Σούσα, Περσία. Κραυγές και θρήνοι απλώνονται στο μέχρι τότε κραταιό βασίλειο, όταν διαδίδεται η είδηση της μεγάλης ήττας. Ο στρατός του Ξέρξη, γιου του Δαρείου, κατατροπώθηκε από τους Έλληνες και όπως σε κάθε μεγάλο πόλεμο, χάθηκαν ζωές, έσβησε η περηφάνια ενός έθνους και σκορπίστηκε παντού μίσος, πόνος και οργή.

Οι «Πέρσες» από τις αρχαιότερες τραγωδίες που σώζονται και ένα από τα πρωιμότερα έργα του Αισχύλου, είναι ένα κείμενο αντιπολεμικό, που υμνεί τα κατορθώματα των Ελλήνων από τη σκοπιά των ηττημένων, οι οποίοι μετά την διάλυση του στρατού τους, φαίνονται να υιοθετούν μία παθητική στάση, ενώ παραδέχονται πως ήταν εξαρχής παράτολμο και επικίνδυνο εγχείρημα. Κατά μία έννοια βέβαια, επαληθεύεται ότι η ιστορία – ή έστω η μυθοποίησή της – γράφεται με τα όποια παρελκόμενα, από την πλευρά των νικητών.

Η δομή των «Περσών» είναι αρχαϊκή και διαφέρει από τα υπόλοιπα έργα που έχουν φτάσει σε μας. Δεν υπάρχει έντονη διάκριση μεταξύ επεισοδίων και στάσιμων και η αφήγηση υποκαθιστά σε αρκετά σημεία τη δράση, έτσι ώστε να μας παρουσιάζεται η σύνδεση έπους και τραγικής ποίησης. Όσον αφορά στην ιστορική πλευρά των γεγονότων, μπορεί να μην καταγράφουν την απόλυτη αλήθεια με κάθε απόχρωση ή λεπτομέρεια, παρόλα αυτά δεν μεταβάλλουν το πνεύμα και το γενικό πλαίσιο της εποχής.

Στην μακρινή Περσία, υπάρχει έντονη ανησυχία και προβληματισμός. Έχει περάσει αρκετός καιρός από την τελευταία φορά που έλαβαν νέα του Ξέρξη και του στρατού του, από τη μακρινή Δύση. Απαριθμώντας τους λαούς που συμμετέχουν στην τεράστια εκστρατεία, αναπτύσσεται μια αισιόδοξη πεποίθηση. Όμως βάσει κάποιων χρησμών, ξαναγεννιούνται οι φόβοι και οι υποψίες. Όταν καταφθάνει η μεγαλοπρεπής σύζυγος του Δαρείου και μητέρα του Ξέρξη, Άτοσσα, φοβισμένη αφηγείται ένα όνειρο και κάποιους κακούς οιωνούς που αντίκρισε στο βωμό το ίδιο πρωί. Τα κακά νέα δεν αργούν να συγκλονίσουν ολόκληρο το έθνος τους. Ο Αγγελιαφόρος καταφθάνει και ανακοινώνει την συντριπτική ήττα των Περσών από τους Έλληνες στα στενά της Σαλαμίνας. Σπαραγμοί και οδυρμοί ξεσπούν στον απολογισμό των νεκρών αγαπημένων, ενώ ο θυμός και το μίσος είναι διάχυτα απέναντι στην αλαζονεία του βασιλιά. Ακούγοντας τις επικλήσεις τους, ο νεκρός Δαρείος εμφανίζεται σαν όραμα στο λαό του και μιλά για τα αλαζονικά λάθη του γιου του, ενώ δίνει συμβουλές για τη συνέχεια της πορείας τους. Όταν αργότερα εμφανίζεται ο Ξέρξης, τον κατηγορούν για απερισκεψία και εγωκεντρισμό, ενώ ζητούν σπαρακτικά πίσω, τους πεσόντες σε αυτόν τον ανελέητο πόλεμο…

