Μου άρεσε το τσαγανό του. Πήρε την κατάσταση στα χέρια του. Βρήκε, από τον πιο διαφημισμένο πενταψήφιο αριθμό, τα τηλέφωνα όλων των δισκογραφικών εταιριών και τηλεφώνησε σε όλες τους. Στη σειρά…

Μου άρεσε που δεν ήταν αυτό που λέμε «ψώνιο». Αντιθέτως ήταν ένα συγκροτημένο 14χρονο παιδί που ήξερε να μιλήσει και ήξερε ακριβώς τι ήθελε.
Δεν μου άρεσε αυτό που ήθελε όμως. Στεναχωρήθηκα για την ακρίβεια. Μου ζήτησε να κλείσουμε ένα ραντεβού για να τον ακούσω. Να μου τραγουδήσει και αν κρίνω ότι «αξίζει» τότε να «προχωρήσουμε στην έκδοση cd».

Και ξαφνικά δεν μου άρεσε που δεν ήταν απλά ένα «ψώνιο». Θα ήταν μια … κάποια λύσις, μια ευκολία, ένας εύκολος αφορισμός το να ήταν απλά ένα «ψώνιο».

Γέννημα της κουλτούρας των ιδιωτικών καναλιών και των celebrity εντύπων. Και ας έχει εκτεθεί (λόγω του νεαρού της ηλικίας του) για μικρό χρονικό διάστημα σε αυτά. Δεν έχει τόση σημασία το ποσοστό της ατομικής του έκθεσης. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ζει σε μια κοινωνία η οποία σε ένα σημαντικό ποσοστό, είναι εμποτισμένη σε αυτή την κουλτούρα εδώ και  τουλάχιστον δύο δεκαετίες τώρα. Δεν παίζει ρόλο που η τηλεόραση πλέον θεωρείται (και είναι) «πασέ». Ο κακός σπόρος έπεσε καιρό πριν. Και τα αποτελέσματα τα θερίζουμε τώρα. Τώρα φαίνονται.

Τείνει να γίνει συλλογική συνείδηση. Ένα είδος αστικού μύθου: Ο επιτυχημένος (ως προς την αναγνωρισιμότητα και όχι απαραίτητα ως προς την καλλιτεχνική υπόσταση) τραγουδιστής που ξεκίνησε την καριέρα του επειδή «έτυχε» να τον ακούσει ο τάδε. Και η συνέχεια πάει ως εξής: «Ε, μετά κάναμε τον δίσκο. Το δείνα τραγούδι έγινε αμέσως μεγάλη επιτυχία. Το αγάπησε ο κόσμος.»  Και όλα αυτά αβασάνιστα. Σχεδόν … αβάδιστα. Ειπωμένα με ένα τρόπο τέτοιο ώστε να  αμβλυνθούν όλες οι γωνίες, να κρυφτούν οι «ασήμαντες» λεπτομέρειες κάτω από το χαλάκι. Ειδομένα μέσα από ένα παραμορφωτικό καθρέφτη  που αλλοιώνει ή κρύβει τόσα πολλά. Τόσα πολλά που ακόμη κι αν η ιστορία είναι στη βάση της αληθινή καταλήγει να είναι ένα ψέμα.

Εννοείται ότι το παιδί δεν είχε κάνει ποτέ μαθήματα μουσικής. Και δεν μιλάω απαραίτητα για την «επίσημη» οδό. Δεν είχε καν επιχειρήσει να παίξει και να τραγουδήσει με φίλους του. Κάπου μέσα του αντιλαμβανόταν αυτό το έλλειμμα για αυτό και βιάστηκε να επισημάνει ότι έχει παρακολουθήσει εξαιρετικά tutorials τραγουδιού από το you tube. Εννοείται επίσης ότι το παιδί αυτό δεν έχει μπει ποτέ σε δισκοπωλείο να αγοράσει cd. Αλλά ονειρεύεται να κυκλοφορήσει το δικό του. Το ξέρει πως είναι «πολύ δύσκολο» αλλά από την άλλη διακρίνεις ότι κάπου μέσα του πιστεύει ότι θα τα καταφέρει. Αβασάνιστα. Αβάδιστα. Χωρίς διαδρομή. Χωρίς κόπο. Γιατί έτσι γίνεται. Αν τον ακούσω και αξίζει δηλαδή. Έτσι πιστεύει. Και ειλικρινά προσπαθεί να καταλάβει αυτά που λέω. Προσπαθώ να του εξηγήσω ότι ξεκινάει ανάποδα. Ότι οι δισκογραφικές εταιρείες είναι το τέλος της διαδρομής. Εκεί καταλήγεις. Δεν ξεκινάς από αυτές. Δεν με αμφισβητεί. Προσπαθεί ειλικρινά να καταλάβει, αλλά του είναι αδύνατον.

Και αυτό γιατί έχει σαν αναφορά ένα συγκεκριμένο πρότυπο. Μια μορφή σαν τον Singleman στο Death of a Salesman, ας πούμε. Με την ουσιαστική διαφορά ότι στο συγκεκριμένο θεατρικό του Arthur Miller, ο Singleman δεν εμφανίζεται ποτέ. Απλά αναφέρεται ως πρότυπο. Το δικό του πρότυπο όμως… εμφανίζεται τακτικά.

Ο δικός του τραγουδιστής – πρότυπο είναι ορατός. Τον έχει δει στην τηλεόραση. Τον έχει ακούσει να τραγουδάει στο «μαγαζί». Το σχολείο του είχε οργανώσει πάρτυ στο «μαγαζί», με τη συνοδεία καθηγητών. Ο δικός του άνθρωπος τα κατάφερε… αβάδιστα.

Το μοντέλο του παρελθόντος, το ατελείωτο «πάρτυ» των τελευταίων χρόνων, αυτό που λανσαρίστηκε και υποστηρίχτηκε  από συγκεκριμένα κανάλια, ραδιόφωνα και περιοδικά κοιτάει την πάρτη του πια. Κοιτάζει να σώσει οτιδήποτε αν σώζεται. Ναι μεν κλονίζεται και παραπαίει, αλλά έχει αφήσει παρακαταθήκη πίσω του. Κακή σπορά.