Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά ενός καλού μυθιστορήματος είναι η μεταφορά του αναγνώστη σε έναν κόσμο διαφορετικό, ενίοτε η διαφορετικότητα πλησιάζει την δική του πραγματικότητα και του θυμίζει πτυχές από εικόνες και στιγμές που ίσως έχει ζήσει, άλλοτε πάλι του εμφυσά ένα άγνωστο μυστήριο που επιθυμεί να ανακαλύψει. Το κέρδος και στην μία και στην άλλη περίπτωση είναι πως το μυθιστόρημα έχει εκτελέσει την αποστολή του. Αυτή την αποστολή εξετέλεσε με άριστο τρόπο και ο νομπελίστας Μάριο Βάργκας Λιόσα με ένα βιβλίο που έγραψε το 1977 και εδώ παρουσιάζεται σε νέα μετάφραση.

Από τον Γιάννη Αντωνιάδη

Παράλληλες ιστορίες διαδραματίζονται αναδεικνύοντας και προβάλλοντας διλήμματα που απασχολούν ποικίλες κοινωνικές ομάδες ανά την υφήλιο με διαφορετικά μεταξύ τους γνωρίσματα αλλά με κοινές προσλαμβάνουσες. Η επιλογή ανάμεσα στο καλό και το κακό, ο πειρασμός του ανθρώπου αν θα προτιμήσει την διαταγή του ανωτέρου του ή θα αποφασίσει να την παραβεί για να μην πατάξει την φωνή της ηθικής που τον καλεί.

Η ιστορία παρουσιάζεται απλή και κοινότοπη αλλά ο Λιόσα, που εδώ με ένα πολύ πρώιμο έργο του επιβεβαιώνει τους λόγους της βράβευσής του ανάμεσα στους κορυφαίους του αιώνα, ντύνει την ερωτική συνύπαρξη της θείας Χούλια και του Μάριο με το δίλημμα της επιλογής ανάμεσα στο θέλω και το πρέπει. Πρέπει ο έρωτας να διέπεται από κανόνες και περιορισμούς ηλικιακούς, να φυλακίζεται σε νόρμες ορισμένες από ανθρώπους που δεν τον καταλαβαίνουν και δεν θέλουν να τον καταλάβουν ή μπορεί να αφήνεται ελεύθερος και ανεξάρτητος παρόλο που πηγαίνει κατά τα κοινωνικά ειωθότα κόντρα στην φύση και τα ήθη και έθιμα μιας συντηρητικής κοινωνίας? Ο Μάριο ζει στην Λίμα και είναι ένας νέος δεκαοχτώ χρονών που σε μία οικογενειακή σύναξη ερωτεύεται την αδερφή της μητέρας του, την Χούλια. Εκείνος εργάζεται στην κρατική ραδιοφωνία, ευελπιστώντας να γίνει ένδοξος συγγραφέας ιστοριών όπως αυτές που γράφει ο Πέδρο Καμάτσο, ένας μικρόσωμος αλλά πολύ ταλαντούχος μυθοπλάστης που με τις μελοδραματικές του ιστορίες που θυμίζουν σαπουνόπερες έχει κατακτήσει τις καρδιές των Περουβιανών ακροατών και όχι μόνο.

