Ένα από τα πιο κλασικά και δημοφιλή έργα του οπερατικού ρεπερτορίου, η συγκλονιστική Μποέμ του Πουτσίνι θα παρουσιαστεί κατά τη διάρκεια της Χριστουγεννιάτικης περιόδου στο θέατρο Ολύμπια.

Η Εθνική Λυρική Σκηνή επιστρέφει σε μία από τις παλαιότερες παραγωγές της που αγαπήθηκαν από το κοινό, τη Μποέμ, στη εκδοχή της από τη διάσημη Ιταλίδα σκηνοθέτρια Λίνα Βερτμύλλερ, σε μουσική διεύθυνση Λουκά Καρυτινού με ένα εξαιρετικό καστ πρωταγωνιστών.

Εικόνες που μοιάζουν βγαλμένες από νοσταλγικές καρτ-ποστάλ γεμάτες χρώμα, με σκηνικά και κοστούμια εμπνευσμένα από το Παρίσι του Τουλούζ-Λωτρέκ, θα ζωντανέψουν και πάλι στο Θέατρο Ολύμπια. Η υπόθεση αφορά τον έρωτα ανάμεσα στον ποιητή Ροντόλφο και στη ράφτρα Μιμή με φόντο το παγωμένο Χριστουγεννιάτικο Παρίσι, από τη στιγμή που συναντιούνται έως το θάνατο της κοπέλας από φυματίωση.

Όχι άδικα, η Μποέμ θεωρείται μια όπερα για τους νέους και γι’ αυτούς που μένουν πάντα νέοι, και συνδυάζει υπέροχο θέαμα, συγκινητική ιστορία, ακραία συναισθήματα και μοναδική μουσική. Πολλοί φίλοι της όπερας τη θεωρούν το πιο κατάλληλο έργο για να γνωρίσει και να αγαπήσει ένας νέος θεατής το λυρικό θέατρο. Ο Πουτσίνι με την μουσική του περιγράφει, μεταφέροντας με τρόπο συγκλονιστικό στον θεατή, όλη την παλέτα των συναισθημάτων – από τον μεγάλο έρωτα έως την απόγνωση.

Η σπουδαία Ιταλίδα σκηνοθέτρια Λίνα Βερτμύλλερ με τον σκηνογράφο ενδυματολόγο Ενρίκο Γιομπ θέλησαν να παρουσιάσουν μια Μποέμ με διαφορετική οπτική στην παραγωγή της Λυρικής που πρωτοπαρουσιάστηκε το 1997 και αναβιώνει τώρα στο Θέατρο Ολύμπια. Δεν ήθελαν μια Μιμή εξαρχής μελαγχολική και λυπημένη που κεντά λουλούδια και είναι ερωτευμένη με τον ποιητή Ροντόλφο, ενώ ασθενεί και οδεύει προς το θάνατο. Αντιθέτως επέλεξαν να παρουσιάσουν δύο νέους ανθρώπους που είναι αρραβωνιασμένοι με την ζωή – έφτιαξαν μια ατμόσφαιρα που μεταφέρει τη χαρά της ζωής και της νιότης. “Μποέμ είναι εκείνος που  βρίσκεται εκτός της αστικής νοοτροπίας και των κοινωνικών συμβάσεων. Νέος και καλλιτέχνης μαζί” σημείωνε η Βερτμύλλερ σε παλιότερη συνέντευξη της. Στα σκηνικά και τα κοστούμια του Γιομπ επιχειρείται μια υπέροχη αναβίωση της παριζιάνικης μποέμικης ατμόσφαιρας του Καρτιέ Λατέν στα τέλη του 19ου, αρχές του 20ου, με επιρροές από την εικονογραφία του Τουλούζ – Λωτρέκ.

