Ο Ντέιβιντ Λόουερι γράφει και σκηνοθετεί μια υπόκωφη σπαρακτική κραυγή που αρθρώνεται παρακλητικά από τους ήρωες με τις λέξεις του τίτλου της ταινίας, «Μείνε δίπλα μου». Συνομιλώντας με τον κινηματογράφο του Τέρενς Μάλικ, ο Λόουερι δημιουργεί ένα σαφώς πιο εύκολα προσεγγίσιμο φίλμ σε σχέση με του Μάλικ, αλλά με όλη την ποιητικότητα και τον λυρισμό που διαποτίζουν τον κινηματογράφο του και λειτουργούν εξίσου θαυμάσια και εδώ.

Από την Ελένη Φιλίππου

Στο Τέξας του ΄70, ο ληστής Μπομπ (Κέισι Άφλεκ) βρίσκεται στο σπίτι του περικυκλωμένος από αστυνομικούς. Μαζί με την έγκυο γυναίκα του, Ρουθ (Ρούνεϊ Μάρα) ανταλλάσσουν πυρά. Το όπλο της Ρουθ χτυπάει έναν από τους αστυνομικούς, αλλά η συμπλοκή καταλήγει με την παράδοση του ζευγαριού. Ο Μπομπ αναλαμβάνει την ευθύνη για τον πυροβολισμό του αστυνομικού και καταδικάζεται σε 25ετή φυλάκιση. Πίσω, η Ρουθ μένει με την υπόσχεση της καρτερικής αναμονής και αντάμωσης. Τέσσερα χρόνια μετά, ο Μπομπ δραπετεύει, έτοιμος να κατακτήσει το όνειρο μιας ευτυχισμένης και ήρεμης πια, οικογενειακής ζωής, αλλά ο δρόμος για την κατάκτησή του κρύβει την παρουσία μιας μοίρας σκληρής και άπιαστης. Από την άλλη, ο Πάτρικ (Μπεν Φόστερ), ο νεαρός αστυνομικός που χτυπήθηκε στην συμπλοκή, ερωτεύεται την Ρουθ και η Ρουθ δείχνει να αμφιταλαντεύεται. Ρουθ, Μπομπ και Πάτρικ βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε ένα συναισθηματικό γαϊτανάκι που γυρίζει γύρω από την ανάγκη για πλήρωση ενός ονείρου, που δείχνει να μην κατορθώνεται ποτέ.

Το εξαιρετικό που επιτυγχάνεται στο «Μείνε Δίπλα μου» εντοπίζεται στην σύνολη ενεργοποίηση όλων των στοιχείων που καθιστούν το σύμπαν του φιλμ ένα τοπίο δύστοκο σε οτιδήποτε φωτεινό, χαρμόσυνο ή αισιόδοξο. Η (βραβευμένη στο Sundance Festival) φωτογραφία του Μπράντφορντ Γιάνγκ αποτυπώνει μοναδικά το διαχωριστικό πλέγμα που χωρίζει τους ήρωες από την προσωπική γη της επαγγελίας τους, όταν ο ζεστός και φωτεινός τόνος των πανέμορφων εξωτερικών γενικών πλάνων που αποπνέουν μια απεραντοσύνη ελευθερίας και ένα μέλλον πολλά υποσχόμενο περνάει σε τόνους σκοτεινούς και ξεθωριασμένους για να συναντήσει τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών.

Ο χώρος, ιδιωτικός και δημόσιος, όπου ποτέ δεν βλέπεις έντονα το στοιχείο της ανθρώπινης παρουσίας πέραν των πρωταγωνιστών, δημιουργεί την απόκοσμη αίσθηση ότι κανείς δεν βρίσκεται δίπλα σε κανέναν, ότι εδώ δεν υπάρχει ζωή. Με αυτόν τον τρόπο, ο χώρος συμβάλλει στην στέρηση του να ευδοκιμήσει η ιδέα ενός καλύτερου αύριο, έτσι όπως αυτό περιγράφεται στα γράμματα του Μπομπ, στην αναμονή της Ρουθ ή στον έρωτα του Πάτρικ για την Ρουθ. Η μουσική επένδυση του Ντάνιελ Χάρτ γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι του έργου καθώς επιτείνει την αίσθηση αναμονής, όχι μόνο των ηρώων αλλά και του θεατή για μια κατάληξη λυτρωτική, η οποία δεν λαμβάνει χώρα ποτέ. Ο στίχος «can I steal a kiss?» που τραγουδιέται πρώτα από τον Μπομπ προς το έμβρυο που μεγαλώνει στην κοιλιά της Ρουθ, και έπειτα σιγοψιθυριστά από την Ρουθ στο αυτί της τετράχρονης πια κόρης της  δημιουργεί όχι μόνο μια νοητική ένωση μεταξύ του ζευγαριού, αλλά και την συναισθηματική φόρτιση των πρωταγωνιστών που βιώνουν την μοναξιά, την απώλεια και την νοσταλγία ευτυχισμένων στιγμών.

Μπορεί η ελλειπτικότητα του σεναρίου να ξενίσει τον θεατή καθώς η απόκρυψη παρελθοντικών γεγονότων, συνδετικών κρίκων μεταξύ των προσώπων και ψυχολογικών αιτιάσεων φέρουν ένα αποτέλεσμα που αποτρέπει την ταύτιση ή/και την πλήρη κατανόηση των προσώπων, αλλά σίγουρα δεν αποτρέπει στο να εκτιμήσει ο θεατής ότι μπροστά του εκτυλίσσεται μια από τις πιο ποιητικές και ατμοσφαιρικές περιπτώσεις που το crime drama μπορεί να προσφέρει ως είδος.