Προς τιμήν των 50 χρόνων από τον καλύτερο «Άμλετ» (1964) όλων των εποχών, η Newstar παρουσιάζει στον κινηματογράφο ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ, από 20 έως 26 Μαρτίου 2014, την κορυφαία κινηματογραφική απόδοση του αριστουργήματος του Σαίξπηρ, από τον Γκριγκόρι Κόζιντσεφ.

ΣΥΝΟΨΗ

Αν υπήρχε ένας, ανάμεσα στις δεκάδες ως τώρα μεταφορές του σαιξπηρικού έργου στη μεγάλη οθόνη, ο οποίος να στέκεται “ισότιμα” απέναντι στον Λόρενς Ολίβιε, αυτός δεν είναι άλλος από τον «Άμλετ» του Κόζιντσεφ – και φυσικά του αξεπέραστου, για πολλούς κορυφαίου ηθοποιού, Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι.

Ο «Άμλετ» (1964) του Γκριγκόρι Κόζιντσεφ θεωρείται η καλύτερη κινηματογραφική μεταφορά του αριστουργήματος του Σαίξπηρ. Συμμετείχαν οι κορυφές των τεχνών και των γραμμάτων της εποχής. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η μετάφραση ήταν του Μπόρις Πάστερνακ και η μουσική του Ντμίτρι Σοστακόβιτς. Κάποιοι κριτικοί κατατάσσουν την ταινία στις δέκα καλύτερες στην ιστορία του κινηματογράφου. Η μνημειακή ερμηνεία του Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι στον πρωταγωνιστικό ρόλο σηματοδότησε την ιστορία της υποκριτικής του 20ου αιώνα.

Ο σοβιετικός σκηνοθέτης, μένοντας απόλυτα πιστός στο θεατρικό κείμενο, ερμηνεύει τις πράξεις του διασημότερου σαιξπηρικού ήρωα κάτω από μια ιστορική όσο και υπαρξιακή οπτική. Ο Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι υπήρξε, κατά γενική ομολογία, ο μεγαλύτερος Άμλετ όλων των εποχών. Ο ηθοποιός που υποχρέωσε τον έτερο μεγάλο Άμλετ, τον Λόρενς Ολίβιε, να υποκλιθεί στην ανωτερότητά του.

Ο κινηματογραφικός ΑΜΛΕΤ του Κόζιντσεφ ολοκληρώθηκε το 1963 και προβλήθηκε το 1964, μετά από οκτάχρονη επεξεργασία του σεναρίου. Τα γυρίσματα διήρκεσαν δύο χρόνια. Η σοβιετική εκδοχή του διάσημου σαιξπηρικού έργου αποτέλεσε την εθνική συμμετοχή της Σοβιετικής Ένωσης στον εορτασμό των 400 χρόνων από τη γέννηση του συγγραφέα.

Αντιμετώπισε τη φράση του ΆμλετNα ζει κανείς ή να μη ζει” ως φιλοσοφικό γρίφο και όχι ως ερώτημα.


Η ταινία κέρδισε το ειδικό βραβείο της κριτικής επιτροπής στο Φεστιβάλ της Βενετίας το 1964 και το 1967 προτάθηκε για τη Χρυσή Σφαίρα στην κατηγορία της Καλύτερης Ξένης Ταινίας. Αξιομνημόνευτη είναι η ερμηνεία του Σμοκτουνόφσκυ, που συχνά αντιπαρατίθεται με τον Άμλετ του Ολιβιέ και υποδειγματική η απόδοση των διαλογικών μερών του έργου από τον Μπορίς Πάστερνακ.

Στοιχεία ταινίας:

«Άμλετ» / Hamlet

Δράμα, Σοβιετική Ένωση, 1964, 140′

Σκηνοθεσία: Grigori Kozintsev

Σενάριο: Grigori Kozintsev, Boris Pasternak ρώσικη μετάφραση του έργου, William Shakespeare

Πρωταγωνιστούν: Innokenti Smoktunovsky, Mikhail Nazvanov, Elza RadzinaYuri Tolubeyev, Anastasiya Vertinskaya

Μουσική: Ντμίτρι Σοστακόβιτς

Βραβεία:

Ειδικό βραβείο επιτροπής Φεστιβάλ Βενετίας 1964

Βραβείο Sutherland Trophy

Βραβείο από το Βρετανικό Κινηματογραφικό Ινστιτούτο 1964

2 υποψηφιότητες για Χρυσή Σφαίρα

(Καλύτερης Ταινίας-Καλύτερου Ξενόγλωσσου Ηθοποιού)

Γράφτηκαν για την ταινία:

“Μία εντυπωσιακή σοβιετική εκδοχή του Άμλετ…”

New York Times

“Υπάρχει μια γνήσια κινηματογραφική φαντασία σε αυτή την ταινία.”

Time Out London

“…η πιο ουσιαστική κινηματογραφική διασκευή του έργου του Σαίξπηρ, Άμλετ.”

Jeffrey M. Anderson

“Μια εξαιρετική ταινία από έναν μεγάλο σκηνοθέτη.”

