Η Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης διοργανώνει αφιέρωμα στον κορυφαίο σκηνοθέτη Μικελάντζελο Αντονιόνι με τίτλο “Βυθομετρώντας την άβυσσο“, από την Πέμπτη 30 Ιανουαρίου έως και την Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014.

«Αυτό που πάντα με ενδιέφερε ήταν να κοιτάξω μέσα στον άνθρωπο, ποια συναισθήματα τον κινητοποιούν, ποιες είναι οι σκέψεις του στην πορεία του προς την ευτυχία, τη δυστυχία, το θάνατο».

Μικελάντζελο Αντονιόνι

Οι συστάσεις είναι πραγματικά περιττές για τον Μικελάντζελο Αντονιόνι  / Michelangelo Antonioni, τον κορυφαίο ιταλό δημιουργό που σφράγισε μοναδικά με το έργο του τον παγκόσμιο κινηματογράφο.

Το αφιέρωμα φέρνει στη μεγάλη οθόνη τέσσερις κλασικές και πολυβραβευμένες ταινίες του σπουδαίου κινηματογραφιστή, οι οποίες αποτελούν σημεία αναφοράς στην έβδομη Τέχνη: Η κραυγή (1957), Η περιπέτεια (1960), Η νύχτα (1961) και Επάγγελμα Ρεπόρτερ (1975).

Αξίζει να θυμηθούμε ότι:

–              Το κοινό του Φεστιβάλ των Καννών δεν άντεξε την τολμηρότητα της αφήγησης της ταινίας Η περιπέτεια και την αποδοκίμασε – σχεδόν κανιβαλικά – στη διάρκεια της προβολής της. Σήμερα, τη συναντούμε πολύ συχνά στις διάφορες λίστες των καλύτερων ταινιών στην ιστορία του σινεμά.

–              Η Νύχτα, από τις αγαπημένες ταινίες του Αντρέι Ταρκόφσκι, αποτελεί το δεύτερο μέρος της τριλογίας του Μικελάντζελο Αντονιόνι με θέμα τη μοναξιά και την αποξένωση, η οποία άρχισε με την Περιπέτεια και ολοκληρώθηκε με την Έκλειψη.

–              Η χαρακτηριστική σκηνή του «μεγάλου ύπνου» στην ταινία Επάγγελμα ρεπόρτερ με πρωταγωνιστή τον Τζακ Νίκολσον, είναι ένα 7λεπτο μονοπλάνο που χρειάστηκε 11 μέρες επίπονων προσπαθειών για να γυριστεί.

Πρόγραμμα προβολών:

ΠΕΜΠΤΗ 30/1              

18.30      Η κραυγή

21.00      Η περιπέτεια

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 31/1          

18.30      Επάγγελμα ρεπόρτερ  

21.00      Η νύχτα

ΣΑΒΒΑΤΟ 1/2              

18.30      Η περιπέτεια

21.00      Επάγγελμα ρεπόρτερ

ΚΥΡΙΑΚΗ 2/2               

18.30      Η νύχτα

21.00      Η κραυγή

Οι ταινίες αναλυτικά:

 

Η κραυγή / Il grido

(Ιταλία, 1957)

Σκηνοθεσία: Μικελάντζελο Αντονιόνι. Με τους: Steve Cochran, Alida Valli, Gabriella Pallotta. Διάρκεια: 102΄. Ασπρόμαυρη.

Ο Άλντο συζεί  με την Ίρμα, έχοντας αποκτήσει μαζί της κι ένα κοριτσάκι. Όταν η Ίρμα μαθαίνει το θάνατο του συζύγου της που έχει μεταναστεύσει εδώ και πολλά  χρόνια στην Αυστραλία, του εξομολογείται ότι δεν τον αγαπά πια και ότι είναι ερωτευμένη με έναν άλλο άνδρα. Συντετριμμένος ο Άλντο φεύγει με την κόρη του και περιπλανιέται προσπαθώντας να βρει μια καινούρια δουλειά και να ξαναστήσει τη ζωή του. Παράλληλα βρίσκει πρόσκαιρη παρηγοριά σε άλλες γυναίκες, όμως αυτές οι σχέσεις δεν οδηγούν πουθενά, καθώς αδυνατεί να ξεπεράσει το γεγονός της απόρριψης και του χωρισμού του από την Ίρμα. Το τέλος μοιάζει αναπόφευκτο και είναι τραγικό.

