Η όπερα και.. για παιδιά του Νίκου Κυπουργού, Προσοχή! Ο πρίγκιπας λερώνει, σε λιμπρέτο και σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου, επιστρέφει στο Θέατρο Ολύμπια από τις 7 Νοεμβρίου 2014 και για 38 παραστάσεις έως τις 8 Μαρτίου 2015.

Πρόκειται για ένα υπέροχο, πολύχρωμο και ανατρεπτικό παραμύθι όπου όλα είναι λίγο «πειραγμένα» και τίποτα δεν «είναι» όπως «φαίνεται» στην  αρχή. Η ιστορία βασίζεται στο διάσημο παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν Ο πρίγκιπας χοιροβοσκός και μιλάει για έναν πρίγκιπα ο οποίος ντύνεται χοιροβοσκός για να κερδίσει την καρδιά της αλαζονικής πριγκίπισσας. Στην παράσταση βαρύνοντα ρόλο έχουν τρία ιδιαίτερα γουρουνάκια με ανθρώπινη μορφή,  τα οποία όπως αναφέρει ο Θωμάς Μοσχόπουλος “με κάποιο τρόπο γίνονται αυτά οι συμπαθητικο-αντιπαθητικοί αφηγητές της ιστορίας δείχνοντας μας τον κόσμο των ανθρώπων μέσα από τα μάτια τους: Ένα πραγματικό «χοιροστάσιο». Στον κόσμο αυτόν οι πρίγκιπες και οι πριγκίπισσες «λερώνονται» και «λερώνουν», χάνουν τις βεβαιότητες τους αλλά και την αλαζονεία τους, ανοίγοντας ίσως έτσι το δρόμο για ένα παραμύθι πιο βιωμένο, πιο πραγματικό, εντέλει πιο χειροπιαστό…”. Έτσι το δράμα αναμειγνύεται με την κωμωδία, το συναίσθημα με τον κυνισμό και η γοητεία με την απογοήτευση.

Η μελωδική, εκφραστική και με επιρροές από το χατζιδακικό σύμπαν μουσική του Νίκου Κυπουργού κέρδισε του μικρούς και μεγάλους θεατές που κατάφεραν να εξασφαλίσουν εισιτήρια για τις περσινές παραστάσεις.

Η παράσταση που έχει στήσει ο Θωμάς Μοσχόπουλος  δεν είναι “διδακτική” και δεν δίνει απαντήσεις, μόνο θέτει ερωτήματα, δεν έχει το κλασσικό χάπι έντ «και ‘ζήσαν αυτοί καλά» αλλά προτιμά να κλείνει το μάτι στο κοινό, λέγοντας: «ούτε καλά… ούτε τέλεια… ούτε wow! Αλλά… όσο καλύτερα μπορούσαν… Κι εμείς;… Θα δούμε». Η αμφισημία που συναντάται στα παραμύθια του Χ.Κ. Άντερσεν προσφέρει στον Μοσχόπουλο «πεδίο δόξης λαμπρό» προκειμένου να αναπτύξει την επιθυμητή «αναστάτωση» που θα αποκαλύψει σε κάθε θεατή κάτι διαφορετικό.

Το σκηνικό της Ευαγγελίας Θεριανού αφαιρετικό αλλά αρκούντως παραμυθένιο χωρίζει τη σκηνή σε δύο κόσμους, τον λαμπερό κόσμο του παλατιού και τον «βρώμικο» του χοιροστασίου. Τη μαγική εικόνα συμπληρώνουν τα υπέροχα, παραμυθένια για τις πριγκίπισσες και σύγχρονα για τα γουρουνάκια, κοστούμια της Κλαιρ Μπρέισουελ. Την επιμέλεια των φωτισμών του Λευτέρη Παυλόπουλου υπογράφει ο Νικόλαος Ξύδης.

Την Ορχήστρα της Παιδικής Σκηνής της ΕΛΣ διευθύνουν ο Γιώργος Αραβίδης και ο Χρύσανθος Αλισάφης. Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους συναντάμε διακεκριμένους και νεότερους Μονωδούς της ΕΛΣ.

