Ξεκίνησα να ζωγραφίζω, σαν όλα τα παιδιά, γεμίζοντας ατελείωτα μπλοκ ιχνογραφίας. Ιχνογραφία λέγεται το ίχνος που αφήνει ένα εργαλείο γραφής καθώς σύρεται σε μία επιφάνεια. Η αρχαιότερη γλώσσα εικονοποίησης ιδεών. Νομίζω πως παρακολουθώντας την τροχιά αυτού του ίχνους να εξελίσσεται, η φαντασία μου αιχμαλωτίστηκε για πάντα στις άδειες επιφάνειες και τις μετέτρεψε σε μαγικές οθόνες της φαντασίας. Σε ενδιάμεσο παράθυρο του ασυνείδητου και του συνειδητού. Το εργαλείο γραφής, είτε μολύβι, είτε καρφί που χαράσσει έναν τοίχο, είτε πινέλο με χρώμα ήταν και είναι για εμένα το μαγικό ραβδί που μεταμορφώνει την πραγματικότητα.

Κατόπιν άρχισα να ανακαλύπτω τα βιβλία που υπήρχαν στις βιβλιοθήκες των γονιών μου. Με έκπληξη και χαρά βρήκα ένα μεγάλο πανόδετο βιβλίο Ιμπρεσιονιστών, που είχαν φέρει οι γονείς μου από το γαμήλιο ταξίδι τους στο Παρίσι. Ήταν εικονογραφημένο με υπέροχες ζωγραφιές απέραντων σταροχώραφων που ο άνεμος θρόιζε τα σπαρτά στο μανιασμένο του πέρασμα, ανθισμένους οργιώδεις κήπους, μικρά μυστηριώδη αλσύλλια, χαμηλούς λόφους, ατελείωτο ορίζοντα και μακρινά βουνά. Κατάπληκτος, γιατί ήταν ό, τι έβλεπα κι εγώ στην Θεσσαλική εξοχή, μικρός νόμιζα ότι ο Van Gogh, ο Monet, ο Sisley, ο Degas, o Signac και όλη η υπόλοιπη παρέα του βιβλίου μου, ήταν πατριώτες μου Λαρισαίοι.

Αυτό λοιπόν ήταν και το αρχετυπικό τοπίο της μνήμης μου. Αργότερα, στην Αθήνα ανακάλυψα ότι αν δεν ζωγραφίζεις θάλασσα, ελιά, ξερολιθιά και Αττικό φώς, δεν κάνεις Ελληνικό τοπίο. Λάθος πατριδογνωσία. Αυτό όμως το μικρό φετίχ των παιδικών μου χρόνων, “το βιβλίο των βιβλίων”, το δικό μου ευαγγέλιο, το εξωτικό μου όραμα (γιατί είχε έρθει από το εξωτερικό) είχε και τις πρώτες γυμνές γυναίκες που είδα στη ζωή μου. Ζωγραφισμένες από τον Degas, τον Manet, τον Renoir και τον Lautrec και επειδή ήταν βιβλίο ζωγραφικής επιτρεπόταν να το κοιτάω. Την δεκαετία του εξήντα ήταν δύσκολο να δεις “γυμνά” στην πόλη μου, γιατί δεν ήταν παραθαλάσσια και “γυμνό” δεν υπήρχε ούτε στις διαφημίσεις, ούτε στην τηλεόραση, ούτε πουθενά σε κοινή θέα. Ήταν η εποχή της λογοκρισίας. Θυμάμαι ότι με σκανδάλιζε η συναναστροφή γυμνών και ντυμένων, όπως στο “Πρόγευμα στη Χλόη” του Manet, η “Ολυμπία” και πολλά άλλα. Έτσι άρχισα να προσπαθώ να τα αντιγράψω όπως τα αντιλαμβανόμουνα. Σιγά σιγά και καθώς μεγάλωνα άρχισα να αντιγράφω Αναγεννησιακούς και Μπαρόκ πίνακες, με μυθολογικά και ιστορικά θέματα που κοσμούσαν τα εξώφυλλα των δίσκων κλασσικής μουσικής των γονιών μου, με τα λάδια της μάνας μου που ζωγράφιζε ερασιτεχνικά. Έτσι λοιπόν και καθώς στο γυμνάσιο αρένων ήμουν εσωστρεφές παιδί, άρχισε να μου εδραιώνεται η ιδέα ότι ο χώρος της τέχνης είναι ένας ανεκτικός χώρος (αφού ντυμένοι, γυμνοί, ήρωες, πολεμιστές, θεοί, προλετάριοι και βασιλιάδες συνυπάρχουν αρμονικά) κι ήμουνα ελεύθερος να κάνω ό, τι θέλω.