Philip Kemp



ΚΟΖΙΝΤΣΕΦ ΓΚΡΙΓΚΟΡΙ ΜΙΧΑΗΛΟΒΙΤΣ

(1905, Κίεβο – 1973, Λένινγκραντ)

Σοβιετικός σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Πετρούπολης. Ήταν θεατρικός και κινηματογραφικός σκηνοθέτης. Στο θέατρο, ήταν μέλος ενός μοντερνιστικού αβαντ-γκαρντ κινήματος, του «Εκκεντρικού», που περιλάμβανε τις θεατρικές μεθόδους του Μέγερχολντ και του Σεργκέι Αϊζενστάιν. Ο Κόζιντσεφ συμμετείχε και στη συγγραφή του «Εκκεντρικού Μανιφέστου», που εκδόθηκε τον Ιούλιο του 1922, και ήταν ένα από τα ιδρυτικά μέλη της «Φάμπρικας του Εκκεντρικού Ηθοποιού», που υλοποιούσε κινηματογραφικά έργα, εμποτισμένα από αυτές τις πρωτοποριακές ιδέες.

Το 1924 άρχισε να εργάζεται στα «Βόρειο-Δυτικά» κινηματογραφικά στούντιο, το σημερινό στούντιο της «Λένφιλμ». Οι πρώτες σκηνοθετικές εργασίες των Κόζιντσεφ και Τράουμπεργκ (που δούλεψαν μαζί μέχρι το 1946) στο «βουβό» κινηματογράφο είναι «Οι περιπέτειες της Οκτιάμπρινα» (1924), «Το παλτό» (1926, από την ομώνυμη νουβέλα του Γκόγκολ), «Η ρόδα του διαβόλου» (1926) κ.ά. ΟΙ ταινίες αυτές χαρακτηρίζονται από μία εκκεντρικότητα, από την τάση για αναζήτηση καινούργιων και οξύτερων κινηματογραφικών εκφραστικών μέσων και παράλληλα από μια περιορισμένη απήχηση στο ευρύτερο κοινό εξαιτίας αυτών ακριβώς των φορμαλιστικών πειραματισμών.

Με τις ταινίες πού ακολούθησαν (όπως «Η Νέα Βαβυλώνα» κ.ά.), οι δύο σκηνοθέτες έκαναν στροφή σε θέματα κοινωνικού προσανατολισμού, ενώ με την ταινία «Μόνη», πού ήταν από τις πρώτες ομιλούσες ταινίες του σοβιετικού κινηματογράφου, στράφηκαν αποφασιστικά στο ρεαλισμό. Σημαντική κατάκτηση του σοβιετικού κινηματογράφου αποτελεί ή τριλογία τους «Η Νιότη του Μαξίμ» (1935), «Η Επιστροφή του Μαξίμ» (1937) και «Ο Μαξίμ στην Εξουσία» (1939). Στην τριλογία αυτή δημιουργήθηκε πειστικά και με καλλιτεχνικά μέσα ή τυπική μορφή του Ρώσου εργάτη – μπολσεβίκου τής επαναστατικής εποχής (τον κύριο ρόλο ενσάρκωσε ο Μπ. Π. Τσιρκόφ). Στις ταινίες αυτές ξετυλίχτηκε όλο το μεγαλείο του πολιτικού καθήκοντος σε συνδυασμό με την ώριμη δεξιοτεχνία των δύο σκηνο¬θετών. Σκηνοθέτησε μονάχος του μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο βιογραφικές ταινίες (όπως «Πιραγκόφ», 1947 και «Μπελίνσκι» 1953), ενώ ασχολήθηκε και με τη σκηνοθεσία στο θέατρο, ανεβάζοντας στις σκηνές του Λένινγκραντ τις τραγωδίες του Σαίξπηρ «Βασιλιάς Ληρ» (1941), «Οθέλλος» (1943) και «Άμλετ» (1954).

Αξιόλογη εργασία του Κόζιντσεφ θεωρείται ή σωστή μεταφορά των τραγουδιών του Σαίξπηρ στην οθόνη, όπως «Άμλετ» (1964, ταινία που τιμήθηκε με βραβείο Λένιν το 1965), και «Βασιλιάς Ληρ» (1971). 01 ταινίες αυτές μαζί με τον «Δον Κιχώτη» (1957, από το μυθιστόρημα του Θερβάντες, με τον Νικολάι Τσερκάσοφ στον κύριο ρόλο), διακρίνονται για τη βαθιά τους πίστη στις αρχές του ουμανισμού και της κοινωνικής δικαιοσύνης και για τον ασυμβίβαστο αγώνα τους εναντίον κάθε μορφής μισανθρωπισμού. Υπήρξε επίσης και δάσκαλος της κινηματογραφικής και θεατρικής τέχνης (από το 1922 -1926 στο εργαστήρι «Φάμπρικα του Εκκεντρικού Ηθοποιού», από το 1926 -1932 στο Ινστιτούτο Σκηνικής Τέχνης του Λένινγκραντ και από το 1941 στο Κρατικό Πανενωσιακό Ινστιτούτο Κινηματογραφίας).

Τιμήθηκε με κρατικά βραβεία της ΕΣΣΔ (το 1941 και το 1948), με δύο παράσημα Λένιν και με το παράσημο της «Οχτωβριανής Επανάστασης», καθώς και με πολλά μετάλλια.