Σημείωμα του συνθέτη Νίκου Κυπουργού

Η ενασχόλησή μου με τη μουσική για παιδιά και με τη μουσική για παιδικό θέατρο είναι αρκετά παλιά ιστορία. Ξεκίνησε την εποχή της Λιλιπούπολης, όταν ήμουν ακόμα 24 ετών. Μετά ήρθε η συνεργασία με την Ξένια Καλογεροπούλου στην παιδική της σκηνή «Μικρή Πόρτα», για την οποία συνέθεσα μουσική για αρκετές παραστάσεις, οι περισσότερες σε σκηνοθεσία του Θωμά Μοσχόπουλου. Ακολούθησε το 1994 η συνεργασία με τον Θωμά στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με το μιούζικαλ Σιωπή, ο βασιλιάς ακούει, στο οποίο το νέο έργο, Προσοχή! Ο πρίγκιπας λερώνει, κλείνει το μάτι. Ο τίτλος του παραπέμπει σε μία προοπτική τριλογίας.

Στο έργο υπάρχουν δύο κόσμοι. Ο ένας είναι πολύ καθαρός, είναι ένας «γυάλινος κόσμος», το παλάτι του βασιλιά, στο οποίο ζει η πριγκίπισσα, προστατευμένη από τον έξω κόσμο. Ο βασιλιάς δεν την αφήνει να βγει. Υπάρχει, όμως, και ο έξω κόσμος, στο οποίο ζουν τα γουρούνια. Είναι πρωτόγονος, βρώμικος, ενστικτώδης. Καθένας από τους δύο χαρακτηρίζεται από τη δική του μουσική. Στον κόσμο της πριγκίπισσας κυριαρχούν πιο «καθαροί», πιο κρυστάλλινοι ήχοι όπως αυτός των εγχόρδων και της τσελέστας. Στον έξω κόσμο η μουσική αντιμετώπιση είναι πιο σύγχρονη και ταυτόχρονα πιο πρωτόγονη: κυριαρχούν τα χάλκινα και κρουστά. Ο ένας κόσμος είναι πιο μελωδικός, ο άλλος πιο ρυθμικός. Σταδιακά, οι δύο κόσμοι, που στην αρχή είναι διαχωρισμένοι, συνδέονται. Φυσικά, στο σημείο όπου συναντώνται, βρίσκεται το μεγαλύτερο ενδιαφέρον: εκεί ενώνονται μουσικά όλα τα στοιχεία, τα διαφορετικά όργανα, οι ρυθμοί και η τονική αρμονία με πιο σύγχρονα στοιχεία.

Στο έργο υπάρχει λίγη πρόζα. Η δράση εξελίσσεται μέσα από άριες, ντουέτα, τρίο, χορωδιακά αλλά και καθαρά ενόργανα μέρη. Τα μουσικά θέματα εξελίσσονται, συναντώνται και συνομιλούν μεταξύ τους. Παράλληλα, με ενδιέφερε πολύ να βρω έναν τρόπο εκφοράς του λόγου, ο οποίος να είναι κοντά στην τραγουδιστή απαγγελία, ένα είδος parlando ή Sprechgesang. Προσπάθησα να δημιουργήσω ένα είδος μελωδικής ομιλίας, με συγκεκριμένες αναφορές, όπως λόγου χάριν, τον τρόπο με τον οποίο ένας ντελάλης διαλαλεί την πραμάτεια του: μία εκφορά στην ουσία στα όρια του τραγουδιού, ανάμεσα στην πρόζα και στο τραγούδι.

