Ξεκινάω να γράφω, χωρίς να έχω καν φτιάξει έναν κορμό ώστε να δομήσω αυτό που θέλω να πω. Χωρίς να πιστεύω πως αυτό το κείμενο θα αποτελέσει κάτι αξιοσημείωτο στα χρονικά ή θα κοινοποιηθεί χιλιάδες φορές στα facebook και τα ξεfacebook. Ξεκινάω να γράφω για το πρώτο ερώτημα που μου έρχεται στο μυαλό. Να μείνω ή να φύγω;

Ακούω συνέχεια για ανθρώπους που έχασαν τις δουλειές τους, που τους μειώθηκαν τα λεφτά, που δεν έχουν να πληρώσουν τα αμάξια και τα σπίτια που έφτιαχναν τόσα χρόνια, με τόσο κόπο. Τα καταλαβαίνω απόλυτα όλα αυτά. Στενοχωριέμαι βαθιά και προσπαθώ να φανταστώ πως μπορεί να είναι το να χάνεις τη γη κάτω απ’τα πόδια σου. Τι γίνεται όμως όταν δεν την είχες ποτέ;

Γύρω στα 25-30 αρχίζεις να νιώθεις ότι είναι σωστό να πάρεις τη ζωή στα χέρια σου. Σιγά- σιγά αισθάνεσαι ντροπή που ζητάς χρήματα απ’ τους δικούς σου για βασικά έξοδα. Μένεις στο δωμάτιό σου στο πατρικό, η μαμά σου συνεχίζει να σε ρωτάει: αν θέλεις να σου φτιάξει ένα τοστάκι και όσο γλυκό σου φαινόταν όλο αυτό τα προηγούμενα χρόνια, τώρα γίνεται λιγάκι τρομακτικό. Φαντάζεσαι τη διακόσμηση του σπιτιού αλλιώς, θέλεις να πάρεις σκύλο και σου λένε “όταν πας στο σπίτι σου κάνε ό,τι θέλεις”. Έλα όμως, που αυτή η ώρα έχει φτάσει προ πολλού και νιώθεις φυλακισμένος μέσα στο ίδιο σου το σπίτι.

Στην πλειοψηφία, τους όλοι εκείνοι που τώρα ξαφνικά δεν μπορούν να πληρώσουν τους λογαριασμούς και αλλάζουν οι ζωές τους τόσο βίαια, στα 25 τους ήταν ήδη ανεξάρτητοι άνθρωποι. Είχαν όλη τη ζωή μπροστά τους, να κυνηγήσουν αυτά που ονειρεύονταν, χωρίς φόβο και με μπόλικο πάθος. Κάτι, που εμείς σίγουρα δεν έχουμε.

Παντού μιζέρια. Γκρίνια. Μαυρίλα. Οι ειδήσεις στην τηλεόραση μάς μουδιάζουν τα κεφάλια, μας χαρίζουν απλόχερα καταθλίψεις, μας ρουφάνε την όρεξη για ζωή. Δουλειές δεν υπάρχουν πολλές και αν υπάρξουν πάνε αγκαζέ με την εκμετάλλευση και τις αστείες πληρωμές.

Πείτε μας λοιπόν κύριοι… Γιατί δεν έχει σημασία αν είσαι μουσικός, πωλητής, διαφημιστής, δικηγόρος, ηλεκτρολόγος. Πώς πετάς χωρίς φτερά;

«Παντού τα ίδια συμβαίνουν», είναι η ατάκα της εποχής. Όπου και να πας, λένε, τα ίδια προβλήματα υπάρχουν μιας και η κρίση έχει εξαπλωθεί παντού σαν επιδημία. Εμένα πάντως έχουν φύγει πολλοί φίλοι μου στα Λονδίνα, στις Σουηδίες και στις Ολλανδίες και δουλειές έχουν βρει. Κι εγώ; Τι κάνω εγώ εδώ; Πήγα στον φίλο μου τον Περικλή στο Λονδίνο πριν κάποιες μέρες. Ποτέ δεν ήμουν μεγάλη φαν της πόλης αυτής, αλλά παρατήρησα ότι όλα δούλευαν ρολόι όπως τα θυμόμουν απ’την τελευταία μου επίσκεψη.  Οι δημόσιες υπηρεσίες και η εξυπηρέτηση μέσω Internet πάνε πακέτο χωρίς να χρειάζεται να στήνεσαι επί ώρες σε βασανιστικές ουρές. Εξυπηρέτηση άψογη, ευγένεια, σεβασμός στους ανθρώπους με αναπηρία, τάξη, ασφάλεια, ψυχαναγκαστική οργάνωση (που προσωπικά τόσο πολύ αγαπώ), ανοιχτοί μουσικοί ορίζοντες, κι όμως… Τι δεν μου άρεσε; Τι μου έφταιγε και δεν θα πήγαινα ποτέ εκεί; Όχι μόνο εκεί, αλλά σε καμία άλλη χώρα. Σκέφτηκα πως κάτι δεν πάει καλά με μένα και ότι πρέπει να το ψάξω.

