Idols of the Cave: Η Πλάνη των Ειδώλων

Με αφορμή την επίσκεψή μου στη Ρωμαϊκή Αγορά αναρωτήθηκα αν θα μπορούσε ένας πολυβραβευμένος καλλιτέχνης[1] να παρουσιάσει ένα έργο με ατέλειες ή ελλείψεις, αν θα μπορούσε ένας εικαστικός με διεθνή καριέρα και εκθέσεις στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου (από το Guggenheim στη Νέα Υόρκη με το έργο “This Progress”[2] το 2010 μέχρι την Tate Modern στο Λονδίνο με το έργο “These Associations”[3] το 2012), να έχει ενδεχομένως μια αστοχία στην αναπαραγωγή κάποιου από τα έργα του;

Η απάντηση στην οποία κατέληξα ήταν καταφατική, αφού ουσιαστικά πρόκειται για κάτι που θα μπορούσε να συμβεί στον οποιοδήποτε πειραματίζεται και αποτολμά να εκθέσει τις ιδέες και τα έργα του στο ευρύ κοινό. Όποιος επιλέγει τη δράση, είτε στην τέχνη είτε στην επιστήμη, αργά ή γρήγορα θα έρθει αντιμέτωπος με την πιθανότητα του λάθους, της αστοχίας, όπως για παράδειγμα ως συντάκτης αυτού του κειμένου οφείλω να αναγνωρίσω πως, παρά την ενδελεχή έρευνα, ενδέχεται να έχω περιπέσει σε ατοπήματα ως προς την έκφραση των σκέψεων και των επιχειρημάτων που πραγματεύομαι.

Η πιθανότητα αστοχίας αυξάνεται όταν η απόσταση ανάμεσα στο δημιουργό και την τελική παρουσίαση του έργου του, από την αρχική δηλαδή σύλληψη της ιδέας μέχρι και την εφαρμογή της, μεσολαβούν ένας παραγωγός-σκηνοθέτης (Asad Raza) και τουλάχιστον 100 ανώνυμοι πολίτες-διαμεσολαβητές , ή “interpreters” όπως ο Tino Sehgal ονομάζει όσους επιλέγονται να συμμετάσχουν στις “κατασκευασμένες καταστάσεις” του, ή αλλιώς “constructed situations”.[4]

Η πραγμάτωση του “This Progress” στην Αθήνα φαίνεται πως ακολουθεί το ίδιο γραμμικό σχήμα του έργου όπως αυτό αποδόθηκε στο μουσείο Guggenheim στη Νέα Υόρκη. Έτσι, ένα μικρό παιδί σε υποδέχεται στην είσοδο της Ρωμαϊκής Αγοράς και σου θέτει το ερώτημα «τι είναι πρόοδος;». Στη συνέχεια σε παραδίδει στους επόμενους συμμετέχοντες που, καθώς εναλλάσσονται, η ηλικία τους αυξάνει με γεωμετρική πρόοδο, μέχρι να σε συνοδεύσει στην έξοδο ένας συμπαθής ηλικιωμένος.

Οι διάλογοι με τους πολίτες που συμμετέχουν στο project (και φυσικά εδώ αναφέρομαι σε όσους έτυχε να με συνοδεύσουν στον περιπατητικό μας διάλογο σε μια πλήρη περιήγηση στα Ρωμαϊκά αρχαία), μου δημιούργησαν την αίσθηση πως με θεατρική αφέλεια αναπαρήγαγαν χιλιοειπωμένα κλισέ για την οικονομική κρίση, για την εγκληματικότητα σε περιοχές-γκέτο της Αθήνας, για την κακή ποιότητα της ζωής στη μεγαλούπολη του θορύβου και των υψηλών ρύπων, για την ηρεμία και την ομορφιά της φύσης στην επαρχία, για τα προβλήματα της μετανάστευσης, για τη φτώχεια των χωρών του λεγόμενου τρίτου κόσμου, κτλ., φτηνά δηλαδή λαϊκίστικα κλισέ που έντεχνα ανακυκλώνονται στην προπαγανδιστική λειτουργία των μέσων μαζικής ενημέρωσης, ανακατεύοντας τις περισσότερες φορές το πραγματικό με το πλαστό, αντικαθιστώντας προσχεδιασμένα το αληθινό συμβάν με την προσομοίωσή του. Με τον τρόπο αυτό έχουν καταφέρει σε μεγάλο βαθμό να εμποτίσουν με ενοχές την κοινωνική μας συνείδηση και να αλλοιώσουν την ορθή μας κρίση.

