Ο Γιάννης Μόσχος, είναι άνθρωπος δοσμένος στο θέατρο από κάθε άποψη, θεωρητικώς και πρακτικώς. Εκτός από πανεπιστημιακός διδάκτορας του τμήματος Θεατρικών Σπουδών, έχει υπάρξει σκηνοθέτης σπουδαίων παραστάσεων και παραγωγών, σε μερικές από τις μεγαλύτερες σκηνές της Ελλάδας. Αυτόν τον καιρό παρουσιάζει το τσεχωφικό έργο «Διασκεδαστικές ιστορίες περί θνητότητας» στο Φεστιβάλ Αθηνών και μιλάει στο culturenow για τις προσδοκίες του, καθώς και την ενδιαφέρουσα πορεία του στο χώρο. 

– Στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, παρουσιάζεται η παράσταση «Διασκεδαστικές ιστορίες περί θνητότητας» που βασίζεται σε σπουδαία έργα του Τσέχωφ. Μιλήστε μας για το τι πραγματεύεται και πώς αυτό αναδεικνύεται μέσα από την σύνθεση πασίγνωστων θεατρικών κειμένων.

Γιάννης Μόσχος: Για τις ανάγκες της παράστασης χρησιμοποιούνται δέκα διηγήματα του Τσέχωφ, που αποτελούν και τον βασικό κορμό της σύνθεσης. Από τα γνωστά θεατρικά του έργα (Βυσσινόκηπος, Θείος Βάνιας, Τρεις αδελφές,) χρησιμοποιούνται μόνο κάποιες φράσεις στην έναρξη και στο φινάλε της παράστασης. Κοινός συνδετικός άξονας της σύνθεσης των κειμένων είναι η κωμικοτραγική προσπάθεια που κάνουμε όλοι μας να δικαιώσουμε την ύπαρξή μας. Δέκα μικρές ιστορίες  για  την αγωνιώδη μας προσπάθεια ν’ αποδείξουμε στους εαυτούς μας και στους άλλους πως είμαστε σημαντικοί, παραγνωρίζοντας το γελοίο των προσπαθειών μας και αρνούμενοι τη θνητότητά μας.

– Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να διασκευάσει κανείς τον τσεχωφικό λόγο ως προς μια νοηματική κατεύθυνση, τόσο από την πλευρά της συγγραφικής σύνθεσης όσο και της σκηνοθεσίας;

Γ.Μ: Η σύνθεση επιχειρεί να μην εγκλωβιστεί σε μια και μόνο νοηματική κατεύθυνση. Υπάρχει ο κοινός συνδετικός άξονας που προανέφερα και διέπει την επιλογή των κειμένων,  αλλά η πρόθεση είναι να παραμείνει «ανοιχτό» το νόημα για τον θεατή, ώστε να μπορεί να αναλογιστεί ο καθένας μέσα από τις δικές του προσλαμβάνουσες για το μάταιο και γελοίο της ύπαρξής μας. Η διασκευή των διηγημάτων δεν αποσκοπεί στην πλήρη δραματοποίηση τους, αντιθέτως έχει διατηρηθεί ο αφηγηματικός τους χαρακτήρας. Οι τέσσερις υπέροχοι ηθοποιοί με τους οποίους συνεργάζομαι (Αλέξανδρος Μυλωνάς, Μιχάλης Οικονόμου, Εύη Σαουλίδου, Λυδία Φωτοπούλου) λειτουργούν κυρίως ως αφηγητές και  με παιγνιώδη διάθεση μεταπηδούν από την αφήγηση στην ενσάρκωση των προσώπων των διασκεδαστικών αυτών ιστοριών. Στα διηγήματα έχει γίνει η απαραίτητη «λιποαναρρόφηση» (αδόκιμος βέβαια ο όρος για λογοτεχνικά κείμενα, αλλά νομίζω ότι ο Τσέχωφ θα διασκέδαζε με τον όρο αυτό) χάριν της θεατρικής οικονομίας.

