Βράδυ Παρασκευής στον πολιτιστικό χώρο «Βρυσάκι». Περιμένω την φίλη μου, Ειρήνη, για να μπούμε να δούμε την παράσταση «Ο μικρός Εγώ». Αργεί. Αρχίζουν τα τηλέφωνα, τα μηνύματα, καμία απάντηση. “Η παράσταση θα πρέπει να ξεκινήσει, παρακαλώ μπείτε στην αυλή” μου είπαν και πήγα όντως στη θέση μου. Τηλεφώνημα Ειρήνης: “Ρε συ, συγγνώμη, με πήρε ο ύπνος. Φταίει που δούλευα βράδυ αυτές τις μέρες” μου λέει “τα λέμε μετά” της απαντάω.

Στην αυλή σβήνουν τα πολλά τεχνητά φώτα και η προσοχή μας πέφτει σ’ έναν άνδρα που καθόταν σε κάτι σκαλάκια, πλάτη προς εμάς έως τότε. Μας συστήνεται. Είναι ο Κώστας Ταχτσής, που γεννήθηκε και πέθανε. Και ξαφνικά φωνές! Μια μάνα φωνάζει απειλητικά στον γιο της, από πίσω και η γιαγιά, μαλώνουν και μεταξύ τους οι δυο γυναίκες, ο μικρός προσπαθεί να προστατευθεί μια από την μία και μια από την άλλη. Μια τραμπάλα ενδοοικογενειακής άσκησης εξουσίας. Και κάπως έτσι αρχίζει το 90λεπτο ταξίδι στην παιδική και νεανική ηλικία του Κώστα Ταχτσή.

«Τα Ρέστα» είναι μια σειρά αυτοβιογραφικών διηγημάτων που γράφτηκαν μεταξύ του 1964 και του 1971 από τον συγγραφέα. Πρώτη ύλη είναι τα βιώματά του. Συμβάντα που λάμβαναν χώρα στο σπίτι του, πρόσωπα που τον στιγμάτισαν. Ένας πατέρας κυρίως απών ως φυσική παρουσία, αλλά πάντα παρών ως φύλο. Ο θείος Μίμης που συμπλήρωνε κάποια ανδρικά κενά προτύπου, η μάνα και η γιαγιά ως απόλυτοι μονάρχες του.  Όπως γράφει και ο ίδιος ο Κ. Ταχτσής, «…οι γυναίκες ήταν διώκτες μου και κρησφύγετο, δήμιοι και συγχρόνως άγγελοι παρηγοριάς, μ’ έκανε από βρεφικής ακόμα ηλικίας – κι ήμουνα, φαίνεται, ένα εξαιρετικά οξυδερκές βρέφος – να στραφώ, για την ικανοποίηση της σεξουαλικής μου περιέργειας, κι αργότερα του σεξουαλικού μου ενστίκτου, προς τον Άντρα, – αν κι όχι χωρίς να κάνω προηγουμένως μερικές ύστατες προσπάθειες, που όμως απέτυχαν, ίσως από απλή ατυχία.»

Πρωτεργάτης  στο ρόλο του σκηνοθέτη και του δραματουργού, ο οποίος έκανε  την διασκευή του μυθιστορήματος του Κ. Ταχτσή για ν’ ανεβεί στην θεατρική σκηνή, είναι ο Βασίλης Ανδρέου. Με μεγάλο μεράκι και αγάπη προς το κείμενο και τα πάθη του συγγραφέα, συμπύκνωσε τις κειμενικές διηγήσεις του τελευταίου, και δομημένα μας εισήγαγε στον κόσμο του Κ. Ταχτσή. Αυτός ο κόσμος διεπόταν ανέκαθεν από αμφιταλαντεύσεις και συγκρούσεις, υπαρξιακά βάρη, ανθρώπινες στιγμές αλλά και πολέμους, αναμετρήσεις του ενστίκτου και της φύσης με τον εξωτερικό καθωσπρεπισμό και την επικρατούσα ηθική.

Πληροφορίες παράστασης: Η παράσταση ανέβηκε στο χώρο Βρυσάκι στην Πλάκα από τις 21 Σεπτεμβρίου έως τις 26 Οκτωβρίου 2013.

Και όλα αυτά γίνονται  ορατά μπροστά μας χάρη στην αμεσότητα και περιγραφικότητα  του πρωτογενούς κειμένου, στην θεατρική διασκευή που  μεταφέρει απόλυτα την ειρωνία, το χιούμορ και την ειλικρίνεια  του συγγραφέα, και φυσικά χάρη στους εξαίρετους και νέους ηθοποιούς (Βλασία Κουτσού, Φώτης Λαζάρου, Γιώργος Μακρής, Φαίδρα Παπανικολάου, Νατάσα Σφενδυλάκη) που ανασταίνουν με τόση δυναμική τα πρόσωπα του έργου. Μεταμορφώνονται, παίζουν και το απολαμβάνουν. Είναι τόσο πολύ αγαπημένοι και εξοικιωμένοι με τους χαρακτήρες τους που είναι από τις σπάνεις φορές που πραγματικά δεν βλέπεις τον ηθοποιό, αλλά το πρόσωπο του έργου. Και το κοινό αυτό το καταλαβαίνει και εντάσσεται μέσα σ’αυτή την αληθινή-ψεύτικη συνθήκη.

