Όταν το Νοέμβριο του 1993, κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο της Ντόρας Γιαννακοπούλου στην αγορά, άλλαξαν τα λογοτεχνικά δεδομένα και κριτήρια στην Ελλάδα. Και αυτό διότι με την τεράστια επιτυχία που γνώρισε η «Πρόβα του νυφικού», οι εκδότες άρχισαν το κυνήγι αντίστοιχων δημιουργιών. Ανάλαφρο, ζωντανό και πρωτότυπο τότε, με ήρωες ερωτεύσιμους και ενδιαφέροντες, διαβαζόταν σαν νερό και γρήγορα κατάκτησε την κορυφή στη λίστα με τα ευπώλητα, παραμένοντας εκεί για αρκετά χρόνια.

Στο κλίμα της δεκαετίας του ’90, που τα κανάλια επένδυαν στην μυθοπλασία και αρκετά μυθιστορήματα μεταφέρθηκαν στο γυαλί, μοιραία και η «Πρόβα νυφικού», με την μεγάλη επιτυχία και το ιστορικό υπόβαθρο, θα τραβούσε την προσοχή κάποιου σκηνοθέτη. Και για καλή τύχη της συγγραφέως, το βιβλίο ευτύχισε να έχει σκηνοθέτη τον μετρ του είδους, Κώστα Κουτσομύτη. Μάλιστα, με τη βοήθεια του Β. Γκούφα, είχε εμπλουτίσει κατά πολύ τους ήρωες και τον κύριο σκελετό του έργου, απογειώνοντάς το. Ένα πλήθος εκλεκτών ηθοποιών είχε κληθεί, να ενσαρκώσει τους ήδη γνωστούς ήρωες, με αποτέλεσμα αυτές οι ερμηνείες να χαραχτούν στην μνήμη του θεατή, κάνοντας εκ προοιμίου οποιοδήποτε ριμέικ δύσκολη και απαιτητική υπόθεση.

Φέτος στο Εθνικό, υπό τις σκηνοθετικές εντολές του Σωτήρη Χατζάκη, με το Θανάση Νιάρχο και την Ντόρα Γιαννακοπούλου να επιμελούνται τη διασκευή και τους Κωνσταντίνο και Αντώνη Κούφαλη την δραματουργική επεξεργασία, ανεβαίνει η θεατρική εκδοχή της «Πρόβας νυφικού». Κάτι η επιτυχία του «Τρίτου Στεφανιού» στο ίδιο θέατρο πριν λίγα χρόνια, κάτι και η πρόσφατη επανάληψη της τηλεοπτικής σειράς που έκανε πάλι αίσθηση, οδήγησαν τους υπεύθυνους, στην απόφαση να προσφέρουν στους θεατές ένα πολυαγαπημένο και γνωστό έργο στην φημισμένη σκηνή του Ρεξ.

Η υπόθεση αφορά μια αστική οικογένεια και τις περιπέτειές της στο κατώφλι και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Η Αγγελική Δελλή, λίγο πριν το γάμο με τον Απόστολο Πετρόπουλο λαμβάνει ένα ανώνυμο γράμμα που την προειδοποιεί για το ποιόν του. Απογοητευμένη το εκμυστηρεύεται στον θείο της και εκείνος απευθύνεται σε έναν αστυνόμο, τον Πέτρο Μανιά, ώστε να λυθεί το μυστήριο. Ο Μανιάς ανακαλύπτει τι εστί Πετρόπουλος, όμως δειλιάζει να το πει στην Αγγελική και έτσι εκείνη τον παντρεύεται ανυποψίαστη. Όμως, ο Πέτρος ήδη την έχει ερωτευτεί, κάτι που κάνει τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα. Παράλληλα, όσο περνά ο καιρός τα βάσανα πληθαίνουν για όλους, έχοντας ως κεντρικό υπαίτιο τον Απόστολο και την άσχημη συμπεριφορά του. Όταν ξεσπά ο πόλεμος και οι συνθήκες σκληραίνουν, αυτός αποκαλύπτει πλήρως το άσχημο πρόσωπό του και δρομολογείται έτσι το τραγικό φινάλε.

Πολλά γεγονότα και καταστάσεις ξεδιπλώνονται με ήρωες καθημερινούς κατατρεγμένους από τη μοίρα, απελπισμένες από έρωτα γυναίκες, επίδοξους εραστές, δυστυχισμένες Εβραιοπούλες, που ζητούν μια δεύτερη ευκαιρία για καλύτερη ζωή.