Στον Άντερσεν, όπως και σε όλους τους σημαντικούς συγγραφείς, οι χαρακτήρες δεν είναι μονοδιάστατοι. Έχουν περισσότερες όψεις και η τέχνη της μουσικής διαθέτει τα κατάλληλα μέσα να αποδώσει τις διαφορετικές πτυχές τους. Συχνά, το ίδιο το κείμενο σε οδηγεί σε μουσικές λύσεις. Εκτός από τα βασικά θέματα, που συνδέονται άλλοτε με χαρακτήρες και άλλοτε με καταστάσεις, στο έργο υπάρχουν διάφορες σύντομες αναφορές είτε σε είδη μουσικού θεάτρου (από το μιούζικαλ ως την όπερα), είτε σε μουσικές άλλων συνθετών… ακόμα και δικές μου! Άλλοτε η διάθεση είναι σατιρική, λόγου χάριν απέναντι σε ορισμένα οπερατικά στερεότυπα όπως η κολορατούρα υψίφωνος, άλλοτε πάλι όχι, όπως στην περίπτωση το γνωστού τραγουδιού «O du lieber Augustin», που γράφηκε τον 17ο αιώνα και στο οποίο αναφέρεται ο ίδιος ο Άντερσεν: επανέρχεται εδώ κι εκεί άλλοτε φανερά, άλλοτε κρυμμένο. Υπάρχει ακόμα ένα σύντομο κομμάτι, μία μαγική, μουσική ροκάνα, από την οποία ακούγονται «όλες οι μουσικές του κόσμου». Εκεί ανακατεύονται και συνυπάρχουν άριες από γνωστές όπερες (όμως με λόγια τα οποία έχουν σχέση με την υπόθεσή μας) καθώς και γνωστές μουσικές από κάθε εποχή, από τον Μπαχ και τον Βιβάλντι ως τον Μότσαρτ, τον Μπετόβεν, τον Τσαϊκόφσκι και τον Στραβίνσκι.

Σε όλη τη διαδικασία της σύνθεσης, η συνεργασία μου με τον Θωμά Μοσχόπουλο, ο οποίος γνωρίζει καλά το μουσικό θέατρο, ήταν ιδιαίτερα γόνιμη. Υπήρξε ανταλλαγή ιδεών σε κάθε επίπεδο και συχνά μέσα από την  εμπειρία του, ο ένας έδινε λύσεις ή συμπλήρωνε τη δουλειά του άλλου. Μιλούσαμε εξίσου για το κείμενο όπως και για τη μουσική. Έτσι, το αποτέλεσμα είναι καρπός ενός πραγματικά εποικοδομητικού διαλόγου.

Σημείωμα του λιμπρετίστα και σκηνοθέτη Θωμά Μοσχόπουλου

Ο κόσμος των παραμυθιών του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν είναι κατ’ εξοχήν ένας κόσμος όπου τα πράγματα δεν είναι όπως δείχνουν: Άσχημα παπάκια που τελικά είναι πανέμορφοι κύκνοι, βασιλιάδες που ενώ νομίζουν ότι είναι υπέροχα ντυμένοι είναι θεόγυμνοι ή πριγκίπισσες που παρότι δείχνουν ζητιάνες ένα μπιζέλι κάτω από έναν σωρό στρωμάτων ενός κρεβατιού αποκαλύπτει την κρυμμένη τους ταυτότητα. Άλλοτε πάλι σ’ αυτά υπογραμμίζεται η σύγκρουση μεταξύ πραγματικού-φυσικού κόσμου που αντιπαρατίθεται με τον κατασκευασμένο κόσμο της ψευδαίσθησης: Το πραγματικό αηδόνι αντικαθίσταται προσωρινά στο πλάι του Αυτοκράτορα της Κίνας από ένα τεχνητό made in Japan, ή η Μικρή γοργόνα  βιάζει τη φύση της προκειμένου να πραγματοποιήσει το ερωτικό της όνειρο. Παραμύθια που βρίθουν δραματικών στοιχείων και που συχνά αποκαθηλώνουν το στερεότυπο του «ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα».