Η παράσταση του ΚΘΒΕ δια χειρός Νικαίτης Κουντούρη, είχε κάποια πολύ δυνατά στοιχεία, όσο και ορισμένες αδυναμίες. Καλόγουστη και εύστοχη ήταν η τοποθέτηση των «Νυμφών του πένθους», μαζί με τον χορό των γερόντων, τα οποία είχαν ρυθμό, αρμονία και συνοχή μεταξύ τους. Υπέροχες οι χορογραφίες του Κώστα Γεράρδου. Όμορφη επίσης η σύνδεση του κειμένου με το καβαφικό ποίημα στο φινάλε. Εντυπωσιακή και ευρηματική, αν και όχι ιδιαίτερα πρωτότυπη, ήταν η εμφάνιση του Δαρείου, σαν να ξυπνάει από τη μεγαλοπρεπή του σαρκοφάγο, όπως επίσης και η εμφάνιση του Ξέρξη, με τις Ερινύες που τον κυνηγούν από την κόλαση. Υπήρχε μια έντονη ανομοιογένεια ως προς την εκφορά του λόγου από πλευράς των ηθοποιών, καθώς κυμαινόταν από τη λιτότητα και τον ρυθμό μέχρι τον στομφώδες παλαιικό τρόπο. Η αλήθεια είναι ότι σπανίζουν πια οι φορές που εντοπίζεται μια γενική, ομοιόμορφη διδασκαλία ρυθμικής εκφοράς, κάτι που λείπει από τα σύγχρονα ανεβάσματα, πιθανόν γιατί σε κάποιους φαντάζει παρωχημένο (;). Η μετάφραση του Παναγιώτη Μουλλά, μοιάζει σχεδόν ανεπηρέαστη από το χρόνο και δίνει στο κείμενο του Αισχύλου τη βαρύτητα που του αναλογεί. Το σκηνικό του Γιώργου Πάτσα ήταν μοντέρνο και λειτουργικό, εξυπηρέτησε όλη την σκηνοθετική σύλληψη, όπως επίσης και οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου. Έξοχα τα εντυπωσιακά κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ, που έδωσαν ένα υποβλητικό σκηνικό αποτέλεσμα. Ιδιαίτερη μνεία για τη μουσική της Σοφίας Καμαγιάννη, που δένει ιδανικά με τα επί σκηνής τεκταινόμενα και τονίζει τις λεπτές συναισθηματικές αποχρώσεις του έργου.

Από πλευράς ερμηνειών, ο Άκης Σακελλαρίου, κλήθηκε να ερμηνεύσει τον χαρακτηριστικό ρόλο της Άτοσσας, γεγονός που θα μπορούσε να ξεφύγει στα όρια του εξεζητημένου. Απέφυγε με επιτυχία το σκόπελο, ενώ με ακρίβεια και τεχνική, απέδωσε την Περσίδα βασίλισσα, ισορροπώντας σε λεπτό συναίσθημα. Ο Δαρείος του Γιάννη Φέρτη, είχε βεβαίως πυγμή και καθηλωτική παρουσία, όμως παρουσίασε μια κάπως πιο μετριοπαθή ερμηνεία. Από την άλλη, ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος ως Αγγελιοφόρος , ήταν νευρώδης και έντονος, με σωστό λόγο και ένταση φωνής, όμως χαρακτηριζόταν από παλαιάς κοπής στόμφο, παρασυρμένος ίσως από το πιο γνωστό κομμάτι του κειμένου «Ίτε παίδες Ελλήνων…», που παραδοσιακά αποσπά τα περισσότερα εύσημα του κοινού. Ο Γιώργος Κολοβός, ως συγκλονιστικά απογυμνωμένος – κυριολεκτικά και μεταφορικά – βασιλιάς Ξέρξης, είχε τον δυναμισμό του ηθοποιού που θέλει να κατακτήσει την σκηνή. Το αποτέλεσμα ήταν καλό, ειδικά ως προς την κίνηση και το στήσιμο του σώματος, όχι όμως καθηλωτικό.

Συνοπτικά, πρόκειται για μια άρτια δουλειά, που παρά τις μικρές αδυναμίες, περιέχει εξαιρετικά συνθετικά στοιχεία και ευρήματα.