Μολονότι η αρχική ιδέα του έργου, να βρεθώ δηλαδή σ’ έναν γνώριμο αρχαιολογικό χώρο μια γλυκιά ημέρα του Οκτωβρίου, με τον ήλιο να φεγγοβολά στον καταγάλανο Αττικό ουρανό, και να συνομιλήσω με άγνωστους συμπολίτες μου διέγειρε νοερά τη φαντασία μου, η νωθρότητα των διαλόγων μας και η έλλειψη φιλοσοφικού υπόβαθρου έκανε τις κουβέντες μας να μοιάζουν με γκροτέσκο αστείο, μακρινή και άχαρη υπόμνηση των ανυπέρβλητων Πλατωνικών διαλόγων.

Αν κάποιος από τους επισκέπτες έχει μελετήσει – έστω και ερασιτεχνικά –  τη Σωκρατική μαιευτική μέθοδο των ερωταποκρίσεων,[5] και ανακαλέσει την εικόνα γνωστών ιστορικών προσώπων να συζητούν με εντυπωσιακή επιμονή και πάθος ηθικά και πολιτικά προβλήματα της εποχής εκείνης,[6] θα νιώσει την τεράστια απόσταση που χωρίζει το σύγχρονο Αθηναίο από τον μακρινό του πρόγονο, ενεργό μέλος της Αρχαίας Πολιτείας, και θα αναρωτηθεί με θλίψη και μελαγχολία, «εν τέλει, τι είδους πρόοδος είναι ετούτη; Μπροστά πάει η κοινωνία μας ή πίσω;»

Αν βέβαια κύριο μέλημα του Tino Sehgal και του συνεργάτη του ήταν να κατασκευάσει μια Αριστοφανική σάτιρα, μια καλοστημένη, σοβαροφανή φάρσα, να διαποτίσει την κατάσταση με την τεχνική της αποστασιοποιημένης ειρωνείας και την αντί-φορμαλιστική διάθεση της μεταμοντέρνας στρατηγικής, έτσι ώστε να ποδοπατήσει την έννοια της προόδου, με τον τρόπο που την στοιχειοθέτησαν οι πρωτεργάτες του Διαφωτισμού και την υποστήριξαν στο πέρασμα των αιώνων κάθε είδους ουτοπιστές και μοντερνιστές, τότε ίσως το έργο να πέτυχε το σκοπό του.

Με άλλα λόγια κατάφερε να αποκαλύψει τη ρηχότητα και την επιπολαιότητα της φιλοσοφικής σκέψης του σύγχρονου ανθρώπου, να καταδείξει πως, ενώ είναι ο καταναλωτής και χειριστής μιας ιδιαίτερα προηγμένης τεχνολογίας, κατά βάθος παραμένει αφελής και αγαθός, υποχείριο και δούλος των λίγων που πρεσβεύουν πως κατέχουν τη γνώση και την τεχνική, φερέφωνο όσων διακινούν και εμπορεύονται το λεγόμενο σύγχρονο αγαθό, τη γνώση ως πληροφορία,[7] και οι οποίοι με τη σειρά τους υποστηρίζουν μια αλήθεια που απέχει παρασάγγας από το πνεύμα και τα επιτεύγματα της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, και κυρίως την ανεκτίμητη ηθική διάσταση του χρυσού κανόνα.

Αντιθέτως, το δεύτερο έργο που παρουσιάζεται σε μια σκοτεινή αίθουσα σε γειτονικό κτίριο, και μοιάζει σαν παραλλαγή του έργου που ο Tino Sehgal παρουσίασε στη διεθνή έκθεση Documenta XII το 2012 με τον τίτλο “This Variation”, πετυχαίνει απευθείας το στόχο του.[8]

