Το έργο του Δημήτρη Δημητριάδη «Πολιτισμός: μία κοσμική τραγωδία» ανεβαίνει από την ομάδα «Bijoux de Kant» και την Καριοφυλλιά Καραμπέτη στο υπόγειο γκαράζ του Ιδρύματος Κακογιάννη. «Ανεβαίνει» στο υπόγειο… Αντιθετικό σχήμα, όπως και το «πολιτισμός-τραγωδία».

Η πόρτα άνοιξε. Η κάθοδος στο υπόγειο και η πορεία προς τις θέσεις μας μου δημιουργεί στο μυαλό συσχετισμούς με την κάθοδο του Ορφέα στον Άδη. Το γκαράζ δεν θυμίζει σε τίποτα την αρχική του χρήση. Βρισκόμαστε σε ένα περιβάλλον ημιφωτισμένο, με σώματα-ψυχές να περιφέρονται ή να παρατηρούμε από απόσταση. Μας προσπερνούν ή τα προσπερνάμε. Πλήρως εικαστική η πρώτη επαφή με την παράσταση. Η διαδρομή τελειώνει στις καρέκλες μας, των ζώντων, και απέναντι ένα βάθος υλικού κόσμου, παρατεταγμένο, μια γειτονιά δωματίων από αντικείμενα ανακυκλωμένα, σκουπίδια, παραπεταμένα ενθύμια, πολιτιστικές παραπομπές. Κι εκεί, αντί να βρούμε την Ευρυδίκη, μας συναντά η Μήδεια, όχι η Ευριπίδεια, αλλά η μετεγγραφή της από τον Δημήτρη Δημητριάδη.

«Είμαι η Μήδεια» μας λέει. Σαφής. Και οι προκάτοχοί της είχαν πει παρομοίως: «Ήμουν ο Άμλετ», «Είμαι η Οφηλία» και ο κόσμος τους και κόσμος μας υπό κατάρρευση, όπως στη «Μηχανή Άμλετ» του Χάινερ Μύλλερ.

Στο πρώτο μισό της παράστασης παρακολουθούμε το γνωστό μύθο της Μήδειας, μέσα από την προσέγγιση του Δημ. Δημητριάδη, με ελάχιστες παρεκκλίσεις από το πρωτότυπο. Έρχεται όμως και η ανατροπή. Ο Αιγέας, επιστρέφοντας από το μαντείο των Δελφών φέρνει ως είδηση πως οι Θεοί πέθαναν. Οι άνθρωποι είναι πλέον μόνοι τους. Και η Μήδεια. Τα παιδιά της, ο Κρέοντας, η Γλαύκη δεν είναι πλέον έρμαια των δικών της ιδιοτήτων και αποφάσεων. Αποκτούν λόγο, επιλέγουν και πράττουν. Γίνονται οι ίδιοι θύτες. Κι εκείνη μας αποκαλύπτεται ως μια απλή θνητή, χωρίς μαγικές ικανότητες, έρημη και τρωτή. Με έναν Ιάσονα σκληρό απέναντί της, αγέρωχο, χωρίς την παραμικρή θέληση να οπισθοχωρήσει από τις ειλημμένες του αποφάσεις. Και ο γνωστός μύθος μεταμορφώνεται σε κάτι καινούργιο, αναπάντεχο, παραμυθικό, υπερβολικό.

Εξαρχής, το εικαστικό περιβάλλον των: Γιάννη Σκουρλέτη, Δήμητρας Λιάκουρα, Περικλή Πραβήτα, Κωνσταντίνου Σκουρλέτη, μας μεταφέρει σε έναν κόσμο συμπυκνωμένο και βαρύ, πολυδιάστατο και πολυερμηνευμένο. Πολλά στοιχεία περφόρμανς και έντονη σωματικότητα απ’ όλους τους ήρωες, με τη Λένα Δροσάκη να κερδίζει τις εντυπώσεις και το ενδιαφέρον μας με τις μεταμορφώσεις της. Η Καριοφυλλιά Καραμπέτη μας στέρησε από το κλασσικό κρεσέντο που θα περιμέναμε από μια Μήδεια και μας παρουσίασε περισσότερο μια γυναίκα εμμονική, θύμα του πάθους της, με χαρακτηριστικά υστερίας. Αλλά και πάλι, μια Μήδεια θνητή και όχι μάγισσα, προδομένη, κάπως έτσι δεν θα μπορούσε να είναι; Συνέχεια σε έξαρση. Επιπλέον, πανταχού παρούσα μια σκιά, ένας χορευτής (Τάσος Καραχάλιος) που δεν αφήνει τίποτα ασχολίαστο με το σώμα του. Παρεισφρέει παντού, στο κρεβάτι, στο ζευγάρι, στον τοίχο, στη μνήμη, στο πάθος, στο μαχαίρι, στον θάνατο. Είναι το άυλο συναίσθημα, οι τύψεις, οι εμμονές, ο αγγελιοφόρος, ο εκτελεστής.

