Από τις εκδόσεις Λιβάνη κυκλοφορεί το βιβλίο του Εμίλ Ζολά με τίτλο «Τερέζα Ρακέν».

Η Τερέζα Ρακέν ζούσε βουλιάζοντας καθημερινά στην πλήξη και τη μονοτονία δίπλα στον ασθενικό σύζυγό της, Καμίγ, και την υπερπροστατευτική μητέρα του, κυρία Ρακέν. Όταν εμφανίστηκε τυχαία ένας παλιός φίλος του Καμίγ, ο ζωγράφος Λοράν, δε δίστασε να αφεθεί στο ανεξέλεγκτο πάθος που δημιουργήθηκε αμέσως ανάμεσά τους, με δραματικές όμως συνέπειες.

Τα φλογερά όνειρα των δύο εραστών κατέληξαν σε μια παράξενη πραγματικότητα: αρκούσε το στόμα του Λοράν να ακουμπήσει φευγαλέα τον ώμο της Τερέζας για να ικανοποιηθεί η λαγνεία τους, αρκούσε να σκοτώσουν τον Καμίγ και να παντρευτούν, μέχρι που έφτασαν να αισθάνονται αποστροφή και φόβο, να περιφέρονται δίχως σκοπό, δίχως ελπίδα και, τελικά, δίχως έρωτα, με το «φάντασμα» του Καμίγ να τους στοιχειώνει για πάντα.

Εμίλ Ζολά (1840-1902): Γάλλος λογοτέχνης, ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του κινήματος του νατουραλισμού, ο οποίος άσκησε τεράστια κοινωνική επιρροή με το έργο του και τις παρεμβάσεις του. Ξεκίνησε την καριέρα του αρθρογραφώντας σε εφημερίδες σχετικά με τη λογοτεχνία, την τέχνη και την πολιτική. Χαρακτηριστικές υπήρξαν οι θέσεις του κατά του Ναπολέοντα και του ιερατείου.

Μετά το πρώτο σημαντικό μυθιστόρημά του, Τερέζα Ρακέν (1867), ξεκίνησε μια σειρά έργων με τον τίτλο «Les Rougon-Macquart. Histoire naturelle et sociale d’une famille sous le Second Empire» («Ρουγκόν-Μακάρ. Φυσική και κοινωνική ιστορία μιας οικογένειας υπό τη Δεύτερη Αυτοκρατορία»), όπου περιλαμβάνονται περισσότερα από τα μισά μυθιστορήματά του, στα οποία αναλύει με διεισδυτική κριτική ματιά τις πτυχές της τότε γαλλικής κοινωνίας. Σε αυτή τη σειρά συγκαταλέγεται Η Ταβέρνα (1877), αριστούργημα στο οποίο εμβαθύνει στο φαινόμενο του αλκοολισμού και της φτώχειας στην εργατική τάξη, και η Νανά (1880), όπου με τη συμβολική μορφή μιας πόρνης η οποία διαφθείρει την παριζιάνικη ελίτ υποδεικνύεται η κατάπτωση της Δεύτερης Γαλλικής Αυτοκρατορίας. Επιπλέον, με το Ζερμινάλ (1885) —το καλύτερο ίσως έργο του— αποκάλυψε τις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας των ανθρακωρύχων.

Στη συνέχεια, από τη βαθυστόχαστη καταγραφή των κοινωνικών προβλημάτων στράφηκε στη σοσιαλιστική ουτοπία με δύο τριλογίες του, Οι Τρεις Πόλεις και Τα Τέσσερα Ευαγγέλια, με τη δεύτερη να μένει ανολοκλήρωτη.

Ο Ζολά ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1901 και το 1902.

Στα τελευταία του χρόνια έμελλε να συνταράξει συθέμελα τη γαλλική κοινωνία με την ανοιχτή επιστολή του προς τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η οποία δημοσιεύτηκε στο εξώφυλλο της εφημερίδας L’Aurore με τον τίτλο «Κατηγορώ!» (1898).

Σε αυτή ξεσκέπαζε μια μηχανορραφία που κόστισε την ελευθερία στο στρατιωτικό Άλφρεντ Ντρέιφους εξαιτίας του αντισημιτισμού του Υπουργείου Άμυνας. Την αποκάλυψη ακολούθησαν δραματικά γεγονότα που κατέληξαν όχι απλώς στη δικαίωση του αθώου Ντρέιφους αλλά και στη μεταρρύθμιση του συστήματος, συμπεριλαμβανομένου του χωρισμού εκκλησίας και κράτους.

Δεν πρόλαβε όμως να δει αυτή την τελευταία εξέλιξη, γιατί βρέθηκε νεκρός υπό ανεξερεύνητες συνθήκες.