Τι είναι όμως, άραγε, αυτό που τα καθιστά τόσο δημοφιλή  εδώ και ενάμιση περίπου αιώνα και η δημοτικότητά τους κάθε άλλο παρά φθίνει, παρά το σκοτεινό τους χαρακτήρα; Πολλοί από τους μελετητές αποδίδουν τον πεσιμιστικό χαρακτήρα των παραμυθιών του Δανού συγγραφέα στην προσωπική του ψυχοπαθολογία, αυτό όμως δεν δίνει απάντηση στο ερώτημα. Αν, ίσως, στραφεί κανείς στην ρίζα των μύθων του παρελθόντος και στη βασική  θεματολογία της μυθοπλασίας, ξεκινώντας από τα αρχαία έπη και συνεχίζοντας με στο αρχαίο δράμα, περνώντας από τις μεσαιωνικές μπαλάντες,  ως το αναγεννησιακό θέατρο, την όπερα, το μυθιστόρημα του δέκατου ένατου αιώνα και το σύγχρονο κινηματογράφο, θα διαπιστώσει ότι η συντριπτική πλειοψηφία τους αφορά την πτώση των ηρώων και το ξεσκέπασμα της αυταπάτης. Σαν τους πρωτόπλαστους, οι ήρωες των μύθων αναζητούν –όπως θα έλεγε ο Τζόζεφ Κάμπελ [Joseph Campbell]- να διευρύνουν τα όριά τους, να ξεπεράσουν τους περιορισμούς τους, καταλήγοντας πολύ συχνά σε μια επώδυνη ή ακόμα και καταστροφική πτώση.

Ποια, όμως, είναι η απόλαυση του θεατή-αναγνώστη-ακροατή και ποια η κάθαρση που αποκομίζει βλέποντας την συντριβή του ήρωα; Ικανοποιείται απλώς μια πρωτόγονη ανάγκη-σχεδόν σαδιστική- που μας κάνει να νιώθουμε όμορφα παρακολουθώντας την καταστροφή ενώ εμείς είμαστε ασφαλείς –για την ώρα τουλάχιστον- στο κάθισμά μας; Ο αριστοτελικός φόβος; Ή το έλεος που νιώθουμε μπαίνοντας στη θέση των ηρώων συμπάσχοντας; Μάλλον όλα μαζί. Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα πιο σημαντικό. Από τον Αδάμ και την Εύα, έως τον Οιδίποδα, τον Ληρ ή την Άννα Καρένινα είτε οι ήρωες της μυθοπλασίας, είτε εμείς μέσα από την πτώση αυτή, βιώνουμε μια, μεγαλύτερη ή μικρότερη, στιγμιαία «φώτιση». Σα να διευρύνεται προς στιγμήν το πεδίο «αλήθειας» που μπορούμε να αντιληφθούμε. Οι πλάνες και οι αυταπάτες προς στιγμήν εξαφανίζονται ακόμα και αν το τίμημα που πληρώνει ο «ήρωας» είναι πικρό. Και κάθε φορά οι σίγουρα κερδισμένοι είναι οι ακροατές-αναγνώστες-θεατές. Λες και η δραματική μυθοπλασία γίνεται μια πολύ ολοκληρωμένη προσομοίωση ζωής που εκπαιδεύει τον παραλήπτη της σε ενδεχόμενες «πτώσεις» όπως οι πιλότοι εκπαιδεύονται σε εικονικά αεροπλάνα πριν να μπουν σε κανονικά σκάφη. Μη ξεχνώντας πως η «πτώση» είναι και με άλλο τρόπο ψυχαγωγική μια και αποτελεί αρχετυπική πηγή γέλιου. Παράδειγμα τα περίφημα «γκαγκς» των ανθρώπων που γλιστράνε και πέφτουν… με μπανανόφλουδες ή χωρίς. Βασική προϋπόθεση είναι βέβαια αυτός που πέφτει να ξανασηκωθεί. Τότε έχουμε κωμωδία. Αλλιώς έχουμε δράμα. Έστω και υπεραπλουστεύοντας. Είναι, πάντως, κατά τη γνώμη μου, τεράστιο ανθρωπιστικό κέρδος η δυνατότητα να μπορεί να διαχειρίζεται ένας πολιτισμός τον πόνο του, τις «πτώσεις» του, τις ατέλειες του δημιουργικά και να μην περιορίζεται σε μια ρητορεία εξύμνησης άτρωτων ιδανικών καθώς και την ανάγκη εδραίωσης τέλειων πνευματικών «αδριάντων»: Επικίνδυνων και αυταρχικών συμβόλων «καθαρότητας».

