Το «Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών» σε συνεργασία με το σύλλογο «Οι Φίλοι της Μουσικής» διοργανώνει μια συναυλία, με το περίφημο μουσικό σύνολο, “L’Arpeggiata” υπό τη μουσική διεύθυνση της Christina Pluhar, στο Μέγαρο μουσικής Αθηνών, την Παρασκευή 29/11/2013.

Η συναυλία πραγματοποιείται στο πλαίσιο της πράξης «Με μουσικές εξαίσιες, με φωνές – 150 χρόνια από τη γέννηση του Κ.Π. Καβάφη», με τη συγχρηματοδότηση της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΠΕΠ Αττική-ΕΣΠΑ 2007 – 2013.

Πρόκειται για ένα μουσικό ταξίδι στη Μεσόγειο με τις υπέροχες φωνές της Mísia, της Nuria Rial, του Vincenzo Capezzuto και της Κατερίνας Παπαδοπούλου συνοδευμένες από μουσικά όργανα εποχής (θεόρβη, τσέμπαλο, ψαλτήρι, άρπα, πνευστά και κρουστά) και παραδοσιακά όργανα της Ανατολής (κανονάκι, σάζι, πολίτικη λύρα, λάφτα) από τους μουσικούς: Σωκράτης Σινόπουλος – πολίτικη λύρα, Νίκος Μέρμηγκας – λάφτα, Daniel Pinto fado – βιόλα, Sandro Daniel fado – κιθάρα, Aytaç Dogan – κανονάκι, και Ismail Tunçbilek – σάζι.

Ο Σωκράτης Σινόπουλος, εκπρόσωπος της πολίτικης λύρας στην Ελλάδα, μιλά στο Culturenow, για τη συνεργασία του με την περίφημη ορχήστρα, “L’ Arpeggiata”, την επικείμενη συναυλία με τίτλο “Mediterraneo”, την παραδοσιακή μουσική και τα παραδοσιακά όργανα, την σχέση του με την πολίτικη λύρα, το δάσκαλο του Ross Daly, λίγες μέρες πριν τη μεγάλη μουσική σύμπραξη Δύσης και Ανατολής…

Συνέντευξη Στέλλα Τζίβα

Culturenow.gr: Είστε εκπρόσωπος της Ελλάδας στην πολίτικη λύρα… Τι σημαίνει η πολίτικη λύρα για σας;

Σωκράτης Σινόπουλος: Έτσι όπως ακούω τις λέξεις: “πολίτικη λύρα”, μοιάζει σαν να πρόκειται για το ονοματεπώνυμο ενός πολύ οικείου μου προσώπου. Αυτό σημαίνει λοιπόν!

C. N.: Στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών θα παρουσιάσετε με την L’ Arpeggiata, πορτογαλέζικα φάδος, αναγεννησιακά ισπανικά τραγούδια, ταραντέλες νανουρίσματα της Κ. Ιταλίας και Ελλάδας συνοδευμένα με χορό και θεατρική κίνηση. Ποια σχέση, ποιος κρίκος συνδέει όλα αυτά τα διαφορετικά είδη μουσικής έκφρασης;

Σ.Σ.: Όλα αυτά τα διαφορετικά είδη συνδέονται μέσα στο ευρύτερο μουσικό πλαίσιο των παραδόσεων της Μεσογείου, κάτι που αντικατοπτρίζεται και στον τίτλο της συναυλίας: “Mediterraneo”. Η Μεσόγειος είναι λοιπόν ο κρίκος, που λειτουργεί ως ενιαίος γεωγραφικός χώρος, αλλά και ως έννοια (η θάλασσα, το ταξίδι, η ξενιτιά) και εναγκαλίζει τα κατά τόπους μουσικά είδη, με τη διαφορετικότητά τους.

C. N.: Συμπράττετε με το μουσικό σύνολο L’ Arpeggiata, -που έρχεται στη χώρα μας για πρώτη φορά-, σε μια μοναδική συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Πως προέκυψε η συνεργασία σας; τι ήταν αυτό που σας έφερε κοντά;

Σ.Σ: Πριν από περίπου δύο χρόνια, όταν η L’ Arpeggiata επεξεργαζόταν την ιδέα του Mediterraneo και αναζητούσε συνεργάτες, απηύθυνε πρόσκληση συνεργασίας σε εμένα, την Κατερίνα Παπαδοπούλου και τον Νίκο Μέρμηγκα από την Ελλάδα. Ηχογραφήσαμε το ομώνυμο CD  και έκτοτε παρουσιάζουμε το Mediterraneo σε συναυλίες στην Ευρώπη. Κρίνοντας εκ των υστέρων, θα έλεγα ότι αυτό που μας έφερε κοντά είναι κυρίως η κοινή αισθητική προσέγγιση της μουσικής ακόμα και αν προερχόμαστε από δύο διαφορετικούς μουσικούς κόσμους, τη μουσική της εποχής μπαρόκ απ’ τη μια και την ελληνική παραδοσιακή μουσική απ´ την άλλη.