Δεν είναι μόνο η μετακίνηση στο χώρο. Όντως, οι φυσικοί χώροι του νεοκλασσικού που στεγάζεται το «Βρυσάκι» αξιοποιούνται στο έπακρο ως φυσικό σκηνικό. Αλλάζουν οι ηλικίες, μετατοπίζονται τα συναισθηματικά βάρη, αλλάζει και το περιβάλλον, η χωροταξική αίσθηση. Δεν είναι μόνο τα ρούχα (Αφροδίτη Μηλιώνη- Δήμος Κλιμενώφ), τα αντικείμενα, οι μουσικές (Σπύρος Παρασκευάκος) με την φωνή της Νεφέλης Κουρή.

Το κοινό μπαίνει στην οικία της οικογένειας, επισκέπτεται την γειτόνισσα, πηγαίνει στο μάθημα της μουσικής του μικρού, στο συγκρουσιακό δωμάτιο του ενήλικα συγγραφέα. Ο θεατής καθίσταται συμμετέχων παρατηρητής. Βλέπει μεν τις ιστορίες ενός άλλου προσώπου, αλλά πόσο ο ίδιος μπορεί να παραμείνει ένας άλλος, όταν ο καβγάς γίνεται στο δικό του πλέον σαλόνι,στην δική του αυλή; Και πως μπορεί να πάρει την απόσταση του αόρατου θεατή όταν οι ίδιοι οι  ηθοποιοί, η αφήγηση ή ακόμα και η απεύθυνσή τους δηλώνει «σε βλέπω, είσαι εκεί, δεν υποκρίνομαι πως  δεν υπάρχεις». Παρών ο ίδιος ο Βασίλης Ανδρέου, εκπλησσόταν, γελούσε με τις εκπλήξεις που του φανέρωναν κάθε φορά οι ηθοποιοί του. Ακόμα κι εκείνος αιφνιδιαζόταν με ό,τι συνέβαινε εκείνη την ώρα μπροστά του από τους ηθοποιούς του, παρ’όλο που ήξερε το έργο και την παράσταση απ’έξω και ανακατωτά!

Η παράσταση, αν και στο μεγαλύτερο μέρος της λαμβάνει χώρα σε ανοιχτό χώρο, μας ταξιδεύει και μας αποσπά από το μονοδιάστατο και υλικό σήμερα. Σαφώς με στοιχεία ηθογραφίας της Ελλάδας του ’30, ο δρόμος που βρίσκει και μας αγγίζει είναι αυτός της νοσταλγίας. Μας εντάσσει στην εποχή που ακόμα οι άνθρωποι επικοινωνούσαν, μάλωναν τόσο εύκολα όσο εξίσου εύκολα μονιάζανε, ζούσαν στις αυλές, δεν τους πείραζε να τους ακούν οι γείτονες, ήταν και αυτοί μέρος της οικογένειας μ’ έναν τρόπο. Παράλληλα ωστόσο την παράσταση δεν την χαρακτηρίζει η «ελαφράδα της αθωότητας». Διαπνέεται όλη από την εσωτερική πάλη και των αγώνα του Κώστα Ταχτσή για το ποιος είναι, πώς προσδιορίζεται ως φύλο, ως καλλιτέχνης, ως  άνθρωπος μέσα στον κόσμο. Η τελευταία σκηνή της παράστασης, η αντιπαράθεση του νεαρού Ταχτσή με τον μεγάλο πια Ταχτσή, είναι συγκλονιστική.

Η παράσταση δυστυχώς τελείωσε. Πώς πέρασε έτσι μιάμιση ώρα; Ήταν τόσο λίγο… Πήγα να βρω την Ειρήνη που ήταν έξω με τις άλλες δύο της παρέας. Μόλις με είδε: «Συγγνώμη που δεν ήρθα…με πήρε ο ύπνος». «Είσαι βλάκας» της απάντησα. «Ωχ, ελπίζω να μην θύμωσες που ήσουν μόνη…». «Όχι για μένα, δεν με πειράζει. Αλλά γιατί να χάσεις αυτή την παράσταση»; Κοιτιόμασταν, κάθησα, ήπια την πρώτη γουλιά του ρακόμελου και άρχισα κλαίγοντας να τους περιγράφω τον κόσμο όπου έζησα λίγες στιγμές πριν…