Τα παραμύθια του Άντερσεν είναι μια πλούσια πηγή  στοιχείων δημιουργικής αμφισημίας. Το δράμα αναμειγνύεται με την κωμωδία, το συναίσθημα με τον κυνισμό, η γοητεία με την απογοήτευση. Όλα είναι κάπως «λερωμένα», υποκαθιστώντας τους «παστεριωμένους» ιδεαλιστικούς κόσμους με άλλους πιο «λασπωμένους» από την «λάσπη» της οδυνηρής γοητείας της πραγματικότητας. Σ’ αυτά τα παραμύθια τα «μέσα» έρχονται «έξω» και τα «πάνω» «κάτω». Το σίγουρο είναι ότι τελικά όλη αυτή η «αναστάτωση» κάτι αποκαλύπτει. (Το τι ακριβώς έγκειται στην προσληπτική διάθεση του καθενός και μάλλον είναι πολύ στείρο να συνοδεύουμε ένα παραμύθι με «οδηγίες χρήσης». Η φαντασία οφείλει να ενεργοποιείται και να παραμένει ελεύθερη. Αλλιώς οδηγούμαστε σε στείρους διδακτισμούς.)

Μάλλον αυτές οι αποκαλυπτικές μέσω της φαντασίας αλήθειες για τον κόσμο είναι που γοητεύουν επί τόσα χρόνια μικρότερους και μεγαλύτερους. Τα παιδιά μυούνται κρυφοκοιτάζοντας στον κόσμο των ενήλικων ενώ οι ενήλικοι επιτρέπουν στο βλέμμα τους να ξαναγίνει αθώο (μιας και για τους ενηλίκους αποτελεί αποκάλυψη η επιστροφή σε μιαν απλότητα αναγκών, αξιών ακόμα και νοητικών σχημάτων, όπως η επιστροφή στο προφανές). Κι έτσι αμφότεροι συναντιούνται σε έναν «ουτοπικό» κόσμο που ενώνει αντί να διασπά με επικλήσεις χασμάτων  γενεών.

Ο Πρίγκιπας χοιροβοσκός, το παραμύθι του Άντερσεν πάνω στο οποίο βασίζεται η όπερά μας, χαρακτηρίζεται και στον τίτλο του ακόμη από αυτήν την αποκαλυπτική αμφισημία. Εδώ τίποτε δεν είναι όπως φαίνεται. Οι πρίγκιπες και οι πριγκίπισσες δεν είναι καθόλου  αναμενόμενοι και σίγουρα όχι ιδανικοί. Είναι συναρπαστικό το στοιχείο των ανατροπών των κλισέ που έχει αυτό το παραμύθι και αυτό είναι κάτι που φέρω κατευθείαν από τις παιδικές μου μνήμες.  Η επιλογή του συγκεκριμένου παραμυθιού για να αποτελέσει το υλικό του λιμπρέτου της καινούριας μας δουλειάς με τον Νίκο Κυπουργό ήταν για μένα αυθόρμητη.

Όλες οι αναλύσεις και η αιτιολόγηση της επιλογής ήρθαν μετά. Όπως δευτερογενής ήταν και η επεξεργασία ή η προσθήκη ηρώων που δεν υπογραμμίζονται στο παραμύθι του Άντερσεν. Η δική μας ιστορία δίνει χώρο στην Μικρή Ακόλουθο της κόρης του Αυτοκράτορα που τολμάει να είναι διαφορετική χωρίς να χάσει την σεμνότητά της. Που ξέρει τί θέλει και τί δεν θέλει χωρίς να κραυγάζει τις απόψεις τις. Και φυσικά στα Γουρούνια που με κάποιο τρόπο γίνονται αυτά οι συμπαθητικοί-αντιπαθητικοί αφηγητές της ιστορίας δείχνοντας μας τον κόσμο των ανθρώπων μέσα από τα μάτια τους: Ένα πραγματικό «χοιροστάσιο». Στον κόσμο αυτόν οι πρίγκιπες και οι πριγκίπισσες «λερώνονται» και «λερώνουν», χάνουν τις βεβαιότητες τους αλλά και την αλαζονεία τους, ανοίγοντας ίσως έτσι το δρόμο για ένα παραμύθι πιο βιωμένο, πιο πραγματικό, εντέλει πιο χειροπιαστό…

Ένα παραμύθι που θα τέλειωνε κάπως έτσι: και ζήσαν αυτοί…  ούτε καλά… ούτε τέλεια… ούτε wow! Αλλά… όσο καλύτερα μπορούσαν… Κι εμείς;… Θα δούμε…

