Η μινιμαλιστική μουσική επιστρέφει στη σκηνή της Αίθουσας Δημήτρης Μητρόπουλος μέσα από πρωτόγνωρα ηχοτοπία σύγχρονων δημιουργών που θα παρουσιάσει το Ergon Ensemble, ένα σύνολο προσηλωμένο στην προώθηση των αριστουργημάτων του 20ού και 21ου αιώνα, με εξαιρετικές κριτικές για την αρτιότητα των εκτελέσεών του.

Στο πλαίσιο της Σειράς «Σύγχρονη Μουσική Δημιουργία», οι μουσικοί του Ergon, την Τρίτη 8 Απριλίου (ώρα: 20:30), θα ερμηνεύσουν έργα Τζον Λούθερ Άνταμς (The Light Within), Σάογιονγκ Τσεν (Evapora), Στηβ Ράιχ (Double Sextett), Άρβο Περτ (Frâtres) και Λούις Άντρισσεν (Workers Union), σε μια προσπάθεια να ανιχνεύσουν την πορεία της μουσικής είτε μέσα από την ανελέητη επανάληψη (loop) είτε μέσα από την προέκτασή της στο χρόνο (drone).

Ο John Luther Adams (γενν. 1953), γνωστός στις ΗΠΑ και ως JLA, έχει χαρακτηριστεί από τον αμερικανικό Τύπο ως «ο πιο αυθεντικός μουσικός στοχαστής του νέου αιώνα». Η ζωή και το έργο του είναι βαθιά συνδεδεμένα με τον φυσικό κόσμο. Από νεανική ηλικία ασχολήθηκε με το οικολογικό κίνημα, ενώ έχει διατελέσει και Διευθύνων Σύμβουλος του Περιβαλλοντικού Κέντρου της Βόρειας Αλάσκας. Για τη συμβολή του σε θέματα περιβαλλοντικής αφύπνισης μέσω της τέχνης τού έχουν απονεμηθεί τα βραβεία  Heinz και Nemmers του Βορειοδυτικού Πανεπιστημίου των Ην. Πολιτειών. Μεγάλωσε στον αμερικανικό Νότο και στα προάστια της Νέας Υόρκης. Είναι συγγραφέας δύο βιβλίων, το πρώτο από τα οποία είναι μια συλλογή δοκιμίων με θέμα τη ζωή και το έργο του στην Αλάσκα, ενώ το δεύτερο αναφέρεται στην εγκατάσταση που παρουσίασε πριν από μερικά χρόνια στο Μουσείο του Βορρά, όπου ρεύματα γεωφυσικών δεδομένων μεταφράζονταν σ’ ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον ήχου και φωτός. Ο Τζων Λούθερ Άνταμς  μελέτησε σύνθεση στο Ινστιτούτο Τεχνών της Καλιφόρνιας.

Έχει γράψει έργα για ορχήστρα, σύνολα μουσικής δωματίου, κρουστά και ηλεκτρονικά μέσα, καθώς και έργα για φωνή, αλλά και μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο, τα οποία παίζονται συχνά σε όλο τον κόσμο από φημισμένα σύνολα όπως οι Συμφωνικές του Σικάγο και της Μελβούρνης, η Φιλαρμονική της Ολλανδικής Ραδιοφωνίας, κ.ά. Ο αμερικανός συνθέτης έχει διδάξει στα Πανεπιστήμια Χάρβαρντ και Αλάσκας, καθώς και σε αμερικανικά κολέγια και ωδεία. Έχει συνεργαστεί ως μόνιμος συνθέτης με τη Συμφωνική και την Όπερα του Άνκορατζ και με άλλους αμερικανικούς καλλιτεχνικούς και ραδιοτηλεοπτικούς φορείς. Υπήρξε επίσης Πρόεδρος του Αμερικανικού Μουσικού Κέντρου. H ορχηστρική εκδοχή με ηλεκτρονικούς ήχους του έργου του The Light Within γράφτηκε το 2010, έχει διάρκεια γύρω στα 12 λεπτά και αποτελεί παραγγελία της Ορχήστρας Αμερικανών Συνθετών στον Τζον Λούθερ Άνταμς.

Μαθητής του Λίγκετι, ο Κινέζος Xiayong Chen (γενν. 1955), αφού μελέτησε σύνθεση στο Κεντρικό Ωδείο Μουσικής του Πεκίνου επί πέντε χρόνια, μετεγκαταστάθηκε στη Γερμανία, όπου ζει και εργάζεται από το 1985. Σπούδασε σύνθεση στη Μουσική Ακαδημία του Αμβούργου και διδάσκει στο Αφροασιατικό Ινστιτούτο του Πανεπιστημίου της ίδιας πόλης. Συνεργάζεται συχνά ως επισκέπτης καθηγητής με εκπαιδευτικούς φορείς στην Ταϊβάν, το Χονγκ Κονγκ, την Κίνα και άλλες χώρες. Το ύφος του είναι επηρεασμένο από την ασιατική νοοτροπία, όπου στο επίκεντρο της προσοχής βρίσκονται πάντα η δημιουργία και η εξέλιξη του ήχου.