Σημείο άφιξης και ταυτόχρονα αφετηρία προς το έργο της ωριμότητας,  το θέμα της Κραυγής είναι η κατάρρευση των βεβαιοτήτων πάνω στις οποίες ο καθένας  κτίζει τη ζωή του. Με την ταινία αυτή, που είναι προπομπός και εισαγωγή στην περίφημη «τριλογία της αλλοτρίωσης», αρχίζει να αποκρυσταλλώνεται το «αντονιονικό» ύφος: της  συναισθηµατικής αποξένωσης, της ψυχολογικής απογύμνωσης και της ρευστότητας των εσωτερικών τοπίων. Το τοπίο παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, όχι μόνον καθορίζοντας ουσιαστικά την ατμόσφαιρα και την εικονοπλασία της ταινίας, αλλά αναδεικνύοντας την ψυχική καταχνιά και την παγερή μοναξιά του κεντρικού χαρακτήρα. Αυτή η διαλεκτική της εσωτερικότητας του ατόμου και του περιβάλλοντος χώρου (κεντρικός άξονας του έργου του ιταλού δημιουργού), στην Κραυγή αποτυπώνεται από το ομιχλώδες και γκρίζο τοπίο της περιοχής του Πάδου, εκπληκτικά φωτογραφημένο από τον κορυφαίο Τζιάνι ντι Βενάντσο. «Θέλησα το τοπίο που αποδίδει την ψυχική κατάσταση του ήρωα να είναι ένα τοπίο μνήμης που να έρχεται από την παιδική μου ηλικία» αναφέρει ο σκηνοθέτης. Εδώ, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ακριβώς σ’ αυτούς του χώρους ο Αντονιόνι γύρισε το 1946 την πρώτη του ταινία, το 9λεπτο ντοκιμαντέρ Gente del Po. Η απόφαση της Ίρμα να τον αφήσει είναι η οριστική και τελεσίδικη καταδίκη για τον Άλντο. Η μοναξιά του αποκτά οντολογικά χαρακτηριστικά και η περιπλάνησή του, η άρνησή του να ριζώσει κάπου, τον απομακρύνει σταθερά  από την πραγματικότητα, αλλά και από τον ίδιο του τον εαυτό. Το τέλος είναι νομοτελειακά προδιαγεγραμμένο. «Αυτό που πάντα με ενδιέφερε ήταν να κοιτάξω μέσα στον άνθρωπο, ποια συναισθήματα τον κινητοποιούν, ποιες είναι οι σκέψεις του στην πορεία του προς την ευτυχία, τη δυστυχία, το θάνατο. Σίγουρα είναι μια ταινία ερμητικά κλειστή, δύσκολη… Χρόνια αργότερα την ξαναείδα και έμεινα έκπληκτος καθώς βρέθηκα μπροστά σε μια τόσο μεγάλη γύμνια και μοναξιά, όπως συμβαίνει κάποια πρωινά όταν κοιτάζοντας το πρόσωπό μας στον καθρέφτη μάς πιάνει τρόμος», σημειώνει ο σκηνοθέτης.

Η περιπέτεια / L’avventura

(Ιταλία – Γαλλία, 1960)

Σκηνοθεσία: Μικελάντζελο Αντονιόνι. Με τους: Gabriele Ferzetti, Monica Vitti, Lea Massari. Διάρκεια: 140’. Ασπρόμαυρη.

