Ο ισραηλινός σκηνοθέτης Ασάφ Κόρμαν παρουσιάζει στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία την άρρωστη σχέση αλληλεξάρτησης ανάμεσα σε δύο ενήλικες αδερφές.

Ρεπορταζ Ελένη Τσόκα

Η Χέλι είναι μία νεαρή όμορφη κοπέλα που εργάζεται ως φύλακας σε γυμνάσιο του προαστιακού Τελ Αβίβ κι έχει αναλάβει το μεγάλωμα, την κηδεμονία και την καθημερινή περιποίηση της λίγο μικρότερης, γεννημένης με διανοητικά προβλήματα, αδελφής της. Μαζί κοιμούνται, μαζί ξυπνούν, η Χέλι την ντύνει, τη χτενίζει, την ταΐζει, σκουπίζει με υπομονή κάθε μπουκιά, τη χαϊδεύει, την αποτρέπει από το να χτυπάει με μανία το κεφάλι της στο πάτωμα τις ώρες της κρίσης. Η μητέρα τους κρατά αποστάσεις, ζει με τον νέο της σύζυγο κι είναι φανερό ότι δε θέλει καθόλου να ασχολείται με το ιδαίτερης ευθύνης παιδί της.

Έτσι η Χέλι έχει μεταμορφωθεί μέσα στα χρόνια σε μία κατά συνθήκη μητέρα – κάτι που έχει κόστος στη δική της ζωή. Στην ανύπαρκτη δική της ζωή. Οταν μία κοινωνική λειτουργός συνειδητοποιεί ότι, όσο η Χέλι εργάζεται τα πρωινά, η αδελφή της μένει μόνης της, επιβάλλει τον μερικό εγκλεισμό της σ’ ένα ημερήσιο ίδρυμα. Αυτό θα αφήσει χώρο στην καθημερινότητα της Χέλι για να κοιτάξει τον εαυτό της. Να σηκώσει το βλέμμα και να κοιτάξει απέναντι, όχι μόνο δίπλα της. Να ερωτευτεί τον νέο γυμναστή του σχολείου της. Κι ενώ κανονικά αυτό θα έπρεπε να την απελευθερώσει από τα βάρη που άδικα σήκωνε τόσα χρόνια, η νέα πραγματικότητα την φρικάρει. Εχει χάσει το ρόλο της, τον άξονά της. Η αδελφή της είναι πολύ πιο ευτυχισμένη στο ίδρυμα, η Χέλι όμως αδυνατεί να κόψει τον ομφάλιο λώρο.

Ο σκηνοθέτης δούλεψε το σενάριο με την πρωταγωνίστριά του, Λιρόν Μπεν Σλας (Χέλι), στις μικρές, καθοριστικές, νεορεαλιστικές του λεπτομέρειες. Με απλότητα κι αμεσότητα η Μπεν Σλας γλιστράει κάτω από το δέρμα του κηδεμόνα ενός αρρώστου κ εμείς την αφουγκραζόμαστε, και τη νιώθουμε απόλυτα. Όπως μας εξήγησε ο σκηνοθέτης μετά το τέλος της ταινίας, η πρωταγωνίστρια είναι η σύζυγος του και το σενάριο είναι δικό της. Βασίζεται στην δική της πραγαμτική ιστορία με την διανοητικά καθυστερημένη αδερφή της. Μονο που η Μπεν Σλάς, σε αντίθεση με την ηρωίδα που ενσαρκώνει, δεν είχε με την αδελφή της μια τέτοια σχέση.

Η κάμερα του Κόρμαν κινηματογραφεί στωϊκά, χωρίς λύπηση ή οίκτο. Συλλαμβάνει σε στιγμές την τρυφερότητα και την αγάπη των δύο αδελφών, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι κρύβει ή εξιδανικεύει την ασχήμια, την αμηχανία, ή τον μη φωτογενή πόνο της αρρώστιας. Τον εγκλεισμό που διαλύει τη ζωή και του ίδιου του παθόντα αλλά και του «άμαχου πληθυσμού» που ζει μαζί του. Οι εμμονές, η ανησυχία, η απαιτητική καθημερινότητα που έχουν μεταμορφώσει την Χέλι σε φάντασμα του εαυτού της είναι παρούσες.

Αξίζει να αναφερθούμε λίγο παραπάνω στις ερμηνείες των ηθοποιών, και ειδικότερα της Ντάνα Όβγκι που υποδύεται την άρρωστη Γκάμπι. Στο Q&A (questions and answers) μια γυναίκα ρώτησε τον σκηνοθέτη αμα η κοπέλα που υποδύεται την Γκάμπι έχει όντως πρόβλημα ή αν είναι ηθοποιός. Ο σκηνοθέτης απάντησε «Χαίρομαι που το ακούω αυτό. Πάει να πεί πως έγινε καλή δουλειά. Η κοπέλα που παίζει την Γκάμπι είναι πολύ καλή και γνωστή ηθοποιός στο Ισραήλ». Η Ντάνα Όβγκι βυθίζεται στον ψυχισμό μίας γυναίκας που στα μάτια μας παραμένει ένα προβληματικό παιδί και χωρίς μανιέρες, ευκολίες ή χιλιοειδωμένα κλισέ κλέβει την παράσταση. Αν ήταν στην Αμερική, αυτός ο ρόλος ήταν σίγουρο Οσκαρ.

H ταινία εντυπωσίασε στην πρώτη της προβολή στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών στις Κάννες. Ο Ασάφ Κόρμαν μετά από μια σειρά πετυχημένες μικρού μήκους κι έχοντας «κόψει» ως μοντέρ μερικές από τις πιο πετυχημένες ταινίες τους Ισραηλινού σινεμά, όπως το «Jaffa» ή το «Big Bad Wolves», κάνει ένα δυνατό ντεμπούτο που μιλά για τις ανθρώπινες σχέσεις με τρόπο απρόβλεπτο, σκληρό μα και ποιητικό μαζί.