Η Χούλια διαζευγμένη και πνεύμα ελεύθερο βλέπει τον νεαρό Μάριο ως έναν ιππότη που έχει μόλις δώσει τον όρκο του να υπερασπίζεται τις αρχές του και σε αυτό είναι κάθετος. Δεν έχει την κουτοπονηριά των μεγαλύτερων του αντρών, απέχει από την χυδαιότητα που χαρακτηρίζει τους άντρες, είναι αυθεντικός και γνήσιος κύριος απέναντι σε μία κυρία, όπως η Χούλια που σαγηνεύεται από την αθώα αυτή στάση του απέναντί της. Ο Μάριο από την αρχή μέχρι το τέλος έχει βάλει ως μοναδικό του στόχο και σκοπό την κατάκτηση της Χούλια, παραβλέπει κάθε εμπόδιο που του εμφανίζεται και σαν ένας Ρωμαίος που πρέπει να βρεθεί κοντά στην Ιουλιέτα του στέκεται στο ύψος των περιστάσεων για να παντρευτεί την Χούλια με κάθε μέσο. Δεν τον ανησυχεί η οικονομική του δυστοκία, δεν τον πτοεί η αντίδραση της ίδιας του της οικογένειας και κυρίως του πατέρα του, δεν τον αγγίζει ούτε καν στο ελάχιστο η άποψη του κόσμου στην Λίμα της δεκαετίας του ’70 που δεν αποδέχεται τέτοιου είδους κόλπα που θυμίζουν τις ιστορίες του Πέδρο Καμάτσο. Η Χούλια πάλι ως πιο έμπειρη διστάζει να αφοσιωθεί πλήρως στο αίτημα του Μάριο, του αφήνει το παράθυρο της αποδοχής της ανοιχτό αλλά συννεφιάζει μπροστά στην κατακραυγή του περίγυρού της. Η επιμονή του όμως και η αφιέρωσή του σε εκείνη την γεμίζει με αισιοδοξία και αποδεικνύει πως η ιπποσύνη δεν χάθηκε, αλλά βρήκε σάρκα και οστά στο πρόσωπο του Μάριο. Ο Λιόσα μέσω της Χούλια, χτυπάει και κατακεραυνώνει τις σκουριασμένες νοοτροπίες ενός Περού που θέλει τον έρωτα δύο ανθρώπων και κάθε έρωτα να υπόκειται σε ταμπού και κρυσταλλωμένες θέσεις. Μέσω του Μάριο, σπάει τα δεσμά και προβάλλει μία άλλη αλήθεια που λάμπει και δείχνει τον δρόμο για την αναγέννηση και ανανέωση ιδεών και στάσεων.

Η αφήγηση της ιστορίας του Μάριο και της θείας Χούλια διακόπτεται ηθελημένα πλην αριστοτεχνικά και με ευστροφία από την παρεμβολή ιστοριών/παραβολών που ο Λιόσα τα εγκαθιστά εμβόλιμα για να προβληματίσει, να αναρωτηθεί και να φιλοσοφήσει. Ο ρόλος αυτών των ιστοριών λειτουργεί συμπληρωτικά στην κύρια αφήγηση του επιθυμώντας ενδεχομένως να αναδείξει πρόσωπα και πράγματα. Αυτά σε ένα Περού που από την μία μεριά μοιάζει να μην συμβαδίζει με τον υπόλοιπο κόσμο και κυρίως τον αποκαλούμενο δυτικό και την ελευθερία σκέψης που τον διέπει  και που από την άλλη οι καταστάσεις που περιγράφει θα μπορούσαν να λαμβάνουν χώρα σε οποιαδήποτε χώρα και τόπο της υφηλίου αναδεικνύοντας έτσι τις αδυναμίες και τα ελαττώματα του ανθρώπινου γένους. Έτσι εκούσια  αφήνει στο τέλος της κάθε ιστορίας την ευχέρεια της απάντησης στον ίδιο τον αναγνώστη. Σε πρώτο επίπεδο αυτές οι ιστορίες μοιάζουν με παραμύθια βγαλμένα από το κεφάλι του Πέδρο Καμάτσο αλλά σε δεύτερο επίπεδο έχουν να μας διδάξουν, να μας ξυπνήσουν απορίες και ερωτήματα για το είναι ηθικό και τι όχι. Τι πράττει κανείς μπροστά στην προτροπή και διαταγή του ανωτέρου του να δολοφονήσει έναν πράο και απροστάτευτο άνθρωπο? Πως αντιδράει ένας άνθρωπος μπροστά στην πιθανή του ανάμειξη στην δολοφονία έστω και από αμέλεια ενός μικρού κοριτσιού που του φέρνει μνήμες από τον θάνατο της ίδιας του της κόρης;

Πρόκειται περί ενός ιδιαίτερα περίτεχνου κειμένου που εμφανίζει πολλές ιδιαιτερότητες, μας προσφέρει πληροφορίες για το Περού της εποχής, για τις νοοτροπίες των ανθρώπων της εποχής και επίκειται το ερώτημα κατά πόσο έχουν αλλάξει τα πιστεύω και οι πεποιθήσεις των ανθρώπων στο Περού και στον κόσμο του σήμερα. Ο Λιόσα ίσως επιβεβαιώνει την ακόλουθη ρήση: «Οι γνώμες για να επιζήσουν πρέπει να βρουν αυτούς που θα τις υπερασπιστούν».

Το βιβλίο του Μάριο Βάργκας Λιόσα, Η θεία Χούλια και ο γραφιάς κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.