– Κατά τη γνώμη σας υπάρχουν κοινά στις αναζητήσεις των ρωσικών ηρώων του 1900, με το σημερινό μέσο άνθρωπο;

Γ.Μ: Τα διηγήματα του Τσέχωφ αν και έχουν γραφτεί πριν από τόσες πολλές δεκαετίες μοιάζουν πραγματικά σαν να έχουν γραφτεί μόλις σήμερα. Οι συνθήκες της ζωής μας μπορεί να απέχουν πολύ από αυτές της τσαρικής Ρωσίας του 19ου αιώνα, όμως –κυριολεκτικά– τίποτα δεν έχει αλλάξει στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Οι άνθρωποι εξακολουθούν και θα εξακολουθήσουν –όπως φαίνεται– να αγωνιούν για τα ίδια ακριβώς πράγματα. Και είναι πραγματικά σπαρακτικό να ακούμε τους τσεχωφικούς ήρωες να αναρωτιούνται πως θα είναι η ζωή μετά από εκατό και διακόσια χρόνια. Να ‘μαστε λοιπόν εμείς εδώ, μετά από εκατό και πλέον χρόνια, ζώντας με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, να εξακολουθούμε να μην έχουμε απαντήσεις αλλά μόνο ερωτήματα για τη ζωή.

– Εσείς προσωπικά σε ποια σημεία θα λέγατε πως συνταυτίζεστε με το τσεχωφικό σύμπαν;

Γ.Μ: Με συγκινεί πολύ στον Τσέχωφ η στοχαστική παρατήρησή του πάνω στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Αν και  εκθέτει όλη τη μικρότητα του ανθρώπου, την ίδια στιγμή φωτίζει και όλο το μεγαλείο του.  Η κατανόηση του Τσέχωφ για τις αντιφάσεις της ανθρώπινης φύσης και η βαθιά πίστη του και αγάπη για τον άνθρωπο είναι για μένα οδηγός ζωής. Και χρωστάω στον σπουδαίο αυτό συγγραφέα και μια μεγάλη αποκάλυψη: η ζωή είναι περισσότερο μια κωμωδία παρά μια τραγωδία. Δεν έχω βέβαια ακόμα την ωριμότητα να αποδεχτώ τη φαιδρότητα των δικών μου μικρών, προσωπικών δραμάτων, αλλά όσο μεγαλώνω ολοένα και περισσότερο αρχίζω, ευτυχώς, και το αντιλαμβάνομαι.

– Στο βιογραφικό σας συναντά κανείς αξιοζήλευτες συνεργασίες και παραγωγές. Ποιες θυμάστε πιο έντονα και τι αποκομίσατε από αυτές;

Γ.Μ: Είχα την τύχη να συνεργαστώ με σημαντικούς ανθρώπους στους οποίους οφείλω τη θεατρική –και όχι μόνο– ενηλικίωσή μου. Ας αναφερθώ πρώτα στον πρόωρα χαμένο Τάσο Μπαντή του οποίου υπήρξα βοηθός στα πρώτα μου θεατρικά βήματα. Η «παράλογη» πίστη του και αφοσίωσή του στο θέατρο υπήρξε ένα μεγάλο μάθημα για μένα. Η απουσία του, όσο περνούν τα χρόνια, μου είναι ολοένα και πιο οδυνηρή.  Οφείλω πολλά και στον Γιάννη Χουβαρδά που με συμπεριέλαβε στην οικογένεια του Θεάτρου του Νότου στο ιστορικό Θέατρο Αμόρε. Όχι μόνο για τις ευκαιρίες που μου έδωσε, αλλά κυρίως για τη δυνατότητα να έρθω σε επαφή τόσο με τον ίδιο και τη σκηνοθετική του ευφυΐα, όσο και με πολλούς εκλεκτούς ανθρώπους του ελληνικού θεάτρου.

