«Ύστερα από την ηδονή να έχεις τα δικά σου βιβλία, η άλλη μεγαλύτερη ηδονή είναι να μιλάς γι’ αυτά» είπε ο Charles Nodier. Δύσκολο να βρεθεί απόφθεγμα που να συμπυκνώνει και να συνοψίζει καλύτερα το βιβλίο του Jacques Bonnet στον οποίο χρωστάμε πολλά.

Και του χρωστάμε πολλά αφενός μεν για την συγκέντρωση όλων αυτών των πληροφοριών που για τους βιβλιοφάγους και βιβλιόφιλους είναι ανεκτίμητος θησαυρός κάτι σαν αυτόν τον χαμένο θησαυρό που αναζητούσαμε μικροί στις κατασκηνώσεις και αφετέρου για το γεγονός πως μέσα από αυτό το σύγγραμμα δίνεται η δυνατότητα να ανατρέξουμε σε βιβλία που είτε τα γνωρίζαμε αλλά δεν τα έχουμε διαβάσει είτε πάλι δεν είχαμε ιδέα ότι υπάρχουν.

Το φάσμα και το εύρος των αναφορών του καλύπτει πληθώρα προβλημάτων που σχετίζονται με την συνύπαρξή μας με τα βιβλία. Συλλέκτης ο ίδιος ο συγγραφέας περιζήτητων βιβλίων, σπάνιων τίτλων που χρειάζονται και απαιτούν ειδική μεταχείριση και σωστή συντήρηση, καταπιάνεται με τον τρόπο ταξινόμησής και διάταξής τους πολλές φορές υπό την πίεση του χώρου και της δυσκολίας στην ομαδοποίησή τους. Για παράδειγμα η αρχειοθέτηση είναι φρόνιμο να γίνεται ανά λογοτεχνικό είδος, ανά χρονολογία ή ανά χώρα; Πως μπαίνουν στα ράφια και πως κτίζεται μία αρτιμελής βιβλιοθήκη, η οποία θα είναι όχι μόνο ελκυστική αλλά κυρίως χρηστική; Όλοι οι κάτοχοι βιβλιοθηκών μικρών ή μεγάλων αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα γιατί σε αντίθεση με τη μουσική που οι δίσκοι έχουν σαφώς μικρότερη ανάγκη χώρου για να τοποθετηθούν, τα βιβλία όταν αρχίζουν να πληθαίνουν μαζεύουν σκόνη, αρχίζουν να φθείρονται από τον πανδαμάτορα χρόνο, να κιτρινίζουν. Άρα η προσοχή μας εστιάζεται στην διατήρησή τους σε όσο άρτια κατάσταση γίνεται, μιας και η βιβλιοθήκη ποτέ δεν έπαψε να είναι ένας ζωντανός οργανισμός που έχει ανάγκη να αναπνέει και να έχει την θαλπωρή και την φροντίδα μας για να μπορέσει να αντέξει μέσα στον χρόνο.

Το πάθος για το βιβλίο είναι κάτι που δεν έχει μονάδα μέτρησης ούτε και συγκρίνεται. Δεν υπάρχει μαραθώνιος βιβλιοκατοχής ούτε και διαγωνισμός που να αναδεικνύει τον καλύτερο κάτοχο βιβλιοθήκης. Ο κάθε συλλέκτης – γιατί όλοι οι κάτοχοι βιβλίων είναι εν δυνάμει συλλέκτες – έχει την δική του ιδιοσυγκρασία, την δική του τρέλα και την δική του προσωπικότητα, η οποία άλλωστε αποτυπώνεται σε καθημερινή βάση. Η είσοδος ενός νέου τίτλου μοιάζει με την είσοδο ενός νέου μέλους σε μία οικογένεια γιατί και η βιβλιοθήκη είναι μία οικογένεια βιβλίων με την μόνη διαφορά πως η συνύπαρξη των μελών της είναι αρμονική και δεν παρουσιάζει τριγμούς και εσωτερικές διαμάχες. Εξαίρετο παράδειγμα όπως αναφέρει ο συγγραφέας είναι αυτό του πρωταγωνιστή από το βιβλίο «Το χάρτινο σπίτι» του Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες (εκδόσεις Πατάκη), ο οποίος δηλώνει χαρακτηριστικά: «Τα βιβλία στο σπίτι μου προελαύνουν σιωπηλά, αθώα. Δεν μπορώ να τα αναχαιτίσω». Αν δεν είσαι καπνιστής δεν μπορείς να καταλάβεις το πάθος για το τσιγάρο και την αναμονή για μία ρουφηξιά, το τσιγάρο βέβαια είναι επιβλαβές κυρίως για την υγεία και σε δεύτερη μοίρα για την τσέπη. Στην περίπτωση των βιβλίων, η μόνη ενδεχόμενη ζημιά είναι οικονομική.