Η παράσταση στήθηκε κάπως άνισα και αυτό έχει λογική, διότι έπρεπε μέσα σε δύο ώρες, να χωρέσουν πολλά περιστατικά και διάλογοι, πράγμα σχεδόν αδύνατον. Έτσι, η μία σκηνή σχεδόν παρεμβαλλόταν μέσα στην άλλη. Για το λόγο αυτό παραλείφθηκαν ήρωες όπως η γιαγιά-αφηγήτρια, ενώ ο ρόλος ενοποιήθηκε με της Ευανθούλας, η οποία μετατρέπεται σε αερικό και όχι μια απλή αλαφροΐσκιωτη κοπέλα, όπως στο βιβλίο. Ωστόσο από τη σκηνοθετική γραμμή έλειπε το μοντέρνο στοιχείο και η έκπληξη, ακολουθώντας γενικά κλασικές κατευθύνσεις. Σε αρκετά σημεία βέβαια, γίνεται σαφές ότι δεν μεταφέρεται μόνο το βιβλίο στη σκηνή, αλλά και η τηλεοπτική δημιουργία, αφού αρκετές ιστορίες και λεπτομέρειες που είχαν προστεθεί για την μικρή οθόνη, τηρούνται και στο θεατρικό κείμενο. Το αφαιρετικό σκηνικό της Έρσης Δρίνη, ατμοσφαιρικό, αν και περιείχε αμφιλεγόμενα στοιχεία, όπως το εύρημα απεικόνισης των τριών σπιτιών της δράσης. Στο κλίμα της εποχής και όμορφα τα κοστούμια της ίδιας. Η επιλογή της ύπαρξης των δύο μουσικών πάνω στην σκηνή, έδινε πόντους στην όλη σύλληψη, ενώ ακούγονται υπέροχες μελωδίες από βιολί και ακορντεόν. Επίσης, οι χορογραφίες της Κικής Μπάκα, καλές και αρμόζουσες στην εποχή που αναφέρεται.

Ως προς τις ερμηνείες, ο Άλκης Κούρκουλος, αναδεικνύει έναν Απόστολο Πετρόπουλο απολύτως μπλαζέ και άνετο, χωρίς συναισθηματισμούς και δισταγμούς. Αν και ίσως παραπάνω από όσο πρέπει, αφήνει μια καλή τελική εντύπωση. Η Αγγελική της Ευγενίας Δημητροπούλου, δεν δίνει την αίσθηση του αθώου, μελαγχολικού και σχεδόν αναγεννησιακού πλάσματος του βιβλίου και της σειράς. Θέλοντας να αφήσει ένα διαφορετικό στίγμα, προσεγγίζει το ρόλο με σπασμωδικότητα. Διαθέτει νεύρο, μα όχι εσωστρέφεια, σε αντίθεση με την Δανάη Σκιάδη, που είναι ίσως η καλύτερη της παράστασης. Ως Ρηνούλα είναι εσωστρεφής, καταιγιστική, με σωστά ξεσπάσματα και μέτρο. Η Θέμις Μπαζάκα, χτίζει μία Αθηνά αστή και μπλαζέ, ενώ στη συνέχεια κορυφώνεται η εσωτερική της ένταση. Ο Γιώργος Κοτανίδης, ερμηνεύει παιγνιωδώς και με κέφι τον Οδυσσέα, ενώ η Αλεξάνδρα Παλαιολόγου, αν και με πάθος, δίνει μια Όλγα υπερβολική με περισσότερα του πρέποντος φωνητικά ξεσπάσματα και νευρικότητα στις κινήσεις. Ο αστυνόμος Μανιάς του Θέμη Πάνου, είχε κωμικές στιγμές καλές, όμως δεν έπειθε ως ερωτευμένος καθώς υπήρχε μια αποστασιοποίηση από τον ίδιο το ρόλο. Απολαυστικός στην αγαπητή φιγούρα του Χριστόδουλου, ο Νίκος Μαγδαληνός. Η Έλενα Στραβοδήμου, κλήθηκε να αποδώσει μια Ευανθούλα με πολλές ιδιαιτερότητες. Στάθηκε τίμια απέναντι σε ό,τι της ζητήθηκε. Συμπαθητική ερμηνεία και από το Νικόλα Παπαγιάννη ως Γιώργος. Με μπρίο στάθηκαν στη σκηνή και η Ντίνα Αβαγιανού ως Θάλεια, όπως επίσης η Κατερίνα Γιαμαλή ως Τασία. Καλός αν και με περιορισμένο ρόλο, ο Γιώργος Δεπάστας, όπως επίσης αξιοπρεπείς όλοι οι ηθοποιοί που στέκονται κατά διαστήματα στη σκηνή, ως εναλλασσόμενοι ήρωες.

Η «Πρόβα του νυφικού» για το γάμο της οικογένειας Δελή, θα γίνεται στο κτίριο της οδού Πανεπιστημίου μέχρι την Κυριακή των Βαΐων και το κοινό έχει έτσι την ευκαιρία, να παρακολουθήσει ακόμα μια εκδοχή της πασίγνωστης ιστορίας.