Από τους δασκάλους μου στο Τμήμα Θεάτρου του Α.Π.Θ., απ’ όπου αποφοίτησα, ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να κάνω στον Νικηφόρο Παπανδρέου και στη Λυδία Κονιόρδου στους οποίους χρωστώ μεγάλες αποκαλύψεις για τη θεωρία και την πράξη του θεάτρου. Στον πνευματικό μου μέντορα Νικηφόρο Παπανδρέου χρωστάω και μια πολυετή και πολύτιμη συνεργασία με τον ίδιο και την ηθοποιό Έφη Σταμούλη στην Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης» της Θεσσαλονίκης. Άλλος σημαντικός σταθμός για μένα υπήρξε η συνεργασία με την Ξένια Καλογεροπούλου και την αειθαλή καλλιτεχνική νεότητά της. Στη Μικρή Πόρτα της σκηνοθέτησα το 2004 ένα έργο  που πραγματικά το λάτρεψα: το Ένα αλλιώτικο καλοκαίρι του βρετανού Μάικ Κένι, έχοντας συμπαραστάτες εξαιρετικούς συνεργάτες (Νίκος Βίττης, Δημήτρης Καταλειφός,  Έλλη Παπαγεωργακοπούλου, Ιωάννα Παππά, Λευτέρης Παυλόπουλος, Κωστής Σκαλιόρας). Είναι μια παράσταση που συνέβη κάτι σχεδόν μαγικό (ακούγεται υπερβολή, το ξέρω): ο πλήρης συγχρωτισμός όλων μας σε ένα παραστασιακό αποτέλεσμα που μας υπερέβαινε.

Σε όλους αυτούς τους ανθρώπους που ανέφερα, αλλά και σε άλλους πολλούς (στους οποίους θα ήθελα να αναφερθώ αλλά ο χώρος δεν μου επιτρέπει ), οφείλω ό,τι μικρό και ασήμαντο έχω καταφέρει έως σήμερα.

– Σε ποια φάση θεωρείτε ότι βρίσκεται το ελληνικό θέατρο αυτή τη στιγμή; Κάποια «πρόβλεψη» για το άμεσο μέλλον ως προς την εξέλιξή του;

Γ.Μ: Σήμερα που η ελληνική πολιτεία έχει καταργήσει τις επιχορηγήσεις του ελεύθερου θεάτρου (αν και δεν το ομολογεί δημοσίως), το θεατρικό τοπίο της χώρας έχει αλλάξει άρδην. Και παρόλο που η ελληνική πολιτεία προσπαθεί να γυρίσει το ελληνικό θέατρο δεκαετίες πίσω,  οι άνθρωποι του θεάτρου όχι μόνο δεν έχουν πτοηθεί από τις εργασιακές αντιξοότητες και τις δυσκολίες επιβίωσης (που αφορούν βέβαια το σύνολο του πληθυσμού), αλλά αντιθέτως έχουν πεισμώσει. Ο οργασμός θεατρικών παραγωγών που υπάρχει κάθε χρόνο –ο οποίος έχει βέβαια και κάποιες αρνητικές όψεις– με γεμίζει με αισιοδοξία πως το ελληνικό θέατρο θα βρει τον τρόπο να ξεπεράσει τους σκοπέλους της σημερινής δύσκολης πραγματικότητας.

– Τα επόμενα σχέδιά σας, ύστερα από την ολοκλήρωση των παραστάσεων στο Φεστιβάλ;

Γ.Μ: Αδημονώ βέβαια να βρεθώ κι εγώ κάτω από την ήλιο σε μια παραλία. Και από Σεπτέμβριο επιστροφή στο θέατρο: μια επανάληψη περσινής μου σκηνοθετικής δουλειάς και μάλλον μια καινούργια παραγωγή για τον Ιανουάριο του 2015, σχέδια που δεν είναι ακόμα ανακοινώσιμα. Ενώ με περιμένει και μια μεταδιδακτορική έρευνα στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών (έχω βλέπετε ένα διχασμό ανάμεσα στην πράξη και τη θεωρία του θεάτρου) για τη δραστηριότητα της Ξένιας Καλογεροπούλου από το 1965 έως και το 2013, ένας φόρος τιμής σε μια σπουδαία Κυρία του ελληνικού θεάτρου  που εκτιμώ απεριόριστα.


Info:

Η παράσταση  «Διασκεδαστικές ιστορίες περί θνητότητας» θα παρουσιαστεί στην Πειραιώς 260, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών στις 18, 19 και 20 Ιουλίου 2014.