Η Λίνα Βερτμύλλερ υπήρξε πάντοτε ιδεολόγος, πρωτοπόρος και επαναστάτρια, ενώ αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο στον ευρωπαϊκό και διεθνή κινηματογράφο. Είναι η πρώτη γυναίκα σκηνοθέτης που προτάθηκε για βραβείο Όσκαρ στην ιστορία του θεσμού με την ταινία της Ο Πασκουαλίνο και οι 7 καλλονές. Θεωρείται ότι με το έργο της ανανέωσε τις αφηγηματικές φόρμες και τους χαρακτήρες της ιταλικής κωμωδίας συνθέτοντας μια φιλμογραφία πολιτικά αιχμηρή, με όπλο πάντα τη σάτιρα. Η διάσημη ιταλίδα σκηνοθέτρια με τον χαρακτηριστικό λευκό σκελετό γυαλιών χαρακτηρίζεται από την ιδιαίτερη ματιά με την οποία προσεγγίζει τους χαρακτήρες των έργων της, ανατρέποντας τα στερεότυπα και τις κοινωνικές προκαταλήψεις. Αποφοίτησε από την Ακαδημία Θεάτρου της Ρώμης το 1951, ενώ στη συνέχεια απασχολήθηκε ως μαριονετίστρια σε παραστάσεις κουκλοθεάτρου, ηθοποιός, διευθυντής σκηνής, αλλά και συγγραφέας. Κομβικό σημείο στην καριέρα της υπήρξε η συνεργασία της με τον Φεντερίκο Φελλίνι στο θρυλικό 8 ½ , όπως και με τον ηθοποιό Τζιανκάρλο Τζιαννίνι, ο οποίος έχει πρωταγωνιστήσει στις περισσότερες ταινίες της.

Ο διακεκριμένος Αρχιμουσικός της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Λουκάς Καρυτινός θα διευθύνει την Ορχήστρα και την Χορωδία της ΕΛΣ, ενώ στην διανομή συναντούμε πολλούς και διακεκριμένους Έλληνες και ξένους Μονωδούς. Στον ρόλο της Μιμής η Τσέλια Κοστέα και η νεαρή Άννα Στυλιανάκη, ενώ στον ρόλο του Ροντόλφο ο Λουτσάνο Γκάντσι που είχαμε απολαύσει στην πρόσφατη Μαντάμα Μπαττερφλάι του Ηρωδείου και ο Γιάννης Χριστόπουλος. Τον Μαρτσέλλο θα ερμηνεύσουν εναλλάξ οι Διονύσης Σούρμπης και Κύρος Πατσαλίδης, ενώ την Μουζέττα ερμηνεύουν η Μαρία Μητσοπούλου, η Βασιλική Καραγιάννη και η Κάτια Πάσχου.

Η Μποέμ με μια ματιά

Ο συνθέτης / Ο Τζάκομο Πουτσίνι γεννήθηκε στη Λούκκα της Τοσκάνης στις 22 Δεκεμβρίου 1858. Δεν ήταν μόνον το πέμπτο από επτά αδέλφια, αλλά και ο πέμπτος κατά σειρά μουσικός μιας οικογένειας απ’ όπου κατάγονταν οργανιστές του καθεδρικού ναού της πόλης, αρχιμουσικοί και συνθέτες κυρίως εκκλησιαστικής μουσικής. Μέχρι σήμερα ο Πουτσίνι παραμένει ένας από τους επιτυχέστερους Ιταλούς συνθέτες όπερας, καθώς τα περισσότερα έργα του βρίσκονται σταθερά στο ρεπερτόριο των λυρικών θεάτρων του κόσμου. Η προσωπική του γλώσσα διαμορφώθηκε με μεγάλη σαφήνεια ήδη από την τρίτη του όπερα, Μανόν Λεσκώ (1893), ενώ με τα επόμενα τρία έργα του, Μποέμ (1896), Τόσκα (1900) και Μαντάμα Μπαττερφλάι (1904), αναγνωρίστηκε ως ο σημαντικότερος διάδοχος του Τζουζέππε Βέρντι. Η πρόδηλα μελωδική μουσική και η έντονη θεατρικότητα που χαρακτηρίζουν τις όπερές του απάντησαν με επιτυχία στα αιτήματα της εποχής. Πέθανε το 1924, αφήνοντας ανολοκλήρωτη την τελευταία του όπερα, Τουραντότ (1926).