Τα έργα του αποτελούνται από έναν φαινομενικά απλό ήχο που εξελίσσεται με αναπάντεχο τρόπο, καθώς στόχος του συνθέτη είναι να δημιουργήσει στον ακροατή την εντύπωση ότι ο ίδιος δεν γνωρίζει καν πού θα τον οδηγήσει η μουσική. Η σύνθεση Evapora (1996) για ορχηστρικό σύνολο είναι μια από τις πιο αντιπροσωπευτικές δημιουργίες του Xiayong Chen.

Ο βραβευμένος με Grammy Steve Reich λογίζεται από τους ειδικούς ως ο μεγαλύτερος εν ζωή αμερικανός συνθέτης και ως ένας δημιουργός που επηρέασε πολλούς σύγχρονους καλλιτέχνες (Τζον Άνταμς, Μπράιαν Ήνο κ.ά.) και ενέπνευσε σημαντικούς χορογράφους της εποχής μας (Κύλιαν, Ρόμπινς, ντε Κέερσμακερ κ.ά.). Γεννημένος στη Νέα Υόρκη το 1936, ασχολήθηκε σε νεανική ηλικία με τα κρουστά. Αργότερα σπούδασε φιλοσοφία και σύνθεση. Υπήρξε μαθητής των Μιγιώ και Μπέριο, ενώ μελέτησε για μεγάλο χρονικό διάστημα τη μουσική του Μπαλί και της Αφρικής. Άρχισε να παρουσιάζει τα έργα του στα μέσα της δεκαετίας του 1960 με το δικό του σύνολο διαμορφώνοντας ένα εντελώς προσωπικό μινιμαλιστικό ύφος, επεξεργαζόμενος συνήθως ένα και μοναδικό ρυθμικό κύτταρο επί μακρόν. Στη συνέχεια, εισήγαγε μελωδικά και αρμονικά στοιχεία τη μουσική του. Έχει συνθέσει δεκάδες έργα για φυσικά και ηλεκτρικά όργανα αποδίδοντας ιδιαίτερη έμφαση στα κρουστά, δημιουργίες για φωνή, καθώς και έργα που συνδυάζουν όργανα με μαγνητοταινία, ενισχυτές, ηχεία και μικρόφωνα. Το τριμερές Double Sextet, που κέρδισε το 2009 το βραβείο Πούλιτζερ (μουσικής), είναι παραγγελία του σεξτέτου σύγχρονης μουσικής Eight Blackbird, το οποίο και το ερμήνευσε για πρώτη φορά στο Πανεπιστήμιο του Ρίτσμοντ, στη Βιρτζίνια των ΗΠΑ το 2009. Είναι γραμμένο για δύο σεξτέτα που αποτελούνται από φλάουτο, κλαρινέτο, βιολί, τσέλο, βιμπράφωνο και πιάνο. Το Double Sextet μπορεί να ερμηνευθεί σε δύο εκδοχές: είτε από 12 μουσικούς είτε από ένα σεξτέτο και μαγνητοταινία (με προηχογραφημένα δηλαδή τα μέρη του δεύτερου σεξτέτου).

Tο έργο Fratres είναι από τα δημοφιλέστερα του πολυβραβευμένου και πολυγραφότατου Εσθονού Άρβο Περτ (γενν. 1935). Πρόκειται για μια σύνθεση που έχει γνωρίσει περί τις οκτώ ενορχηστρώσεις από τον ίδιο τον Περτ, ο οποίος αρέσκεται εν γένει στους πειραματισμούς με τον συνδυασμό διαφορετικών οργάνων επάνω στην ίδια σύνθεση. Η πρωτότυπη εκδοχή γράφτηκε το 1977, όταν η χώρα του βρισκόταν ακόμη υπό σοβιετική επιρροή. Ο Άρβο Περτ εγκατέλειψε την Εσθονία το 1980 με την οικογένειά του και έζησε αρχικώς στην Αυστρία και κατόπιν στην Γερμανία. Επαναπατρίσθηκε πριν από αρκετά χρόνια. Πολλοί τον θεωρούν ως τον πλέον σημαίνοντα εκπρόσωπο του λεγόμενου «μυστικιστικού μινιμαλισμού» μαζί με τους Γκουρέτσκι και Τάβενερ. Το πρώιμο έργο του Περτ είναι επηρεασμένο από τον ρωσικό νεοκλασικισμό, τον Μπάρτοκ και τον δωδεκαφθογγισμό του Σαίνμπεργκ. Ωστόσο, στη συνέχεια, ο συνθέτης, μετά την αντιπαράθεσή του με τις σοβιετικές επιτροπές λογοκρισίας, επέλεξε την οδό της σιγής. Κατά την περίοδο της καλλιτεχνικής σιωπής του, επαναπροσδιόρισε το ύφος του μελετώντας τις ρίζες της δυτικότροπης μουσικής, το γρηγοριανό μέλος, την ευρωπαϊκή αναγεννησιακή πολυφωνία, καθώς και τα ιερά κείμενα της Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Ο ίδιος περιέγραψε τη μουσική που συνέθεσε εκείνη την περίοδο ως tintinnabuli [ήχοι καμπάνας], καθώς οι αρμονίες του παρέπεμπαν στη ρυθμικότητα της κωδωνοκρουσίας και δεν άλλαζαν tempo. Ο διάσημος αμερικανός συνθέτης Στηβ Ράιχ έχει πει για τον Περτ: «Η μουσική του ικανοποιεί μια βαθιά ανθρώπινη ανάγκη που δεν έχει καμία σχέση με τον συρμό».