C. N.: Δεδομένου πως τα μπαρόκ όργανα σε σχέση με τα όργανα της ανατολής αντιπροσωπεύουν διαφορετικές κουλτούρες και πολιτισμούς, θεωρείτε πως  μπορούν πραγματικά να συνομιλήσουν και να συμπράξουν μαζί; Και ποιο είναι το αποτέλεσμα μιας τέτοιας προσπάθειας; Γεννιέται κάτι καινούργιο;

Σ.Σ: Είναι αλήθεια ότι μιλάμε για διαφορετικές κουλτούρες. Παρ’ όλα αυτά, τα μουσικά όργανα είναι απλώς το μέσο για έναν μουσικό να προσεγγίσει μια κοντινή ή μακρινή μουσική παράδοση. Και εφ´ όσον η επιλογή αυτή είναι συνειδητή, το αποτέλεσμα μιας τέτοιας προσέγγισης και σύμπραξης είναι σίγουρα ειλικρινές και υπό προϋποθέσεις, ναι, γεννιέται και κάτι καινούριο, η βιωσιμότητα του οποίου ασφαλώς και πρέπει να δοκιμαστεί στη διάρκεια του χρόνου.

C. N.: Λαούτο, λύρα, κανονάκι, ούτι…. Ποιο είναι το πιο δημοφιλές λαϊκό, παραδοσιακό όργανο που επιλέγουν να μάθουν επίδοξοι μουσικοί;

Σ.Σ.: Νομίζω πως όλα εξ´ ίσου, μαζί με αρκετά ακόμα, όπως το βιολί, το σαντούρι, το κλαρίνο τα κρουστά κλπ. Το ενδιαφέρον σχετικά με τα πρώτα, τη λύρα, το κανονάκι και το ούτι συγκεκριμένα, είναι ότι γνωρίζουν τα τελευταία χρόνια μια μεγάλη άνθηση παρ´ όλο που είχαν σχεδόν ξεχαστεί στο παρελθόν.

C. N.: Ξεκινήσατε τις σπουδές σας στη Δυτική ευρωπαϊκή μουσική μαθαίνοντας κιθάρα και περάσατε στην πολίτικη λύρα και στο πολίτικο λαούτο. Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε με τα δύο αυτά όργανα της Ανατολής και ποια ήταν η συμβολή του Ross Daly, στην επιλογή σας αυτή;

Σ.Σ.: Η συμβολή του Ross Daly ήταν καθοριστική γιατί κατ´ αρχήν μια συναυλία του στάθηκε το έναυσμα ώστε να ενδιαφερθώ για όλα αυτά τα “περίεργα” όργανα και ύστερα υπήρξε ο δάσκαλός μου, ο άνθρωπος που διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό την μουσική μου προσωπικότητα.

C. N.: Θεωρείτε πώς η πολίτικη λύρα είναι ένα δύσκολο όργανο στην εκμάθηση της; Και αν ναι, που έγκειται η δυσκολία της;

Σ.Σ.: Θα απαντούσα με την συνηθισμένη απάντηση: όλα τα όργανα έχουν τις δυσκολίες τους. Θα προσέθετα όμως στο παραπάνω ότι κανένα όργανο δεν είναι τέλειο ειδικότερα μάλιστα αν μιλάμε για παλιά ιστορικά όργανα όπως η πολίτικη λύρα την οποία για παράδειγμα χωρίζουν πεντακόσια και πλέον χρόνια εξέλιξης από το βιολί έτσι όπως αυτό διαμορφώθηκε στην Ιταλία μέχρι τον 17ο αιώνα. Και σκέφτομαι τώρα ότι ίσως τελικά η δυσκολία αλλά και η πρόκληση για κάποιον που παίζει ένα “παλιό” μουσικό όργανο όπως η πολίτικη λύρα, δεν είναι η απόκρυψη των ατελειών του οργάνου αλλά το ακριβώς αντίθετο, η προβολή τους, με καλαίσθητο  βέβαια τρόπο, και ταυτόχρονα η προβολή της διαφορετικότητας, της ιδιαίτερης προσωπικότητας του οργάνου, με άλλα λόγια η προβολή του λόγου για τον οποίον το συγκεκριμένο όργανο  συνεχίζει να χρησιμοποιείται και να συγκινεί μουσικούς και ακροατές.

