ξεκάθαρα. Η διττή ερμηνεία αφήνεται στην κρίση του θεατή. Ωστόσο, μένει μια αίσθηση ότι η τελική λύση έρχεται κάπως βιαστικά και απότομα.

Η σκηνοθεσία ακολουθεί γρήγορους ρυθμούς και οι σκηνές εναλλάσσονται με ταχύτητα. Καίρια η συμβολή του φωτισμού (Στέλλα Κάλτσου) που αφήνει τους χαρακτήρες να κινούνται άλλοτε στο απόλυτο σκοτάδι κι άλλοτε στο ημίφως. Ταιριαστή και η μουσική του Φοίβου Δεληβοριά. Σε γενικές γραμμές, η παράσταση ισορροπεί ανάμεσα στο χιούμορ και τον σουρεαλισμό και δίνει τροφή για προβληματισμό χωρίς να κουράζει και χωρίς να βαραίνει ψυχολογικά τον θεατή.

Παρ’ όλο που συνήθως τα φουτουριστικά έργα είναι απαισιόδοξα, η ιστορία μας αποπνέει αέρα αισιοδοξίας. Πάντα θα υπάρχουν κάποιοι, έστω και λίγοι, που θα πηγαίνουν κόντρα στην εποχή τους, δεν θα ακολουθούν το ρεύμα και θα ονειρεύονται ένα πιο ανθρώπινο μέλλον. «Οι κοινωνίες είναι κι αυτές θνητές όπως οι άνθρωποι. Πεθαίνουν κι αφήνουν πίσω τους ερείπια». Πάνω σ’ αυτά τα ερείπια, η δυνατότητα αλλαγής ακόμα κι αν όλα ξαναρχίσουν από το μηδέν, αποτελεί μια πραγματικότητα.

*Το Skrow Theater παρουσιάζει για δεύτερη χρονιά, το έργο του Βασίλη Μαυρογεωργίου με τίτλο «Μπετονένια παραλία». ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