Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Φρανσουά Οζόν καταπιάνεται με την γυναικεία ψυχοσύνθεση. Όπως ο ίδιος έχει δηλώσει σε συνεντεύξεις του, η γυναίκα είναι πάντοτε πολύ πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση για να μελετήσει κανείς, καθώς διαθέτει περίπλοκους μηχανισμούς στον τρόπο που κινείται, αντιλαμβάνεται και βιώνει τον κόσμο γύρω της.

Έτσι, λοιπόν, μετά την κινηματογράφιση των «8 γυναικών» (2002) του και την ατμοσφαιρική βουτιά στην «Πισίνα» (2003), ο Οζόν επανέρχεται στην γυναικεία φιγούρα, αυτήν την φορά με μια ιστορία ενηλικίωσης.

Από την Ελένη Φιλίππου

Το «Νέα και Όμορφη» ακολουθεί τις 4 εποχές ενός χρόνου από την ζωή της νεαρής Ιζαμπέλ, τραγουδισμένες από την ζεστή και μελαγχολική φωνή της Φρανσουάζ Αρντί που σηματοδοτεί το κλείσιμο της κάθε εποχής. Με ένα πανέμορφο εισαγωγικό πλάνο σεκάνς, ο Οζόν δηλώνει εξαρχής τις προθέσεις του για τον τρόπο που θα παρακολουθήσει την πρωταγωνίστριά του: από απόσταση.

Δεν κρίνει, δεν δραματοποιεί, δεν ερμηνεύει. Απλά αφήνεται να σαγηνευτεί (και να σαγηνεύσει) με την υπέροχα μυστηριώδη και επιβλητική παρουσία της Μαρίν Βάκτ, ως νεαρή που δοκιμάζει τα όρια της στην πορνεία.

Με σύνθημα το «δεν είμαστε σοβαροί όταν είμαστε δεκαεπτά», στίχος που ανήκει στον Αρθούρο Ρεμπώ, ο Οζόν ξεδιπλώνει τους πειραματισμούς, την αγωνία και την αναζήτηση ταυτότητας της νέας γενιάς που περνά το κατώφλι της ενηλικίωσης. Και αν η ιστορία γύρω από μια γυναίκα που εκπορνεύεται, χωρίς να έχει οικονομική ανάγκη, φέρνει στο νου την «Ωραία της Ημέρας» (1967) του Μπουνιουέλ, ο Οζόν δεν θα ήταν ευχαριστημένος με αυτήν την σύνδεση και αντιστρόφως. Πέραν της πρωταρχικής ιδέας που μοιράζονται και οι δύο δημιουργοί, ότι μια γυναίκα εισχωρεί στον χώρο της πορνείας οικειοθελώς και χωρίς οικονομικά κίνητρα, τίποτε άλλο κοινό δεν υπάρχει μεταξύ τους. Ο Μπουνιουέλ θέλησε μέσα από την Κατρίν Ντενέβ να μελετήσει την δύναμη των ερωτικών ενστίκτων, της φαντασίωσης και τον διχασμό μεταξύ του πρέπει και της επιθυμίας.

Από την άλλη, η ματιά του Οζόν δεν προχωράει σε τόσο βαθιά νερά. Η πρωταγωνίστριά του δεν οδηγείται στην πορνεία ούτε από πλήξη, ούτε από ανικανοποίητες σεξουαλικές επιθυμίες, ούτε επαναστατεί από τον αστικό καθωσπρεπισμό. Η Ιζαμπέλ απλά πειραματίζεται, εξερευνά την σεξουαλικότητα, κολακεύεται από την έλξη του αντρικού φύλου προς αυτήν και ερωτοτροπεί με το παράνομο και το απαγορευμένο. Όπως λέει κάπου και η ίδια, θα μπορούσε αντί για την πορνεία να δοκίμαζε ναρκωτικά. Ο Οζόν πατάει με ελαφριά βήματα πάνω στην ιστορία του, με δόσεις χιούμορ και σάτιρας. Αυτό που βγάζει μπροστά είναι η ανεμελιά και το απερίσκεπτο, το αινιγματικό και το μυστηριώδες που φέρει εντός της κάθε ιστορία ενηλικίωσης και που εκφράζεται από τον κατεξοχήν αγαπητό ποιητή των εφηβικών χρόνων, Ρεμπώ όταν γράφει «η πραγματική ζωή είναι απούσα» και «εγώ είμαι κάποιος άλλος».

Αρνούμενος πεισματικά να αφήσει αιχμές για τους λόγους που η 17χρονη Ιζαμπέλ εκπορνεύεται, ο Οζόν κρατάει τις αποστάσεις του από την ηρωίδα και αφήνει τον θεατή να την πλησιάσει αυτός όσο θέλει, ηδονοβλεπτικά, με περιέργεια, με αποδοκιμασία ή θαυμασμό και όπως επιλέξει, να την κατανοήσει αντίστοιχα.

Εδώ, ο Οζόν θα σε μαγνητίσει όχι για το περίπλοκο και οξυδερκές της ιστορίας του, αλλά για αυτό που αποπνέει η πρωταγωνίστριά του και που σε κάνει να θες να ανακαλύψεις και να ονοματίσεις, αλλά αυτό που καταφέρνεις μοναχά στο τέλος να πεις είναι, ωραίο, δεν ξέρω γιατί ακριβώς, αλλά είναι ωραίο.