Το έργο / Η Μποέμ, λυρικές σκηνές σε τέσσερις εικόνες, βασίζεται στη νουβέλα Σκηνές απ’ την μποέμικη ζωή (1845/8, 1851) του Ανρύ Μυρζέρ και στο θεατρικό H μποέμικη ζωή (1849), το οποίο εμπνεύστηκε από αυτήν ο Τεοντόρ Μπαρριέρ. Το ποιητικό κείμενο είναι των Τζουζέππε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλλικα. Η υπόθεση αφορά τον έρωτα ανάμεσα στον ποιητή Ροντόλφο και στη ράφτρα Μιμή, από τη στιγμή που συναντιούνται έως τον άτυχο θάνατο της κοπέλας από φυματίωση.

Πρεμιέρες / Η Μποέμ παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο ιταλικό κοινό την 1η Φεβρουαρίου 1896 στο Βασιλικό Θέατρο του Τορίνου υπό τη διεύθυνση του Αρτούρο Τοσκανίνι.

Στην Αθήνα αναφέρεται παράσταση του έργου στα ιταλικά ήδη από το Μάιο του 1898. Παρακολουθώντας στενά τις εξελίξεις στη διεθνή μουσική σκηνή, ο συνθέτης Διονύσιος Λαυράγκας επέλεξε την ίδια όπερα ως εναρκτήριο έργο του Γ΄ Ελληνικού Μελοδράματος. Η παράσταση δόθηκε στις 26 Απριλίου 1900 στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών.

Από την Εθνική Λυρική Σκηνή η Μποέμ παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 17 Απριλίου 1948, σε μουσική διεύθυνση του Αντίοχου Ευαγγελάτου.

Σύνοψη του πρωτοτύπου

Εικόνα 1η / Παρίσι, παραμονή Χριστουγέννων. Ο ποιητής Ροντόλφο και ο ζωγράφος Μαρτσέλλο, φτωχοί καλλιτέχνες, εργάζονται στην κρύα σοφίτα τους. Τους επισκέπτονται δυο φίλοι, ο φιλόσοφος Κολλίνε και ο μουσικός Σωνάρ. Η παρέα αποφασίζει να περάσει το βράδυ στο καφέ Μομύς. και οι τέσσερις αποφεύγουν το σπιτονοικοκύρη, που εμφανίζεται αναπάντεχα, και ξεκινούν. Μόνον ο Ροντόλφο μένει για λίγο πίσω, προκειμένου να ολοκληρώσει το γραπτό του. κάποιος χτυπά την πόρτα. Εμφανίζεται η Μιμή, μια ράφτρα, που ζητά φωτιά για να ανάψει το κερί της, που έχει σβήσει. Η φλόγα που της προσφέρει ο Ροντόλφο πυροδοτεί κι έναν κεραυνοβόλο έρωτα, που διακόπτεται από τις φωνές των συντρόφων του, που τον καλούν να τους ακολουθήσει.

Εικόνα 2η / Ο Ροντόλφο και η Μιμή συναντούν την παρέα στο καφέ Μομύς, στη γεμάτη ζωή παρισινή γειτονιά Καρτιέ Λατέν. Μικρή ταραχή προκαλεί η είσοδος της Μουζέττας, πρώην ερωμένης του Μαρτσέλλο, που συνοδεύεται από καινούριο, εύπορο θαυμαστή. Δεν αργεί να ξεφορτωθεί τον πλούσιο άντρα, για να πέσει ξανά στην αγκαλιά του Μαρτσέλλο. Όταν φτάνει ο λογαριασμός για όσα έχουν καταναλώσει, η ανέμελη συντροφιά το σκάει και αφήνει τον εύπορο θαυμαστή της Μουζέττας να πληρώσει.

Εικόνα 3η / Ξημερώματα, ένα κρύο πρωινό του Φεβρουαρίου έξω από μια ταβέρνα στα όρια της πόλης. Η Μιμή εισέρχεται αναζητώντας τον Μαρτσέλλο. Βήχει αφόρητα και του αφηγείται ότι ο Ροντόλφο ζηλεύει παθολογικά. Βλέποντάς τον να πλησιάζει, η Μιμή αποτραβιέται θέλοντας να αποφύγει μια σύγκρουση μαζί του. Τον ακούει να εξηγεί στον Μαρτσέλλο πως οι σκηνές ζηλοτυπίας δεν κρύβουν παρά την ανησυχία του για την κατάσταση της υγείας της. Ο έντονος βήχας προδίδει την κρυμμένη Μιμή, ενώ το γέλιο της Μουζέττας παρασύρει τον Μαρτσέλλο πάλι μέσα στην ταβέρνα. εξομολογούμενοι μία ακόμη φορά τον έρωτά τους, η Μιμή και ο Ροντόλφο αποφασίζουν να μείνουν μαζί έως την άνοιξη, ενώ η Μουζέττα και ο Μαρτσέλλο βγαίνουν από την ταβέρνα καβγαδίζοντας έντονα.