Μια παρέα μεγαλοαστών ξεκινά για κρουαζιέρα. Ανάμεσά τους και η Κλαούντια, που προέρχεται από κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Στη διάρκεια της κρουαζιέρας η παρέα αποβιβάζεται σ’ ένα ξερονήσι (στην ηφαιστειογενή βραχονησίδα Lisca Bianca στο Αρχιπέλαγος των Αιολίδων νήσων, βόρεια της Σικελίας), όπου η Άννα, φιλενάδα του αρχιτέκτονα Σάντρο και φίλη της Κλαούντια, ξαφνικά εξαφανίζεται. Το ανεξήγητο συμβάν επιδρά καταλυτικά στους υπόλοιπους και κυρίως στην Κλαούντια (υπέροχη η Μόνικα Βίττι) και στο Σάντρο, οι οποίοι αρχίζουν μια αβέβαιη και εύθραυστη σχέση.

Βασισμένη ολοκληρωτικά πάνω στο ρήγμα της απουσίας της Άννας,  Η περιπέτεια παραμένει η πιο ακραία αισθητική πρόταση του Αντονιόνι και αποτελεί το πρώτο μέρος της «τριλογίας της αποξένωσης», μέσα από την οποία ο σκηνοθέτης  ιχνηλατεί την εσωτερική έρημο του ανθρώπου, την αδυναμία επικοινωνίας και την αλλοτρίωση του ατόμου στη σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία. Ο ιταλός δημιουργός απελευθερώνει τη δράση από την κυρίαρχη λογική του αίτιου-αιτιατού και προσδίδει στην κινηματογραφική αφήγηση μια ρηξικέλευθη χρονική διάσταση. Η ταινία κόβει εξαρχής τις γέφυρες με την παραδοσιακή ψυχολογική ανάλυση, τις κινηματογραφικές αφηγηματικές συμβάσεις, τους κανόνες δραματουργικής εξέλιξης μιας ιστορίας και διακινδυνεύει μια εξερεύνηση, χωρίς πυξίδα, άγνωστων εσωτερικών τοπίων. Κινηματογραφώντας τις συμπεριφορές σ’ ένα κλειστό, απομονωμένο και γυμνό περιβάλλον, το οποίο δεν είναι παρά αντανάκλαση του ψυχικού κενού των ηρώων, ουσιαστικά οδηγεί την ιστορία σ’ έναν αφηγηματικό γκρεμό. Στην ταινία αναδεικνύονται η αβεβαιότητα, η ανασφάλεια, το πρόσκαιρο και το διφορούμενο των ανθρώπινων σχέσεων. Η περιπέτεια,  ταινία τραχιά, απειλητική και αφιλόξενη, πλημμυρισμένη  από ηχηρές σιωπές, νεκρούς χρόνους και άδειους  χώρους, κινηματογραφεί την έκλειψη των συναισθημάτων και το υπαρξιακό αδιέξοδο του σύγχρονου ανθρώπου. Το κοινό του Φεστιβάλ των Καννών δεν άντεξε την τολμηρότητα της αφήγησης και την αποδοκίμασε – σχεδόν κανιβαλικά – στη διάρκεια της προβολής της. Σήμερα τη συναντούμε, πολύ συχνά, στις διάφορες λίστες των καλύτερων ταινιών στην ιστορία του σινεμά, ενώ υπήρξε και μια από τις δεδηλωμένες επιρροές και αγάπες του Θόδωρου Αγγελόπουλου.

Η νύχτα / La notte

(Ιταλία – Γαλλία, 1961)

Σκηνοθεσία: Μικελάντζελο Αντονιόνι. Με τους: Jeanne Moreau, Marcello Mastroianni, Monica Vitti. Διάρκεια: 122΄. Ασπρόμαυρη.

