Η λογοτεχνία και εν γένει η τέχνη έχουν να κάνουν με την επιμέλεια του περιττού. Το περιττό ωστόσο αποδείχτηκε μέσα στους αιώνες άκρως απαραίτητο, αφού αποτέλεσε την sine qua non συνθήκη για την γέννηση του πολιτισμού, χωρίς τον οποίο οι ανθρώπινες  κοινωνίες θα περιορίζονταν στην απλή επιβίωση και  αναπαραγωγή.

Έτσι λοιπόν, το περιττό, ή μάλλον αυτό που εξυφαίνεται στο περιθώριο των καθημερινών πρακτικών φροντίδων και αναγκών μας και φαινομενικά περισσεύει, είναι εκείνο που νοηματοδοτεί την κοινωνική ζωή. Χωρίς το περιττό δεν θα υπήρχε Ιστορία. Σπουδάζοντας οικονομικές  επιστήμες και ενδιατρίβοντας σε διάφορες οικονομικές θεωρίες, συνειδητοποίησα ότι η ανθρώπινη Ιστορία  αρχίζει από τη διαχείριση των περιττών πραγμάτων, του κοινωνικού περισσεύματος, ή του πλεονάσματος, όπως το ονομάζουν οι οικονομικοί επιστήμονες. Υπήρξαν πρωτόγονες φυλές που τοποθετούσαν το περίσσευμα  αγαθών σε βάρκες και το έδιωχναν στη θάλασσα για να μην  προκαλέσουν  έριδες ανάμεσα στα μέλη τους, βλ. ταξικές αντιθέσεις.

Υπάρχει όμως κι ένα πλεόνασμα που δεν εκφράζεται σε αγοραίους όρους, εξοβελίζεται απ’ την καθημερινότητά μας ως μη χρηστικό κι έχει να κάνει με  τα συναισθήματα, τις ελπίδες, τα όνειρα, τους φόβους, το άυλο και αφανές  κομμάτι της  ύπαρξης. Αυτό το μη μετρήσιμο, αόρατο υλικό – που όμως οι σύγχρονες κοινωνίες το εμπορευματοποιούν ταχύτατα και συχνά επικερδώς – η  λογοτεχνία σπεύδει πρώτη να  το  περισυλλέξει και  να  το  επιστρέψει μέσα από τους δικούς  της αισθητικούς  όρους. Αν  το  όνειρο είναι το κομμάτι  της  ζωής που μένει  έξω από  τις  καθημερινές  μας  πράξεις, είναι  αναμφισβήτητα  αυτό  που τις τροφοδοτεί  και  τις  πυροδοτεί.   Αν  η  λογοτεχνία  και η ποίηση  είναι η  γλώσσα  που  μένει  έξω από  τις  καθημερινές συνομιλίες, είναι εκείνη που  εκφράζει  το  άλλο   που οι  λέξεις αδυνατούν  να  πουν, ή  κρύβουν  και  ίσως αυτό  να είναι το  πιο   ουσιαστικό. Το  περιττό  λοιπόν  είναι  αυτό   που  κάνει ουσιαστικό  το απαραίτητο. Τα περιττά  πράγματα είναι   απαραίτητα  για  να  συνεχίσουν  να  υπάρχουν  τα  άλλα, τα  απολύτως «αναγκαία». Χωρίς τα  πρώτα η   ζωή θα   κυλούσε  μέσα  σε  μια  μουντή  και  αέναη  επανάληψη.  Δίχως  την λογοτεχνία και την  ποίηση, η  γλώσσα θα  ήταν  ένας   φτωχός   κώδικας  καθημερινής  συνδιαλλαγής, καθώς  υπάρχουν  αμέτρητα  πράγματα που παραμένουν απροσδιόριστα  και  όμως προσδιορίζουν  αφανώς  και επί της  ουσίας  τη  ζωή   μας. Συνιστούν  ένα  άλλο  σύμπαν  παράλληλο  με  το πραγματικό.

Και  η  λογοτεχνία, ειδικά  η   ποίηση  μπορεί  και  ανιχνεύει   αυτό  το  σύμπαν  και  το  οριοθετεί,  δίνει  ονόματα  στα  άρρητα  και  μας  τα  περιγράφει. Το  ανείπωτο  λοιπόν, που  φαινομενικά   σιωπά,  είναι  εκείνο   που  έχει   τον   πρώτο   λόγο  στην  λογοτεχνική  δημιουργία, όσο  κι  αν  διαφεύγει, ή  περισσεύει  από  τις  καθημερινές  μας  λέξεις  και  πράξεις.

