Από τις εκδόσεις Γκοβόστη κυκλοφορεί σε επίτομη έκδοση, Οι Δαιμονισμένοι του Φιόντορ Ντοστογιέβσκη σε μετάφραση από τα Pωσικά του Άρη Αλεξάνδρου.

Δεν είναι το βιβλίο ενός Ανθρώπου, δεν είναι το βιβλίο ενός Λαού και μιας Εποχής – είναι το Ημερολόγιο της Ψυχής του Κόσμου. Ποτέ και σε κανένα έργο λογοτεχνικό, κοινωνιολογικό, φιλοσοφικό, δεν παρουσιάστηκε ακέραιη η Ανθρωπότητα, έτσι και τόσο γυμνή αντίκρυ στη Φύση, στον Θεό, στον εαυτό της. Το πρόβλημα, το αιώνιο πρόβλημα της ζωής και της καταγωγής της και του σκοπού της, το πρόβλημα της ελευθερίας της βούλησης και των ορίων της, το πρόβλημα του θανάτου και της εκλογής του, ποτέ κανείς δεν το βίωσε τόσο καυστικά, τόσο τραγικά, όσο οι Δαιμονισμένοι. Μέσα στο συμπαντικό χάος περιδινούνται, συγκρούονται, συντρίβονται κι αρμονίζονται σαν ήλιοι οι ψυχές των Δαιμονισμένων, οι ανθρώπινες ψυχές, οι ψυχές μας, φλεγόμενες απ’ την ίδια τους τη φλόγα, φωτίζοντας με τη φλόγα τους τον εαυτό τους και το αιώνια ανανεούμενο και μεγαλυνόμενο θαύμα του Κόσμου. Σ’ αυτό το έργο ο Ντοστογιέβσκη μάς περιγράφει, ή –για να κυριολεκτούμε– ζει, με το γνώριμο πυρετικό τρόπο του, την ίδια την αεικίνητη και ταραγμένη ζωή του, ζει τις ιδέες και αντιλήψεις του για τον Θεό και τον κόσμο, για την κοινωνία και τους λαούς, για την επικρατούσα τάξη πραγμάτων και την επανάσταση. Οι Δαιμονισμένοι είναι το πύρινο Ημερολόγιο της Ψυχής της Οικουμένης.

Ο Φιόντορ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέβσκη γεννήθηκε στη Μόσχα στις 30 Οκτωβρίου 1821. Ο πατέρας του, ιδιαίτερα μορφωμένος και ευλαβής χριστιανός, άσκησε σημαντική επιρροή στο συγγραφέα και κατ’ επέκταση στο έργο του.

Αφού ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του, έδωσε εξετάσεις και πέρασε στη Στρατιωτική Σχολή Μηχανικού, που όπως αργότερα αποδείχθηκε δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα. Πάθος του ήταν η λογοτεχνία.

Η συγγραφική του σταδιοδρομία ξεκίνησε το 1844 με το έργο του Οι φτωχοί. Η σχέση του με τους σοσιαλιστικούς κύκλους των φουριεριστών οδήγησε στη σύλληψή του από την αστυνομία το 1849 και στη φυλάκισή του. Καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά τελικά, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα του δόθηκε χάρη. Εξέτισε τετραετή ποινή σε καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία.

Καταβεβλημένος σωματικά και ψυχικά επέστρεψε στη Ρωσία, όπου και επιδόθηκε στο συγγραφικό του έργο. Χρέη τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει για άλλη μια φορά την αγαπημένη του πατρίδα και να καταφύγει στην Ευρώπη μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του Άννα Σνίτκιν. Η νοσταλγία όμως τον οδήγησε ξανά στην Πετρούπολη, όπου και πέθανε το 1881.