Μουσική: Νίκος Κυπουργός
Λιμπρέτο – Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος

Μουσική διεύθυνση: Γιώργος Αραβίδης (7, 11, 12, 16, 18, 19, 20, 21, 22, 23/11 – 21, 23, 24/12 – 18, 20, 24, 25, 30/1 – 1, 8, 15/2 – 5, 6, 8/3) / Χρύσανθος Αλισάφης (14, 15, 16, 21, 22, 23, 27, 28, 29/1 – 3, 17, 18, 19, 20/2)
Αναβίωση σκηνοθεσίας: Ξένια Θεμελή – Κωνσταντίνα Ψωμά
Σκηνικά: Ευαγγελία Θεριανού
Κοστούμια: Κλαιρ Μπρέισουελ

Επιμέλεια φωτισμών: Νικόλαος Ξύδης

Πρίγκιπας:
Νίκος Στεφάνου (7, 16, 20/11 – 21/12 –  14, 18, 22, 24, 28/1 – 1, 3, 17, 19/2 – 8/3)
Χαράλαμπος Αλεξανδρόπουλος (11, 18, 22, 23/11 – 23/12 – 15, 16, 20, 21, 29/1, 8, 18/2 – 5/3)
Ιωάννης Κάβουρας (12, 19, 21/11 – 24/12 – 23, 25, 27, 30/1 – 15, 20/2 – 6/3)

Πριγκίπισσα:
Βάσια Ζαχαροπούλου (7, 11, 16, 18, 20, 22/11 –  21, 24/12 – 14, 15, 18, 21, 22, 24, 28/1 – 3, 17, 19/2 – 8/3)
Μαρία Μαυρομμάτη (12, 19, 21, 23/11 – 23/12 – 16, 20, 23, 25, 27, 29, 30/1 – 1, 8, 15, 18, 20/2 – 5, 6/3)

Βασιλιάς:
Κωστής Ρασιδάκης (7, 12, 16, 21, 22/11 – 23/12 – 14, 16, 21, 22, 25, 28, 29/1 – 3, 8, 17, 19/2 – 5, 8/3)
Κωστής Μαυρογένης (11, 18, 19, 20, 23/11 – 21, 24/12 – 15, 18, 20, 23, 24, 27, 30/1 – 1, 15, 18, 20/2 – 6/3)

Ακόλουθος:
Θεοδώρα Μπάκα (7, 16, 20, 22/11 – 21/12 – 14, 18, 21, 22, 28/1 – 3, 17, 19/2 – 8/3)
Μιράντα Μακρυνιώτη (11, 18, 23/11 – 23/12 – 15, 16, 20, 24, 29/1 – 1, 8, 18/2 – 5/3)
Αθηνά Καστρινάκη (12, 19, 21/11 – 24/12 – 23, 25, 27, 30/1 – 15, 20/2 – 6/3)

Αυλικοί:
Νίκη Χαζιράκη – Aικατερίνη Κρασσά (7, 16, 18, 21, 22/11 – 21, 24/12 – 14, 16, 20, 22, 25, 27, 29/1 – 1, 3, 8, 19/2 – 5/3)
Λητώ Μεσσήνη – Μαριλένα Στριφτόμπολα (11, 12, 19, 20, 23/11 – 23/12 – 15, 18, 21, 23, 24, 28, 30/1 – 15, 17, 18, 20/2 – 6, 8/3) 

Τρία γουρουνάκια:
Mανώλης Λορέντζος – Αρκάδιος Ρακόπουλος – Βασίλης Κωστόπουλος (7, 12, 16, 22/11 – 23, 24/12 – 15, 21, 22, 25, 28, 29/1 – 1, 8, 15, 17, 20/2 – 5, 8/3)
Αναστάσιος Στέλλας – Βασίλης Ασημακόπουλος – Αλέξανδρος Λούτας (11, 18, 19, 20, 21, 23/11 – 21/12 – 14, 16, 18, 20, 23, 24, 27, 30/1 – 3, 17, 18/2 – 6/3)

Συμμετέχει η Ορχήστρα της Παιδικής Σκηνής της ΕΛΣ