Εικόνα 4η / Στη σοφίτα της μποέμικης συντροφιάς, ο Ροντόλφο και ο Μαρτσέλλο συζητούν για τη Μιμή και τη Μουζέττα. Καταφτάνουν ο Κολλίνε και ο Σωνάρ. Οι τέσσερις φίλοι αρχίζουν τα παιχνίδια και τους αστεϊσμούς, ώσπου εισέρχεται έντρομη η Μουζέττα. Τους αναγγέλλει ότι η Μιμή είναι βαριά άρρωστη. Τη βοηθούν να περάσει μέσα και αποφασίζουν να πουλήσουν τα υπάρχοντά τους ώστε να εξοικονομήσουν χρήματα και να καλέσουν ένα γιατρό. Μόνοι, ο Ροντόλφο και η Μιμή θυμούνται την πρώτη τους συνάντηση. Όταν επιστρέφουν οι υπόλοιποι, η Μιμή λιποθυμά. Ο Σωνάρ διαπιστώνει ότι δεν πρόκειται να ξυπνήσει από το γαλήνιο ύπνο της και ο Ροντόλφο ξεσπά.

Μουσική διεύθυνση: Λουκάς Καρυτινός

Σκηνοθεσία: Λίνα Βερτμύλλερ

Αναβίωση σκηνοθεσίας: Κατερίνα Πετσατώδη

Σκηνικά – κοστούμια: Eνρίκο Γιομπ

Φωτισμοί: Σπύρος Τζώρας

Διεύθυνση Χορωδίας: Aγαθάγγελος Γεωργακάτος

Διεύθυνση Παιδικής Χορωδίας: Μάτα Κατσούλη

Ροντόλφο:
Λουτσάνο Γκάντσι (6, 12, 14, 28, 30/12)
Γιάννης Χριστόπουλος (7, 10, 13, 31/12)

Μιμή:
Τσέλια Κοστέα (6, 12, 14, 28, 30/12)
Άννα Στυλιανάκη (7, 10, 13, 31/12)

Μαρτσέλλο:
Διονύσης Σούρμπης (6, 7, 28, 31/12)
Κύρος Πατσαλίδης (10, 12, 13, 14, 30/12)

Σωνάρ:
Άκης Λαλούσης (6, 12, 14, 28, 30/12)
Ζαφείρης Κουτελιέρης (7, 10, 13, 31/12)

Κολλίνε:
Τάσος Αποστόλου (6, 12, 14, 28, 30/12)
Πέτρος Μαγουλάς (7, 10, 13, 31/12)

Μουζέττα:
Μαρία Μητσοπούλου (6, 12, 14, 31/12)
Βασιλική Καραγιάννη (7, 13, 28/12)
Κάτια Πάσχου (10, 30/12)

Μπενουά:
Παύλος Μαρόπουλος (6, 12, 14, 28, 30/12)
Παναγιώτης Αθανασόπουλος (7, 10, 13, 31/12)

Αλτσιντόρο:
Χρήστος Αμβράζης (6, 12, 14, 28, 30/12)
Κώστας Ντότσικας (7, 10, 13, 31/12)

Παρπινιόλ:
Θανάσης Ευαγγέλου (6, 12, 14, 28, 30/12)
Σταύρος Γιαννούλης (7, 10, 13, 31/12)

Λοχίας:
Νίκος Καραγκιαούρης (6, 12, 14, 28, 30/12)
Θεόδωρος Μωραΐτης (7, 10, 13, 31/12)

Tελωνειακός:
Παύλος Σαμψάκης (6, 12, 14, 28, 30/12)
Νίκος Συρόπουλος (7, 10, 13, 31/12)

Συμμετέχει η Ορχήστρα, η Χορωδία και μέλη της Παιδικής Χορωδίας της ΕΛΣ, 
στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής της αποστολής.