Υπάρχει όμως και μία άλλη διάσταση του βιβλιομανούς. Όταν κάποιος δεν διαβάζει, δεν μπορεί να νιώσει την χαρά της απόκτησης ενός βιβλίου και είναι λογικό να μην κατανοεί την αδημονία για την εξεύρεση ενός τίτλου εξαντλημένου ή δυσεύρετου. Στην τελευταία περίπτωση, ο αναγνώστης αισθάνεται να έχει βρει την Χαμένη Ατλαντίδα, μιας και το κυνήγι ενός βιβλίου είναι μία πραγματική ιεροτελεστία είναι το ταξίδι για την ανακάλυψή του που έχει σημασία και όχι τόσο η εύρεσή του, το όλο σκηνικό θυμίζει κάτι από Ιθάκη και Καβάφη. Ο Bonnet είναι ρομαντικός και γλαφυρότατος στις περιγραφές περιπτώσεων ανθρώπων ευγενών, οι οποίοι απέκτησαν βιβλία δαπανώντας υπέρογκα ποσά, ή άλλων που εξέδωσαν ολόκληρο κατάλογο με τα αποκτήματά τους του ή ακόμα και αυτών που με την ιδιορρυθμία τους να τους καθοδηγεί αποφάσισαν να ψάξουν και να βρουν όλα τα βιβλία συγγραφέων που αρχίζουν από ένα συγκεκριμένο γράμμα.

Το εγχείρημα του αναγνώστη είναι πολύπλευρο, πολυσύνθετο και εμφανίζει εμπόδια και μόνο αυτός από την αγάπη του για το βιβλίο, το οποίο υπερκερνάει τον όρο προϊόν καθίσταται αγαθό πολύτιμο εφάμιλλο της τροφής που είναι απαραίτητη για τον κάθε οργανισμό. Εξάλλου το πνεύμα και το σώμα πρέπει να θρέφονται ισόποσα άρα γιατί να αμελούμε το πρώτο ή να το «ταΐζουμε» με ακατάλληλες και ανώφελες «τροφές»;

Θίγει ο συγγραφέας και ένα άλλο θέμα εξίσου σημαντικό. Πολλοί επισκέπτες βιβλιοθηκών αναρωτιούνται αν ο ιδιοκτήτης τους έχει τον χρόνο να διαβάσει όλα τα βιβλία που έχει στην κατοχή του. Μα το ζήτημα είναι αυτά τα βιβλία να είναι στην διάθεσή του γιατί κάθε βιβλίο έχει τον χρόνο του, είναι σαν το ώριμο φρούτο που περιμένει για να πέσει. Έτσι και το κάθε βιβλίο θα διαβαστεί σε ανύποπτο χρόνο όταν ο αναγνώστης νιώσει την ανάγκη να το ανοίξει και να μοιραστεί τις σκέψεις και τις ανησυχίες του εκάστοτε συγγραφέα. Με αυτόν τον τρόπο έρχεται σε επαφή με τους ανθρώπους άλλων εποχών, κατοικεί μαζί τους και ταυτίζεται με ρόλους και πρόσωπα που τον σαγηνεύουν, τον προβληματίζουν ή τον απωθούν. Ο διάλογος είναι ενδελεχής, τυχαίνει άλλωστε να έχουμε διαβάσει ένα βιβλίο αλλά να μην το θυμόμαστε, όμως σε κάποια χρονική στιγμή ο εγκέφαλος έχοντας στην αποθήκη του συγκρατήσει «ονόματα και διευθύνσεις» ανατρέχει σε αυτά όταν ένα συμβάν σε χρόνο παρόντα θυμίσει στον αναγνώστη εκείνα τα στοιχεία του βιβλίου που είχε κάποτε διαβάσει. Ο καθένας και η καθεμία επιλέγουν τις δικές του πρακτικές ανάγνωσης και διαβάζουν υπό διαφορετικό πρίσμα την κάθε ιστορία.Έγραψε ο Jacques Laurent: «Στον Αλέξανδρο Δουμά έχω φάει τις καλύτερες ομελέτες με λαρδί της ζωής μου».

Ο συγγραφέας συνδέει τα βιβλία μεταξύ τους με πληθώρα παραδειγμάτων αποδεικνύοντας έμπρακτα και με την δική του εμπειρία διαβάσματος πως το ένα βιβλίο οδηγεί στο επόμενο. Άρα προκύπτει το συμπέρασμα πως διαβάζω ένα βιβλίο γνωρίζοντας και έχοντας επίγνωση πως αυτό θα με οδηγήσει στο επόμενο, αυτό είναι άλλωστε και το κέρδος της ανάγνωσης. Εμμέσως πλην σαφώς, αποδέχεται πως ο αναγνώστης οφείλει και να απορρίπτει αυτά που δεν έχουν να πουν κάτι παραπάνω από αυτά που ήδη γνωρίζει. Ο χρόνος του Προυστ και πάλι στο προσκήνιο!

«Όποιος θέλει να μάθει μια και καλή τι σημαίνει πραγματική δυστυχία ας πουλήσει τα βιβλία του» Jules Janin

Το βιβλίο του Jacques Bonnet, Βιβλιοθήκες γεμάτες φαντάσματα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα