Ήμουν έφηβος, όταν είδα στο σινεμά τα ΠΕΝΤΕ ΕΥΚΟΛΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ με τον Νίκολσον. Η ταινία με επηρέασε τόσο πολύ, που μου άλλαξε τη ζωή, με ωρίμασε. Σκηνοθέτης ήταν κάποιος Μπομπ Ράφελσον.

Ήμουν τότε φανατικός χομπίστας φωτογράφος. Δυό-τρία χρόνια αργότερα είδα την επόμενη ταινία του Ράφελσον τον ΒΑΣΙΛΙΑ ΤΩΝ ΜΑΡΒΙΝ ΓΚΑΡΝΤΕΝΖ, πάλι με τον Νίκολσον, και αποφάσισα να νετάρω οριστικά στο σινεμά. Για να με δεχτούν στο London Film School έπρεπε να γράψω και μια κριτική για κάποια ταινία, οπότε έγραψα για την τελευταία, όπου ο Τζακ έπαιζε έναν που δεν ήξερε να ζήσει τη ζωή του, αλλά είχε μια δίωρη καθεβραδινή  ραδιοφωνική εκπομπή, πολύ εξομολογητική. Με δέχτηκαν στη σχολή αλλά δεν πήγα, γιατί γύρισα στην Αθήνα να δουλέψω α’ βοηθός σκηνοθέτη, σε μεγάλου μήκους για πρώτη φορά. Μετά έκανα τα ΜΕΓΑΡΑ, έσκισε η ταινία, ταξίδεψα μαζί της, και, αφού χώρισα από μια γυναίκα, ψιλοδιαλυμένος έφυγα για το Λος Άντζελες. Σπουδές στο American Film Institute. Έμεινα εφτά χρόνια στο L.A., σκηνοθετώντας μικρομεσαίου μήκους  ταινίες στη σχολή, αργότερα θέατρο και ντοκιμαντέρ.

Κάποια στιγμή μαθαίνουμε ότι ο Ράφελσον θα γυρίσει τον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ ΧΤΥΠΑΕΙ ΠΑΝΤΑ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ, και πάλι με τον Νίκολσον. Άκουσα ότι ο ανταγωνιστής του στο έργο θα είναι ελληνοαμερικάνος, οπότε λύσσαξα να βρω επαφή για να δουλέψω σαν greek coach στον ηθοποιό που θα τον ερμήνευε ή και σύμβουλος ελληνικότητας για όπου χρειαζόταν. Ο μεσολαβητής βρήκε τόσο καλή την ιδέα μου, που πρότεινε τον εαυτό του και πήρε αυτός τη δουλειά! Αργότερα όμως, όταν μαθεύτηκε ότι μια μεγάλη σκηνή γιορτής 25ης Μαρτίου θα γυριζόταν στο L.A. επί τρεις μέρες, έριξα τα μούτρα μου και ζήτησα από τον αριβίστα ενδιάμεσο να κόψει το λαιμό του και να μου βρει θέση γ’ βοηθού σκηνοθέτη σ’ αυτά τα τρία γυρίσματα. Ήξερε από την αρχή τον θαυμασμό μου για το δίδυμο Ράφελσον-Νίκολσον και τι επιρροή είχαν οι ταινίες τους σε μένα.

Μετά από μήνες λοιπόν, μπαίνω στο τεράστιο σετ σαν κομπάρσος, ένας από τους διακόσιους ομογενείς χειροκροτητές. Ανάμεσα σε αμέτρητα στρωμένα τραπέζια και δεκάδες τεράστιες ελληνικές σημαίες, Κολοκοτρώνηδες, Υψηλάντηδες και Μπουμπουλίνες, βρίσκεται όχι μόνο ο Bob και ο Jack, αλλά και ο Sven Nykvist(!), ο θρυλικός διευθυντής φωτογραφίας. Πάω προς τα εκεί αλλά ο γ’ βοηθός με παλουκώνει σε ένα μακρυνό τραπέζι, πλάτη στη δράση, να κοιτάζω τους απέναντι γέρους και τον τοίχο πίσω τους. Δίπλα μου ήταν μια άδεια καρέκλα.

Το γύρισμα άρχισε με τον πατριωτικό λόγο του ελληνοαμερικάνου σύζυγου της Jessica Lang, που τον έπαιζε ένας μεσόκοπος,  άγνωστος Εγγλέζος ηθοποιός, που δεν τα κατάφερνε στα ελληνικά. Ο Τζακ πήρε χαμπάρι τη θυμηδία των κομπάρσων και άρχισε να πηγαίνει από τραπέζι σε τραπέζι, να μιλάει με όλους και να γίνεται αγαπητός. Χωρίς να χάνει την Λανγκ από τα μάτια του, μάθαινε ταχύτατα διάφορες ελληνικές λέξεις και όποτε δεν τα κατάφερνε ο σύζυγος, φώναζε από την άλλη άκρη της σάλας : «δεν μπορείς μαλάκα! Δεν μπορείς μαλάκα!’’,  με την αίθουσα να σείεται από τα γέλια. Τον φώναξε ο Μπομπ να πάει κοντά του πίσω απ’ την κάμερα, αλλά αρνήθηκε συνεχίζοντας τον χαβαλέ, ώσπου ήρθε η Λανγκ να τον μαλώσει. Αυτό ήταν! Την βούτηξε και την σήκωσε στην αγκαλιά του και την κόλλησε στον τοίχο, εκεί στον δικό μου τον τοίχο, βάζοντάς της χέρι. Αυτή άρχισε να τον φιλάει παθιασμένα, γυρίζει ο Τζακ και φωνάζει “Come on Bob! We ’re ready over here!”

Έρχεται λοιπόν η κάμερα, το σκηνοθετικό και όλο το συνεργείο γύρω μου. Ο Ράφελσον κάνει πως μαλώνει τον Νίκολσον, ήταν όμως εμφανέστατα ενθουσιασμένος, και τον καθίζει στην άδεια καρέκλα δίπλα μου! Κάνουν πρόβα με την Λανγκ να αφήνει τον άντρα της και να περνάει δίπλα μας, αυτός να σηκώνεται και να μιλάνε δήθεν αδιάφορα αλλά εντελώς ξαναμμένοι από πριν. Στήνουν την κάμερα για το πρώτο πλάνο, και εμένα με κρύβει ο Τζακ μέχρι που σηκώνεται καθώς την βλέπει να πλησιάζει. Cut! και η κάμερα πάει σ’ άλλη θέση με εμένα εκτός κάδρου.

Όταν γύρισα απ’ το L.A., έμαθα ότι στην πρώτη προβολή της ταινίας στην Αθήνα, στο κατάμεστο σινεμά ακούστηκε δυνατά η φωνή του Τζούμα: Ρε! Ο Τσέμπερος!, Άλλη φωνή: Που’ν’τος;, Τζούμας: Πέρασε!

Info: Ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε οικονομικά στην Ελλάδα και κινηματογράφο στο American Film Institute στο L.A., όπου έζησε επτά χρόνια σκηνοθετώντας ντοκιμαντέρ, μικρομεσαίου μήκους ταινίες αλλά και θέατρο («Ήταν Όλοι τους Παιδιά μου» του Άρθουρ Μίλλερ με βραβεία σκηνοθεσίας, παραγωγής, α’ ρόλων). Πρώτη  του ταινία, το περίφημο ντοκιμαντέρ «Μέγαρα», πρώτη του ταινία φιξιόν ο «Ξαφνικός Έρωτας», και μετά το «Άντε Γεια» και η «Πίσω Πόρτα», όλες βραβευμένες και εμπορικές επιτυχίες. Η τελευταία του ταινία, «Ο Εχθρός Μου» μόλις ξεκίνησε το ταξίδι της στις σκοτεινές αίθουσες με τις μεγάλες οθόνες.