Αν ρωτήσει κάποιος νεαρές σπουδάστριες του θεάτρου «ποιο γυναικείο ρόλο θα ήθελες να παίξεις» οι περισσότερες απαντούν τη Μήδεια. Και στο επόμενο ερώτημα «γιατί;» αποκρίνονται απλά «Γιατί έχει πάθος». Δεν είναι όπως η Φαίδρα για παράδειγμα, που έχει μια παθητικότητα στη στάση της. Η Μήδεια είναι μεγάλη, φτάνει έως το τέλος, σκοτώνει, εκδικείται. Τι γίνεται όμως όταν η Μήδεια δεν καταφέρνει να εκδικηθεί; Δεν καταφέρνει να σκοτώσει; Και γίνεται απλά μια γυναίκα-Μήδεια;

Μήδεια και Πολιτισμός, κοινή μοίρα. Στην πρώτη, όταν χάνει τις τιμές και τα ιδιαίτερα χαρίσματά της τί της μένει; Μια οντότητα θνησιγενής, ευπαθής, που πρέπει να βρει καινούργιους τρόπους για να επιβιώσει. Και ο πολιτισμός; Τι συμβαίνει με αυτόν όταν τον απαξιώνουν και θέλουν να τον ισοπεδώσουν; Ποιο είναι το τελευταίο στοιχείο που θα εξαφανιστεί από αυτόν κατά την σήψη του;
Με τις αρχαίες τραγωδίες συμβαίνει το εξής: δεν τις παρακολουθούμε ξανά και ξανά για να δούμε «τι θα συμβεί στο τέλος». Ξέρουμε την κατάληξή τους. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι ο τρόπος που αναπαρίστανται, η συνολική πορεία, το «ταξίδι». Στο συγκεκριμένο έργο και παράσταση, πέρα από το διαφοροποιημένο τέλος, μας δίνεται όντως μια διαφορετική οπτική του τι ή ποια είναι η Μήδεια. Είναι το μαχαίρι; Είναι αυτή που είναι επειδή υπάρχει ο Ιάσονας; Και αν ο Κρέοντας φέρεται ως ένας ισχυρός τρομοκράτης; Αν η Γλαύκη δεν είναι τόσο αθώα, αλλά περισσότερο μια Σαλώμη; Και ο πολιτισμός πού κολλάει σε όλα αυτά; Αν αποκαθηλωθεί ο ογκόλιθος του «τι εκπροσωπεί η Μήδεια», καταρρίπτεται και ένας μέρος του πολιτισμού όπως τον ξέρουμε;

Πολλά ερωτήματα πηγάζουν από το έργο και το ανέβασμά του από τον Γιάννη Σκουρλέτη. Και αυτό προσωπικά με ενεργοποιεί σε μια παράσταση. Δεν θεωρώ ότι υπάρχει σωστό ή λάθος, αλλά με αφορά αν αυτό που γίνεται έχει κάποιο λόγο ύπαρξης και αν μπορώ να μεταλάβω, ένα κομμάτι έστω, αυτής ως θεατής. Οι ερμηνείες όπως πάντα πολλές. Εγώ πάντως δεν είδα αγάπη, αλλά καταστροφή, εμμονή, ποιος θα επικρατήσει. Παρά την φορτωμένη από σκηνικά, αλλά και από ιδέες σκηνοθεσία, στο πρώτο μισό της παράστασης αναρωτιόμουν τι παρακολουθώ, γιατί να είμαι εκεί. Έπειτα όπως τα πράγματα πήραν ουσιαστική μορφή και το τέλος της παράστασης άφησε κάτι δυνατό πίσω της.

Η παράσταση Πολιτισμός: μια κοσμική τραγωδία, παρουσιάζεται κάθε Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