Τα Αρχεία του μοντέρνου φιλοξενούν τρεις γυναίκες ζωγράφους που εντάσσονται χρονολογικά στην γενιά του τριάντα, σε μία έκθεση η οποία εγκαινιάζεται στις 9 Φεβρουαρίου 2014.

Πρόθεση της έκθεσης δεν είναι απλά να παρουσιάσει το έργο των τριών ταλαντούχων ζωγράφων αλλά να αναρωτηθεί πάνω στα αίτια που το έργο τους, αν και εφάμιλλο με αυτό των ανδρών συναδέλφων τους, ποτέ δεν δημοσιοποιήθηκε αρκετά, παρέμεινε στο περιθώριο ή οι ίδιες επέλεξαν να παραμείνουν στο περιθώριο. Τρεις απωθημένες ιστορίες μέσα στις πολλές που συναντάμε στις περιπτώσεις γυναικών εικαστικών, από τη γενιά του τριάντα μέχρι τη δεκαετία, τουλάχιστον, του ογδόντα στην ιστορία της ελληνικής τέχνης.  

Η Άννα Φαραντάτου (1888-1979) σπουδάζει ζωγραφική στην Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με δασκάλους τους Γ.Ιακωβίδη, Δ.Γερανιώτη και Σπ. Βικάτο. Ολοκληρώνει τις σπουδές της στη Γαλλία και Γερμανία. Στην πρώτη περίοδο της δουλειάς της παρατηρείται η επίδραση των δασκάλων της, κυρίως του Ιακωβίδη. Δεν έχει αποκοπεί ακόμη από τον ακαδημαϊσμό και τη νατουραλιστική τάση εξιδανίκευσης. Αυτή η τάση εγκαταλείπεται όταν στη συνέχεια θα έλθει σε επαφή με την καλλιτεχνική πρωτοπορία της εποχής στην Ευρώπη. Πλέον, στο έργο της είναι προφανή εξπρεσιονιστικά στοιχεία, αλλά και μία αυθόρμητη ιμπρεσιονιστική τάση. Όμως, ούτε μπορούμε να την κατατάξουμε στον εξπρεσιονισμό, ούτε στα μετα-ιμπρεσιονιστικά κινήματα της εποχής. Αντίθετα, θα ονομάζαμε το έργο της ένα βιωματικό ρεαλισμό που βρίσκεται σε συνάφεια με τον αντίστοιχο ρεαλισμό του Νίκου Λύτρα, τον οποίο άλλωστε γνωρίζει. Φαρδιές πινελιές γεμάτες πάστα είναι το χαρακτηριστικό στοιχείο της γραφής της. Οι όγκοι και οι μορφές κατασκευάζονται από αυτήν την πάστα, προσδίδοντάς τους μία έντονη υλικότητα.

Μία ανάλογη πορεία διανύει η Χριστίνα Παπαβασιλείου (1910-1982). Σπουδάζει ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με δασκάλους τον Αργυρό και τον Παρθένη. Παρουσιάζει έργα της σε πολλές ομαδικές εκθέσεις της εποχής, (π.χ Παρνασσός, 1937, Πανελλήνια 1939, κ.α). Τα θέματά της είναι προσωπογραφίες, γυμνά, νεκρές φύσεις, αλλά και σκηνές από την καθημερινή ζωή. Στο πρώιμο έργο της δεν αποφεύγει, κι’αυτή, τον ακαδημαϊσμό καθώς και την επίδραση, κυρίως του Αργυρού. Αυστηρότητα στην απεικόνιση της μορφής καθώς και οι συγκεκριμένες χρωματικές κλίμακες που χαρακτηρίζουν τη διδασκαλία του δασκάλου. Σε κάποια τοπία της είναι εμφανής μία μετα-ιμπρεσιονιστική ηθογραφική διάθεση. Ωστόσο, τα έργα της χαρακτηρίζονται από την έντονη χρωματική τους ένταση. Οι όγκοι πλάθονται από το χρώμα. Πινελιές γεμάτες πάστα προσδιορίζουν τα όρια του έργου, δημιουργούν χώρους, ενισχύουν τις εντάσεις και την εκφραστικότητα της σύνθεσης.

Η Πολυξένη (Τριανταφύλλου) Γιάνναρη (1918-1999) σπουδάζει ζωγραφική με καθηγητές τον Παρθένη και τον Αργυρό. Αποφοιτά το 1940 και παντρεύεται τον ζωγράφο Σπύρο Γιάνναρη. Έργα της παρουσιάστηκαν σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Η επιρροή του Παρθένη είναι εμφανής στο έργο της. Ζωγραφικές επιφάνειες με λεπτή στρώση χρώματος, κενά σημεία χωρίς χρώμα όπου φαίνεται ο καμβάς ή το χαρτί. Υπήρξε η ζωγράφος της λεπτότητας και της διακριτικότητας. Λίγο μπλε ή κόκκινο διαταράσσουν την προοδευτική πορεία προς το λευκό και το αδιαφανές. Εντάσεις που παρουσιάζονται για λίγο μέχρι να αποσυρθούν οριστικά. Όμως το έργο της αποτελεί μία απλή επιστροφή στην συμβολιστική αποτύπωση του τοπίου όπως τη γνωρίζουμε από τον Παρθένη; Η ταλαντούχος Πολυξένη (Τριανταφύλλου) Γιάνναρη, σύζυγος του μετα-ιμπρεσιονιστή ζωγράφου Σπύρου Γιάνναρη, δεν ζωγραφίζει διακριτικά συνεχίζοντας το ιδίωμα του δασκάλου της. Η διακριτική και κομψή ζωγραφική της θυμίζει τη διακριτική ζωή που πέρασε δίπλα στο ζωγράφο-σύζυγό της, μία επιλογή που τόσες φορές συναντάμε, σε αντίστοιχες περιπτώσεις, στην ελληνική ζωγραφική.