O Louis Andriessen (γενν. 1939), από τα δεκατέσσερά του χρόνια, είχε τη μεγάλη τύχη να μελετήσει μουσική με τον πατέρα του, τον γνωστό ολλανδό συνθέτη Χέντρικ Άντρισσεν. Αργότερα, ολοκλήρωσε τις σπουδές του με τους Βαν Μπάαρεν και Μπέριο στη Χάγη, το Μιλάνο και το Βερολίνο. Τη δεκαετία του 1960, υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους της «Νέας Μουσικής» στην πατρίδα του, όπου ίδρυσε δύο πειραματικά σχήματα με διαφορετική σύνθεση οργάνων (τα ensembles «Perseverance» και «Hoketus») και όπου άρχισε να διδάσκει σύγχρονες συνθετικές τεχνικές στα 1974. Σύμφωνα με τους ειδικούς, ο Άντρισσεν ανήκει στους μινιμαλιστές που διαφοροποιήθηκαν έντονα από τη λεγόμενη «Αμερικανική Σχολή», καθώς διαμόρφωσε το προσωπικό του ύφος αφομοιώνοντας στις δημιουργίες του πολυάριθμες και ποικίλες επιρροές από διάφορες εποχές και τάσεις: από τη μεσαιωνική μουσική και τον Μπαχ έως τον Άιβς και τον Στραβίνσκι, αλλά και έως τον Τσάρλι Πάρκερ και τον Μάιλς Ντέιβις. Έργο-ορόσημο στην καριέρα του θεωρείται η Πολιτεία, για τέσσερις γυναικείες φωνές και σύνολο, σύνθεση που ο Άντρισσεν εμπνεύστηκε από το ομώνυμο φιλοσοφικό έργο του Πλάτωνα. Η εργογραφία του είναι πλουσιότατη και καλύπτει ευρύτατο φάσμα οργανικών και φωνητικών συνδυασμών. Είναι επίσης γνωστός για τη μουσική που έχει γράψει για το σινεμά και ειδικότερα για ταινίες του βρετανού κινηματογραφικού σκηνοθέτη Πήτερ Γκρήναγουεϊ. Στη συναυλία της Τρίτης 8 Απριλίου θα ακουστεί ένα από τα πιο γνωστά του έργα, το Workers Union (1975). Ο ίδιος το χαρακτηρίζει ως ένα «μελωδικά απροσδιόριστο κομμάτι για οποιαδήποτε ομάδα οργάνων που ηχεί δυνατά».

Το Ergon Ensemble είναι ένα ευέλικτο σχήμα που συγκροτείται από έμπειρους μουσικούς. Στηρίζεται σε έναν βασικό πυρήνα καλλιτεχνών ο οποίος, αναλόγως με τις ενορχηστρωτικές ανάγκες του προγράμματος της εκάστοτε συναυλίας, ενισχύεται από ταλαντούχους νέους ερμηνευτές που ειδικεύονται στη νέα μουσική. Πρωτοεμφανίστηκε στο Φεστιβάλ Παξών το 2004, υποστηρίζεται από το Paxos Trust Festival και συνεργάζεται με τη Διεθνή Ακαδημία του Ensemble Modern (ΙΕΜΑ) που εδρεύει στη Φραγκφούρτη. Υπεύθυνος για τον καλλιτεχνικό συντονισμό του συγκροτήματος είναι ο Αλέξανδρος Μούζας. Σκοπός του συνόλου είναι η προώθηση των αριστουργημάτων της ελληνικής και ξένης σύγχρονης μουσικής και η παρουσίασή τους σε όσο το δυνατόν ευρύτερο ακροατήριο. Σκοπός του Ergon Ensemble είναι η εξερεύνηση και ανάδειξη της μουσικής του καιρού μας, μέσα από εκτελέσεις υψηλού επιπέδου, απολύτως πιστές στο «γράμμα του συνθέτη». Ως εγχώριο μουσικό σύνολο, με συγκριτικό πλεονέκτημα τη δυνατότητα της άμεσης πρόσβασης στη σύγχρονη ελληνική εργογραφία, αποβλέπει στην προώθηση της ελληνικής δημιουργίας στη διεθνή σκηνή. Έχει εμφανιστεί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και σε άλλους χώρους. Οι προτεραιότητες του συνόλου, πέραν των συναυλιών, περιλαμβάνουν: δισκογραφία, εκπαιδευτικές δραστηριότητες και παραγωγές που συνδυάζονται με άλλες μορφές τέχνης, όπως με το χορό, το μουσικό θέατρο και τα πολυμέσα. Το Ergon Ensemble υποστηρίζεται από το Ίδρυμα Ernst von Siemens.