Η αμερικανική «πολιτιστική» βιομηχανία, έχει πολλές φορές απασχολήσει θεματολογικά διάφορους συγγραφείς, οι οποίοι προσδοκούν να ασκήσουν κριτική στους τρόπους, τα μέσα και τους σκοπούς των εκάστοτε αποφάσεων. Τις περισσότερες φορές κάτι τέτοιο επιτυγχάνεται με μια αυτοαναφορικότητα στον κινηματογράφο ή λογοτεχνικές συλλήψεις, ενώ θεατρικά κείμενα ανάλογου ύφους, είναι πιο σπάνια.

Ο Μάμετ στο έργο του 1988, «Speed the plow», περιγράφει σατιρικά και εξεζητημένα, όλη την τρέλα της επιτυχίας, το παγκόσμιο εν τέλει δίλημμα (;) ποιότητα-εμπορικότητα, τον άκρατο και κακό ανταγωνισμό, όπως επίσης και τις κοινωνικές σχέσεις που οικοδομούνται στα πλαίσια μιας τόσο παράδοξης συγκυρίας. Στην πορεία βέβαια, αυτό μπορεί να γενικευτεί σε παγκόσμιο επίπεδο, για τους ιθύνοντες πολιτιστικών πρωτοβουλιών ή τους βασικούς διαχειριστές του πολιτισμού και των προϊόντων του.

Ο Μπόμπι Γκουλντ, έχοντας μόλις πάρει προαγωγή σε μια από τις μεγαλύτερες εταιρίες παραγωγής ταινιών του Χόλιγουντ, κυνηγά μετά μανίας την επόμενη εμπορική επιτυχία, που θα φέρει πολλά λεφτά τόσο στον ίδιο, όσο και στο γραφείο. Φαίνεται πως ό,τι ψάχνει, το βρίσκει στην επικερδή πρόταση που του κάνει ο συνεργάτης του, Τσάρλι Φοξ, σύμφωνα με την οποία, ένας μεγάλος αστέρας του σινεμά, θέλει να κάνει το επόμενο φιλμ μαζί τους. Στην συνέχεια όμως, θα μπει αναπάντεχα στο παιχνίδι και η γοητευτική γραμματέας Κάρεν, η οποία ενώ αρχικά θα αποτελέσει το επίκεντρο του ερωτικού ενδιαφέροντος του Μπομπ, θα θελήσει κι εκείνη να διεκδικήσει ένα μερίδιο επαγγελματικής αποδοχής, αντιπροτείνοντάς του, ένα σενάριο που κάθε άλλο παρά εμπορικό είναι. Θυμίζοντάς του, μια πιο αθώα εκδοχή του εαυτού του και τονίζοντας πως αυτός μπορεί να ρυθμίσει τι είναι καλό και τι όχι, τελικά τον πείθει να την εμπιστευτεί και να προωθήσει την ιδέα της. Το επόμενο πρωινό, οι τρεις τους θα ΄ρθουν σε ρήξη, προσπαθώντας να διεκδικήσουν το μονομερές τους δίκιο, σαν σε στοίχημα ή σε τροχό της τύχης, που ο καλύτερος έχει την ευκαιρία να κερδίσει.

Η σκηνοθεσία του Γιάννη Μόσχου, ήταν σπιρτόζικη και ευρηματική, ενώ παρέμενε σκόπιμα σε επιφανειακά επίπεδα, όπως επιφανειακοί εν τέλει αποδεικνύονται και οι χαρακτήρες. Το σκηνικό της Λίνας Μότσιου, έξυπνα στημένο, που αποτελεί πάντα ρινγκ, ακόμα και αν μετατρέπεται σε σπίτι ή γραφείο. Οι ερμηνείες των ηθοποιών ήταν δυναμικές και πειστικές. Ο Αλέκος Συσσοβίτης ισορροπεί καλά μεταξύ της εγωκεντρικά αδιάφορης και της ελάχιστα συναισθηματικής πλευράς του Μπομπ, ενώ ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης, αν και υπερβολικός σε μερικά σημεία, αποδίδει τον πλέον κυνικό ήρωα του έργου με ορμή. Η Ευτυχία Γιακουμή, ίσως σε μια από τις πιο επιτυχημένες στιγμές της, ερμηνεύει άλλοτε με πάθος, άλλοτε με τρυφερότητα, την αμφιλεγόμενη Κάρεν.

Με δυο λόγια, πρόκειται για ένα ρεαλιστικό έργο, απεικόνιση μιας διαχρονικά ακμάζουσας βιομηχανίας και των μηχανισμών λειτουργίας της, ενώ ευτυχεί να διαθέτει τρεις καλούς πρωταγωνιστές, που αναδεικνύουν όμορφα, τις διφορούμενες παρουσίες του κειμένου.

Το έργο του Ντέιβιντ Μάμετ, «Τώρα που γυρίζει» σε σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου, μετά τις επιτυχημένες παραστάσεις στο Faust, που ολοκληρώθηκαν στις 9 Φεβρουαρίου, ξεκινά μία μεγάλη περιοδεία σε όλη την Ελλάδα, μέχρι την Κυριακή των Βαΐων.