Κι  ερχόμαστε  τώρα  στη σημερινή  κοινωνική πραγματικότητα, όπου  η  κρίση  επαναξιολογεί  το  αναγκαίο  και  το  περιττό, οι  μακρο-μικροοικονομικές αναλύσεις  θέτουν  εκ  νέου τα μέτρα  και  τα  κοινωνικά σταθμά  για   το  τι  είναι  και  δεν  είναι  απαραίτητο,-τελευταία  πλανάται  αόριστα  ακόμα  και η  έννοια των  περιττών  πληθυσμών-. Καθώς  λοιπόν, οι οικονομικοί δείκτες  επιδεινώνονται, οι  ψευδαισθήσεις  διαλύονται  και  η ασφάλεια της  ατομικότητας καταρρέει μαζί  με τα στερεότυπά της,  η  λογοτεχνία  εμφανίζεται  ως  ανάχωμα, ως  ένα  από  τα  σημαντικότερα  υποστυλώματα  της  συλλογικής  συνείδησης,  γιατί  έχει να  κάνει με  την παραμυθία.

Λειτουργεί συγκολλητικά  ανάμεσα  στα   κατακερματισμένα   άτομα, αλλά  και   παρηγορητικά καθώς  ανακαλεί   υποσυνείδητα    την   μνήμη   της  συλλογικότητας  τους. Δεν είναι  τυχαίο  ότι  τα  μεγαλύτερα έργα  της  λογοτεχνίας γεννήθηκαν  μέσα  σε κοινωνικές  αναστατώσεις. Ο  πρώτος  παγκόσμιος  πόλεμος   έφερε  στο  προσκήνιο   συγγραφείς   που   έγραψαν    αντλώντας  δυνάμεις από  την  καταστροφή  και  την  απόγνωση   .Ο  Φιτζέραλντ,  ο  Φώκνερ, ο  Χέμινγουει  πιθανόν  να  μην  είχαν  φτάσει  σε τόσο  ψηλό  επίπεδο  λογοτεχνικής  γραφής  αν δεν   ζούσαν τις  καταστροφικές  συνέπειες   του  πολέμου. Το  παράλογο  του  Β’  Παγκοσμίου  Πολέμου  γέννησε   την   εποχή   του  λογοτεχνικού  Παραλόγου με  επίκεντρο το  θέατρο. Η ήττα  του  Εμφυλίου και οι  συνέπειες  στη  μεταπολεμική  Ελλάδα  ανέδειξαν σημαντικούς  λογοτέχνες  που κατέγραψαν  τις   πληγές ενός κόσμου που κατέρρεε. Ίσως  και η  παρούσα  κρίση  να  επιφυλάσσει  εκπλήξεις  για  την σύγχρονη  τέχνη  της  γραφής.

Αλλωστε  ο  πόνος διευρύνει  την  διάνοια, επιδρά δημιουργικά  στην καλλιτεχνική φαντασία, μας  κάνει πολύ πιο  επινοητικούς, μας συμφιλιώνει με τον  άλλο. Κι όταν  ο  πόνος  γίνεται  συλλογικός  πέρα  απ΄ τις  επιπτώσεις του στο  πεδίο του  φανταστικού, προκαλεί  συνέπειες  στην  Ιστορία  που είναι απόλυτα  πραγματικές  και μετρήσιμες  κι ενίοτε  μοιραίες .

Info:

Κατερίνα Καριζώνη γεννήθηκε  στη Θεσσαλονίκη . Σπούδασε οικονομικά. Είναι διδάκτορας των Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ. Με  την   λογοτεχνία  ασχολείται  απ΄ τα  παιδικά  της  χρόνια  Εξέδωσε  10  ποιητικές συλλογές, 8 παιδικά  βιβλία , 2  ιστορικά  λευκώματα , 7  μυθιστορήματα , μελέτες  και  δοκίμια   για  τη  λογοτεχνία καθώς και κριτικά  σημειώματα. Είναι  μέλος της  εταιρείας  λογοτεχνών  Θεσσαλονίκης.΄Εχει  μεταφραστεί  σε  διάφορες  ευρωπαικές  και  βαλκανικές  γλώσσες.Από  τις  εκδόσεις  Καστανιώτη κυκλοφορεί  το τελευταίο μυθιστόρημά  της  με τίτλο «Το τραγούδι  του Ευνούχου».


*Αναδημοσίευση άρθρου από το περιοδικό culturenow mag, τεύχος 25