Το καλοκαίρι του 1980 απέτυχα στη νομική για την οποία προετοιμαζόμουνα και καθώς ο Καββαδίας που διάβαζα εκείνο το καλοκαίρι παρέσερνε τη φαντασία μου σε μακρινά ταξίδια υπερπόντια, άρχισα να κάνω κουβέντα στους δικούς μου για να μπαρκάρω. Μου φαινόταν το πιο φυσιολογικό για κάποιον που απέτυχε στη Νομική. Η μάνα μου πανικόβλητη, αφού δεν ήθελα να ξαναδώσω εξετάσεις, σκέφτηκε την Καλών Τεχνών, που ήταν και σχολή του Πολυτεχνείου, σαν λύση (αφού δεν ήξερα κάτι άλλο να κάνω) πράγμα που δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό. Νόμιζα ότι οι ζωγράφοι ήταν “εκ θεού” κάτι σαν κατάρα και ευλογία συνάμα. Δεν ήξερα ότι την τέχνη την σπουδάζεις μιας και όλη η κοινωνική τάξη της οικογένειάς μου θεωρούσε ότι οι καλλιτέχνες ήταν μια συνομοταξία τρελών και γραφικών τύπων που ζούσαν, στο περιθώριο, έκλυτο βίο και πέθαιναν στην ψάθα.

Μετακόμισα λοιπόν εκείνο το μοιραίο καλοκαίρι αναγκαστικά στην Αθήνα, απέκτησα δικό μου σπίτι  και εργαστήριο στου Γκύζη και ενηλικιώθηκα. Το 1981 η πόρτα του εργαστηρίου του Στέφου και κατόπιν η πύλη της Σχολής Καλών Τεχνών έμελλαν να είναι για μένα κάτι σαν την πόρτα της καμπίνας του Δρ. Χού. Ένα ταξίδι σε μία άλλη πραγματικότητα. Σπούδασα με δασκάλους τον Γ. Μόραλη και τον Δ. Μυταρά που τους οφείλω πολλά, καθώς και φίλους και συναδέλφους μεγαλύτερους ηλικιακά από εμένα που θαύμαζα και με παρέσερναν. Το 1987 πήγα στο Παρίσι στην Ecole des Beaux και στην Ecole des Arts Decoratifs αφού είχα ταυτόχρονα δύο υποτροφίες. Εκεί αισθάνθηκα σαν στο σπίτι μου αφού επέστρεψα στην χώρα των ηρώων του “παιδικού μου βιβλίου”. Εκεί μορφώθηκα ουσιαστικά από τα μουσεία και τις μεγάλες εκθέσεις. Από την στενή αδιαμεσολάβητη επαφή με τα σπουδαία έργα. Βρισκόμουνα επιτέλους εκεί που ποθούσα πάντα να είμαι, σ’ αυτό που θεωρούσα φυσικό μου χώρο∙ τα μουσεία, το μεγάλο σχολείο.

Γύρισα το 1991 στην Ελλάδα για να ξαναφύγω, πράγμα που δεν συνέβη και έκτοτε ζω και εκθέτω τα έργα μου εδώ και στο εξωτερικό.

Η Art Athina στην οποία συμμετέχω, καθώς και μία-δυο Biennale που γίνονται στη χώρα μας, μία χώρα που λίγο ενδιαφέρον έχει για τις τέχνες ή και καθόλου, είναι ένας πολύ σημαντικός θεσμός και πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού. Είναι ο χώρος που συναντώνται ένα μεγάλο μέρος των καλλιτεχνών της πατρίδας μας με καλλιτέχνες άλλων χωρών, ένα πλήθος φιλότεχνων επισκεπτών και συλλεκτών που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι έχεις έναν γόνιμο διάλογο σε ένα διεθνές περιβάλλον.

Info: Ο Τάσος Μισσούρας γεννήθηκε στη Λάρισα τον Φεβρουάριο του 1963. Το 1986 αποφοιτά από την Α.Σ.Κ.Τ. Καθηγητές του στην Α.Σ.Κ.Τ., υπήρξαν οι: Δημήτρης Μυταράς, Ρένα Παπασπύρου, Γιάννης Μόραλης, Δημήτρης Κούκος και Ζαχαρίας Αρβανίτης. Το 1987 με υποτροφία του γαλλικού κράτους (CROUS) συνεχίζει τις σπουδές του στην Ecole Νationale Superieure des Beaux-Arts στο Παρίσι στο εργαστήριο του Leonardo Cremonini (1987-1991). Το 1988 κερδίζει υποτροφία τριών χρόνων του ελληνικού κράτους (Ι.Κ.Υ.) για την Ecole Nationale Superieure des Arts Decoratifs. Από το 1991 μέχρι σήμερα έχει πραγματοποιήσει 5 ατομικές εκθέσεις (Αίθουσα Τέχνης Αθηνών, Αίθουσα Τέχνης Τερακότα – Θεσσαλονίκη, Ίδρυμα Τεχνών L’Estree, Ropraz Λωζάνη, Ελβετία, Dream Navigator – Μουσείο Φρυσίρα Αθήνα) ενώ έχει συμμετάσχει σε πλήθος ομαδικών εκθέσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

*Αναδημοσίευση από το περιοδικό CultureNow Mag, τεύχος 28