Η ταινία καταγράφει το 24ωρο της ζωής ενός παντρεμένου ζευγαριού σε κρίση. Ο επιτυχημένος συγγραφέας Τζιοβάνι και η γυναίκα του Λίντια, επισκέπτονται στην κλινική τον φίλο τους Τομάζο που είναι βαριά άρρωστος∙ μετά πηγαίνουν στην παρουσίαση του νέου βιβλίου του Τζιοβάνι (στην σεκάνς εμφανίζεται φευγαλέα, νεαρότατος, ο Ουμπέρτο Έκο). Η Λίντια κάποια στιγμή, βαριεστημένη φεύγει από την εκδήλωση και τριγυρνά άσκοπα στην πόλη∙ το βράδυ πηγαίνουν σ’ ένα νάιτ-κλαμπ, αλλά φεύγουν κι από κει για να πάνε σ’ ένα πάρτι στη βίλα ενός βιομηχάνου. Και εκεί η Λίντια παραμένει απαθής και κλεισμένη στον εαυτό της, ενώ πληροφορείται  το θάνατο του Τομάζο. Αποδέχεται το επίμονο φλερτ ενός άγνωστου άνδρα, φεύγουν παρέα, αλλά αρνείται να κάνει έρωτα μαζί του, ενώ ο Τζιοβάνι πολιορκεί ερωτικά την πανέμορφη κόρη του βιομηχάνου, Βαλεντίνα, γεγονός  που δεν περνά απαρατήρητο από την Λίντια, η οποία όμως μοιάζει να αδιαφορεί. Η αυγή τους βρίσκει στο πάρκο της βίλας. Εκείνη του λέει ότι δεν τον αγαπά πια και του διαβάζει ένα παθιασμένο ερωτικό γράμμα που της είχε στείλει κάποτε και εκείνος δεν αναγνωρίζει καν ότι είναι δικό του… 

Η Νύχτα είναι το δεύτερο μέρος  της τριλογίας του Μικελάντζελο Αντονιόνι με θέμα τη μοναξιά και την αποξένωση, η οποία άρχισε με την Περιπέτεια και ολοκληρώθηκε με την Έκλειψη. Κινώντας τους ήρωες στο μεγαλοαστικό περιβάλλον του Μιλάνου, ο Αντονιόνι κινηματογραφεί με στιλιστική αυστηρότητα και αρχιτεκτονική σύνθεση των πλάνων, την έκλειψη των συναισθημάτων, το υπαρξιακό κενό και το τέλος μιας σχέσης. Η μοναδική του ικανότητα να αντανακλά τις βαθύτερες ψυχικές καταστάσεις των ηρώων στην επιφάνεια εργασίας, δεν είναι παρά δείγμα μιας αδιαφιλονίκητης κινηματογραφικής ιδιοφυίας: η ψυχρότητα που εκπέμπει το μέταλλο και το γυαλί της  πόλης του Μιλάνου, στην εκπληκτική εναρκτήρια σκηνή, αντικατοπτρίζει τον πυρήνα της σχέσης∙ η τοποθέτηση των ηρώων στις άκρες του κινηματογραφικού πλάνου,  υποδηλώνει την ψυχική απόσταση που τους χωρίζει∙ τα ασύμπτωτα βλέμματά τους, που σχεδόν ποτέ δεν συναντώνται, υποδεικνύουν μια συναισθηματική απονέκρωση που έχει ήδη αρχίσει. Κοιτάζοντας με διαυγές όσο και πικρό βλέμμα στο εσωτερικό των άρρωστων από την ανία και ηττημένων από τη δύναμη της συνήθειας ηρώων του, καταγράφει το άδειο του μέσα κόσμου, την ανικανότητα και την έλλειψη θέλησης να κατανοήσουν, να αγαπήσουν και να συναντήσουν ξανά ο ένας τον άλλο. Η νύχτα (από τις αγαπημένες ταινίες του Αντρέι Ταρκόφσκι), κυριολεκτικά και μεταφορικά, είναι ένα έργο τέχνης για το σκοτάδι της ζωής όταν σβήσει η φλόγα του έρωτα και της αγάπης.   

Επάγγελμα ρεπόρτερ / Professione: Reporter / The Passenger

(Ιταλία – Γαλλία – Ισπανία, 1975)

Σκηνοθεσία: Μικελάντζελο Αντονιόνι. Με τους: Jack Nicholson, Maria Schneider, Jenny Runacre. Διάρκεια: 124΄. Έγχρωμη.