Άρχισα να σκέφτομαι πως στην Ελλάδα τίποτα δε λειτουργεί απόλυτα σωστά και πως πολλά με ενοχλούν. Αν έχεις κανένα «κονέ» στην εφορία ή στο ΙΚΑ για να εξυπηρετηθείς, τότε είσαι τυχερός. Οι άνθρωποι δεν έχουν μάθει να σέβονται το περιβάλλον, τους άλλους ανθρώπους, τους εαυτούς τους τους ίδιους. Στο δρόμο βρίζονται, φωνάζουν, είναι υπερπροστατευτικοί με τα παιδιά τους και κάνουν πολλά πράγματα λάθος. Κι όμως. Εγώ γιατί δε θα ’θελα ποτέ να φύγω από δω; Συμφωνώ, πως έξω ίσως να μου δίνονταν τόσες ευκαιρίες παραπάνω να κάνω τη μουσική που αγαπάω και να βγάζω και λεφτά από αυτό. Θα είχα χρήματα και δουλειά. Και μετά; Όταν θα γυρνούσα στο σπίτι τι;

Πόσο νόημα έχει η ευτυχία όταν δεν έχεις κάποιον να την μοιραστείς και είναι τελικά ευτυχία αυτό το πράγμα;

Μερικά βράδια γυρίζω πτώμα στο σπίτι και ξέρω πως θα έχω δυο φίλους να μιλήσω. Να κάτσουμε στο τζάκι. Να πιούμε ρακόμελα και να πούμε χαζομάρες. Στη δουλειά γελάμε πολύ. Δεν έχουμε τις τυπικές σχέσεις, δεν παίρνουμε πολλά λεφτά και γελάμε πολύ. Πάρα πολύ. Ειδικά μετά από δύσκολες καταστάσεις. Μετά από μια μέρα με βροχή και ίσως άπειρη κίνηση στο δρόμο ξέρω, είμαι σίγουρη, ότι θα κοιτάξω στον ουρανό και θα δω μια τόση δα αχτίδα φωτός να ξεπροβάλλει και να μου θυμίζει ότι βρίσκομαι στην πιο ευλογημένη χώρα του κόσμου. Μπορεί να είμαστε γκρινιάρηδες, μπορεί να περνάμε δύσκολα τώρα, αλλά υπάρχει μια νέα γενιά έτοιμη να αναλάβει δράση. Με άλλο σκεπτικό. Με σεβασμό στον συνάνθρωπο. Μια γενιά, που νιώθω πως μαθαίνει απ΄ τα λάθη των παλαιότερων. Σίγουρα θα κάνει νέα, δικά της λάθη, αλλά όχι τα ίδια. Και αυτή η γενιά είμαστε εμείς. Και πιστεύω πολύ σ’ εμάς. Μαζί. Θα δουλέψουμε σκληρά, θα κουραστούμε, θα κυνηγήσουμε τα όνειρά μας και θα τα καταφέρουμε. Μαζί.

Γιατί η παρέα έχει σημασία για εμάς τους Έλληνες και γι’ αυτό δε θα πάψω ποτέ να αγαπάω σαν τρελή αυτή τη χώρα και τους ανθρώπους της. Θα μείνω λοιπόν!

Info: Η Μαρίζα Ρίζου ξεχώρισε στα 17 της σαν Παιδί της Χορωδίας. Την είδαμε πρώτη φορά στη σκηνή σαν βασική τραγουδίστρια και guest το 2007. Το 2009 σήμανε τη λήξη των ακαδημαϊκών σπουδών της –ΜΜΕ  στο Πανεπιστήμιο  Αθηνών– και της «θητείας» της σε μεγάλη διαφημιστική. Και το 2011, μετά από μαθήματα  αυτοσχεδιασμού  σε jazz vocals και αντί ενός master, jazz voice στο Amsterdam, αποφασίζει να μετατρέψει τον Σταυρό του Νότου σε jazz club με 7 εκρηκτικές εμφανίσεις.To 2012 μας ξανασυστήνει το τραγούδι του Φοίβου Δεληβοριά, «Μπόσα Νόβα του Ησαΐα», σε big band jazz και swing ήχους, κερδίζοντας έτσι τους ραδιοφωνικούς παραγωγούς και προετοιμάζοντας το έδαφος για τον πρώτο της δίσκο. Τον Φεβρουάριο του 2013 η Μαρίζα Ρίζου επιστρέφει… με το «Γλυκό πρωί». Το τραγούδι της “Μια άλλη ευτυχία” κατακτάει με τη σειρά του τα ραδιόφωνα, ενώ το χειμώνα του 2013 και μέχρι σήμερα, η ίδια συνεργάζεται με το Gazarte έχοντας ήδη πραγματοποιήσει sold out εμφανίσεις και σχεδιάζοντας ήδη τις νέες.

*Αναδημοσίευση άρθρου από το περιοδικό culturenow mag, τεύχος 27