Όσοι επισκέπτες καταφέρουν να υπερβούν τον αρχικό φόβο του απόλυτου σκοταδιού και αφεθούν στη ζωική ορμή των ανθρώπινων σωμάτων που τραγουδούν, χορεύουν, χτυπούν τα χέρια τους, μουρμουρίζουν, συνομιλούν, κινούνται ολόγυρα στο σκοτάδι σα φαντάσματα, θα συλλάβουν τη διάνοιά τους εγκλωβισμένη σε μια βιωματική θεατρική πλατφόρμα χωρίς προηγούμενο. Σε αυτό το έργο διανοίγεται στους επισκέπτες η απρόσμενη προοπτική να συναισθανθούν τις υπερβατικές διαστάσεις του χώρου, να βιώσουν μια μοναδική μεταφυσική εμπειρία που καταργεί την έννοια του χρόνου και με τον αποσπασματικό εσωτερικό της ρυθμό διεγείρει τις αισθήσεις και ηλεκτρίζει τη φαντασία. Η διαδραστική performance του Tino Sehgal υποβάλει το σώμα και το πνεύμα σε μια πρωτόγονη αισθητηριακή πανδαισία, σμιλεύοντας ένα πυκνό, νοητό δάσος ανθρώπινων ψυχών, ένα πρωτόγνωρο πλατωνικό σπήλαιο τρεμάμενων σκιών, εάν φυσικά ο θεατής διαθέτει την υπομονή έως ότου τα μάτια του προσαρμοστούν στο σκοτάδι.[9]     

Ο Οργανισμός Πολιτισμού και Ανάπτυξης ΝΕΟΝ, στο πλαίσιο του προγράμματός του ΝΕΟΝ Διαδρομές, παρουσιάζει στη Ρωμαϊκή Αγορά, έκθεση του βερολινέζου καλλιτέχνη Tino Sehgal, η οποία θα διαρκέσει μέχρι 28 Οκτωβρίου 2014. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ



Υποσημειώσεις:


[1] Ο Tino Sehgal έχει λάβει το βραβείο Baloise/ Art Basel στην Ελβετία το 2004, το Golden Lion/ Biennale στη Βενετία το 2013, κι επίσης έχει προταθεί για τα βραβεία Hugo Boss Prize το 2006, για το Preis der Nationalgalerie für Junge Kunst/ Hamburger Bahnhof  στο Βερολίνο το 2007 και ήταν στους τέσσερις φιναλίστ για το βραβείο Turner  στο Λονδίνο το 2013.

[2] Alicia Desantis, (March 12, 2010), The Art Walked Beside You, Asking Questions, The New York Times

[3] Laura Cumming, (July 29, 2012), Tino Sehgal: These Associations – review, The Observer

[4] Arthur Lubow, (January 15, 2010), Making Art Out of an Encounter, The New York Times και Anne Midgette, (November 25, 2007), You Can’t Hold It, but You Can Own It, The New York Times

[5] Jonathan Jones (September 24, 2014), The new Socrates? Artist Tino Sehgal sets up talking shop in Athens agora, The Guardian.

[6] Οφείλουμε βέβαια εδώ να συνυπολογίσουμε πως συνομιλητές του Σωκράτη ήταν είτε διάσημοι σοφιστές (ο Πρωταγόρας, ο Γοργίας, ο Ιππίας, ο Θρασύμαχος) είτε σημαντικά πρόσωπα της Αθηναϊκής πολιτικής σκηνής (ο Αλκιβιάδης, ο Νικίας, ο Κριτίας, ο Χαρμίδης). Βασίλης Κάλφας, Ο Αριστοτέλης/ Πίσω από το Φιλόσοφο, Καθημερινές Εκδόσεις Α.Ε., 2014, σελ. 28.

[7] Ο Lyotard έχει εύστοχα περιγράψει πως η γνώση διακινείται στην αγορά ως προϊόν και αποτελεί τη βάση της εξουσίας στη σύγχρονη κοινωνία (“Knowledge in the form of an informational commodity…”). Lyotard, Jean-Francois, The Postmodern Condition: A Report on Knowledge, trans. G. Bennington & B. Massumi, Manchester: Manchester University Press, 1984, σελ. 5

[8] Adrian Searle (June 14, 2012), A piece of performance art set in darkness made me see the light, The Guardian.

[9] Βλέπε και συλλογιστική του Σάββα Μιχαήλ στο: Άρτεμις Καρδουλάκη (Σεπτέμβριος 29, 2014), Η Ρωμαϊκή Αγορά επαναπροσδιορίζεται από τον ανατρεπτικό καλλιτέχνη Τίνο Σιγκάλ, Τα Νέα της Τέχνης.