Ο Ντέιβιντ Λοκ, ρεπόρτερ της αγγλικής τηλεόρασης, φτάνει σε μια χώρα της Κεντρικής Αφρικής για ένα ρεπορτάζ σχετικά με τους αντάρτες του απελευθερωτικού μετώπου. Καταλήγει στη μέση της ερήμου, με το τζιπ κολλημένο στην άμμο, να ουρλιάζει απεγνωσμένος, καθώς συνειδητοποιεί πως είναι θεατής μιας αδιαπέραστης και ακατανόητης πραγματικότητας. Βαριεστημένος τα παρατάει, και όταν ανακαλύπτει στο ξενοδοχείο του ένα νεκρό άντρα που του μοιάζει, αποφασίζει να οικειοποιηθεί την ταυτότητά του και ν’ αλλάξει ζωή.

Το Επάγγελμα ρεπόρτερ, ένα από τα αδιαφιλονίκητα αριστουργήματα του μεταπολεμικού κινηματογράφου, είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που δραπετεύει από τον εαυτό του, παίρνοντας τη θέση κάποιου άλλου. Ο Τζακ Νίκολσον – ίσως στην πιο μεστή και εσωτερική ερμηνεία της καριέρας του – εξαφανίζεται αφήνοντας πίσω του το ίχνος μιας απουσίας, καθώς τρυπώνει σε μια αλλότρια ζωή. Αναζητώντας νέα ταυτότητα (ανέφικτη) και ελευθερία (συναντά παντού μονάχα το φάντασμά της), διασχίζει τον κόσμο σα μαγεμένος, πιασμένος θαρρείς σε μια θηλιά του χρόνου∙ μέσα και ταυτόχρονα έξω από την πραγματικότητα∙ κοντά και την ίδια στιγμή έτη φωτός μακριά από τον εαυτό του. Ο Λοκ, ταξιδευτής του μεταιχμίου, βαδίζει ανάμεσα σε δυο ζωές χωρίς να ανήκει σε καμιά και είναι ένας μοναδικός κινηματογραφικός no man’s land ήρωας.

Στο οδοιπορικό του θα «πετάξει» στον ουρανό της Βαρκελώνης και θα μεταμορφωθεί σε «ανθρώπινο γλυπτό» στη μαγική ταράτσα της Pedrera (ίσως στη μοναδική κινηματογραφική σκηνή που γυρίστηκε ποτέ στο διάσημο κτίριο του Γκαουντί). Όμως, η πραγματικότητα της καινούργιας του ζωής θα αποδειχθεί άλλο τόσο «ξένη και φορτική» όσο και η προηγούμενη και η περιπλάνησή του θα μεταλλαχθεί σε εσωτερική περιπέτεια, σε οδοιπορικό θανάτου σε εγκαταλελειμμένους συνοριακούς σταθμούς της ύπαρξης.

Κυνηγημένος από τους ανθρώπους της παλιάς και της νέας του ζωής, θα βυθιστεί τελικά στο «μεγάλο ύπνο» στο Hotel de la Gloria, με μια μόνο κίνηση της – ειδικά σχεδιασμένης και προσαρμοσμένης σε μια σειρά από γυροσκόπια – κάμερας (το περίφημο 7λεπτο μονοπλάνο που χρειάστηκε 11 μέρες επίπονων προσπαθειών για να γυριστεί). Η μηχανή λήψης που βγαίνει μέσα από τις κλειστές γρίλιες (πώς;) και ίπταται στην έρημη πλατεία, θα ενοποιήσει το μέσα με το έξω, αποκαθιστώντας τη χαμένη ισορροπία ανάμεσα στην υποκειμενική πραγματικότητα και τον αντικειμενικό κόσμο. Με το Επάγγελμα ρεπόρτερ ο Μικελάντζελο Αντονιόνι ταξιδεύει το βλέμμα μας εκεί όπου δεν υπάρχει τίποτα να δεις, κινηματογραφώντας τον ήχο της σιωπής και το αόρατο πρόσωπο του θανάτου.

* Τα παραπάνω κείμενα που υπογράφει ο Θωμάς Λιναράς δημοσιεύθηκαν στο Πρώτο Πλάνο τχ.50, Απρίλιος 1999.