C. N.: Συνεργάζεστε με διάφορα μουσικά σχήματα, μουσικούς και συνθέτες από την Ελλάδα και το εξωτερικό… Τι σας έχει προσφέρει ως μουσικό και ως άνθρωπο αυτή σας η εμπειρία; Ποια συνεργασία σας έχει μείνει αξέχαστη και γιατί;

Σ.Σ.: Αισθάνομαι πολύ τυχερός που έχω γνωρίσει μέσα από τη μουσική όλους αυτούς τους σπουδαίους ανθρώπους. Αισθάνομαι ότι με έχουν κάνει καλύτερο μουσικό και άνθρωπο και ελπίζω να συνεχιστεί αυτό για πολύ πολύ καιρό. Είναι δύσκολο να επιλέξω μία συνεργασία αλλά τέλος πάντων… θα επιλέξω τον Ara Dinkjian, έναν υπέροχο μουσικό και άνθρωπο ο οποίος επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την ελληνική μουσική τα τελευταία είκοσι χρόνια με τις μουσικές του και με τον οποίο έχω τη χαρά να συνεργάζομαι σε συναυλίες και ηχογραφήσεις εδώ και κάποια χρόνια.

C.N.:  Στο «Σαν χελιδόνι», υπογράψατε τους στίχους και τη μουσική. Μιλήστε μας για την στιχουργική σας αυτή πλευρά…

Σ.Σ.: Συνήθως οι μουσικοί προσεγγίζουμε την μουσική μονομερώς και παρακάμπτουμε ή αγνοούμε το πολύ σημαντικό κομμάτι που αφορά τον στίχο. Μετά από μια  στιχουργική “αποκάλυψη” που μου συνέβη  με αφορμή ένα μικρασιάτικο τραγούδι πέρασα μια περίοδο έντονης σχέσης με τον λόγο, τον στίχο και την ποίηση. Έγραψα κάποια τραγούδια, τρία από αυτά κυκλοφόρησαν στο CD Single “Σαν χελιδόνι” και φιλοδοξούσα να εκδώσω και τα υπόλοιπα σε ένα άλμπουμ κάτι που τελικά δεν έχω κάνει ακόμη. Εκείνη η περίοδος της ενασχόλησής μου με τον στίχο, περίοδο βαθιάς ενδοσκόπησης θα την χαρακτήριζα, και άσχετα με την τύχη που θα έχουν τελικά τα υπόλοιπα τραγούδια αισθάνομαι ότι μου άλλαξε ριζικά τον τρόπο που προσεγγίζω έκτοτε το λόγο και τη μουσική εν γένει.

C. N.: Το 2000 σας απονεμήθηκε το βραβείο νέων καλλιτεχνών «Μελίνα Μερκούρη». Τι σήμαινε αυτό για σας;

Σ.Σ: Μου έδωσε έναν ακόμη λόγο να συνεχίσω να ασχολούμαι με αυτό που αγαπώ, την μουσική.

C. N.: Θεωρείτε πως η παραδοσιακή μουσική έχει την αξία  και τη θέση που της αναλογεί στο σημερινό μουσικό γίγνεσθαι; Και αν όχι για ποιο λόγο;

Σ.Σ: Αν ως μουσικό γίγνεσθαι εννοούμε τα ΜΜΕ και τις “εμπορικά” επιτυχημένες μουσικές παραγωγές τότε μάλλον “όχι”, αλλά αν διευρύνουμε το μουσικό γίγνεσθαι στα όρια της ελληνικής κοινωνίας σήμερα και επικεντρωθούμε ειδικότερα στην μουσική εκπαίδευση, στις παρέες και  στους μουσικούς πυρήνες που δημιουργούνται από νέους ανθρώπους στις μεγάλες πόλεις και κυρίως στην περιφέρεια τότε η απάντηση είναι σαφώς “ναι” και είναι αναμενόμενο να βγουν και παραέξω πολύ αξιόλογα πράγματα μέσα από αυτή τη ζύμωση. Ίδωμεν….

C. N.: Θεωρείτε πως πρέπει να υποστηρίξουμε την παράδοση μας σήμερα περισσότερο από ποτέ; Και γιατί;

Σ.Σ.: Θα έλεγα πως όχι. Και γενικά δεν συμφωνώ με το σκεπτικό ότι θα πρέπει  να υποστηρίξουμε την παράδοσή μας άκριτα, επειδή απλά είναι η παράδοσή μας ή επειδή βιώνουμε μια ομολογουμένως πολύ δύσκολη περίοδο για τον τόπο. Νομίζω πως το μόνο κριτήριο που θα έπρεπε να έχουμε ως προς αυτό είναι το κατά πόσο είναι αυτή ουσιαστικά σημαντική για εμάς σήμερα, αγνοώντας την μάλλον παραπλανητική αντίληψη ότι πρέπει υποχρεωτικά να μας αρέσει  επειδή απλά είναι η δική μας μουσική.  Προσωπικά, μόνο όταν το συνειδητοποίησα  αυτό μπόρεσα να διακρίνω μέσα στον όγκο του ρεπερτορίου της παραδοσιακής μουσικής τι  είναι αυτό που πραγματικά με ενδιαφέρει και τι όχι.