«Οι ερμηνείες είναι παραστάσεις εφήμερες, έρχονται και παρέρχονται. Το αληθινό θέατρο παραμένει, ανανεωμένο και εμπλουτισμένο, χάρη στις εφήμερες ερμηνείες, είτε αυτές βρίσκονται πάνω στο χαρτί είτε πάνω στη σκηνή».

Λίγα λόγια για το έργο

Η κωμωδία «Φυτά εσωτερικού χώρου» γράφτηκε το 1981 από τις Θάλεια Ασλανίδου και Μαρία Κονδύλη, που ερμήνευσαν και τους βασικούς ρόλους στην πρώτη παράσταση του από το θέατρο Στοά (6/10/1981, σκηνοθεσία: Θανάσης Παπαγεωργίου). Πρόκειται για ένα κείμενο αφιερωμένο στη σκιαγράφηση της γυναικείας ψυχοσύνθεσης, ιδωμένης από την πλευρά τριών γυναικών της μικρομεσαίας αστικής τάξης, και ενός άνδρα. Προβάλλονται εικόνες και στιγμιότυπα από την καθημερινή ζωή τους που δείχνουν, πίσω από το προσωπείο της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας, ότι η γυναίκα στο σπίτι και στις διαπροσωπικές τις σχέσεις συνεχίζει να είναι «φυτό εσωτερικού χώρου, συνηθισμένο να ζει με λιγο χώμα, λίγο αέρα, λίγο νερό» (από το πρόγραμμα της πρώτης παράστασης). Το έργο φωτογραφίζει το άγχος, τους πόθους, τα συναισθήματά τους, μέσα από αναγνωρίσιμες καταστάσεις που προέρχονται από τον οικείο γύρω μας κοινωνικό χώρο. Κυριαρχούν θέματα επαφής, απόρριψης, ρήξης, ανάμεσα στα πρόσωπα, και το «δραματικό» παιχνίδι κρύβεται πίσω από μία ανάλαφρη μορφή, κάτω από ένα αβλαβές χιούμορ.

Ας γνωρίσουμε λίγο την υπόθεση…

Μία παντρεμένη με τα παιδιά της και η ανύπαντρη κουνιάδα της, σε μία παραλία, αποκαλύπτουν μέσα από κωμικές σκηνές όλα τα αντιφατικά συναισθήματά τους, που κυμαίνονται από την γυναικεία φιλία και αλληλεγγύη έως την μικροπρέπεια, την εχθρότητα και τον ανταγωνισμό. Είναι πλάσματα που όταν γυρίσουν σπίτι τους «θα γδυθούν την ολόσωμη μάσκα τους για να εκφραστούν επιτέλους ¨ελεύθερα¨ με το άγχος, την πλήξη, την απέραντη μοναξιά και μειονεξία» ( Στάθης Δρομάζος, Καθημερινή, 17.10.1981).

Σαν φρουροί του ιδιωτικού τους μικρόκοσμου φαντάζονται πιθανούς κινδύνους για εκείνες και τα παιδιά τους. Στον λεκτικό διαξιφισμό τους για ένα εξ’ αδιαιρέτου ακίνητο ακούγονται σκληρές και κυνικές, ενώ παράλληλα προσπίπτουν συνέχεια σε αντιφάσεις. «Ελένη: Όχι, βλέπω πως μεγαλώνεις εσύ τα παιδιά σου, που δεν έχουνε κανένα σεβασμό στη μητέρα τους» και αμέσως μετά «Ελένη: Όχι, Ντίνα μου, τα χεις μεγαλώσει πολύ ωραία τα παιδιά σου. Μακάρι να ταν κι άλλες μάνες σαν κι εσένα»(απόσπασμα από το έργο). Τρίτη γυναικεία φιγούρα μία νέα κοπέλα, που μέσα από τον ναρκισσισμό και την εγωπάθειά της, προσωποποιεί την καταπίεση και την υστερία που προκαλεί η σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα στη γυναίκα που ζει μόνη. «Κοπέλα: Εμείς οι γυναίκες όταν είμαστε μόνες είμαστε μόνες για τα καλά» Κάνει μάταιες κλήσεις από το τηλέφωνό της, μοναδικό της σύντροφο, και ¨διψά¨ για αγάπη και ανθρώπινη επικοινωνία. Η ίδια μοναξιά περικυκλώνει και την ηλικιωμένη γυναικά που εκλιπαρεί για μία κουβέντα. Τα συναισθήματα που ενσαρκώνει η ηλικιωμένη μοιάζουν να στοιχειώνουν τα νεαρά πρόσωπα- κατά την άποψή μου το πιο αδύναμο κομμάτι, παράστασης και κειμένου-. Ο άνδρας παρουσιάζεται ως μοναδικό σημείο προσδιορισμού και αναφοράς της γυναίκας, αλλά παράλληλα αποκαλύπτει και τα βαθύτερα συναισθήματα του.

Σκηνική παρουσίαση

Μία αξιόλογη θεατρική πρόταση, σε έναν ενδιαφέροντα χώρο, από ένα νέο υποσχόμενο δημιουργό. Ο Γιώργης Κοντοπόδης έστησε ένα επίκαιρο διασκεδαστικό θέαμα με γέλιο, μουσική και χορό, επεκτείνοντας μία νοητή γραμμή επικοινωνίας ανάμεσα σε ηθοποιούς και κοινό. Σε ένα ξύλινο πατάρι- παραλία, εν έτει 2013, οι ηθοποιοί υποδύονται τα πρόσωπα του έργου με δημιουργικότητα και ζωντάνια. Ο Αντώνης Βαρθαλίτης υποδύεται τον Γιώργο και διακρίνεται για την φωνή του, η Εύη Μιχάλη ταιριάζει απόλυτα στο ρόλο της Ντίνας. Η Άντρυ Χατζηχριστοδούλου κάπως υπερβολική και ασταθής ως κοπέλα που έρχεται αντιμέτωπη με τον εαυτό της, ενώ στο δεύτερο μέρος της παράστασης δίνει ένα πιο ισορροπημένο αποτέλεσμα. Ξεχωρίζει η ταλαντούχα Χριστίνα Βογιατζή που πλάθει μία Έλενη ξεκαρδιστικά αστεία, με την εκφραστικότητα, το κέφι, και τους αυτοσχεδιασμούς της. Η Νότα Παρούση , στο μικρό πέρασμά της από τη σκηνή, συμβάλλει στο να αποδωθεί το βαθύτερο νόημα του έργου- που τελικά μας αφήνει με την αίσθηση του “λίγου”.

Ο Μάριος Μακρόπουλος επιμελήθηκε τις χορογραφίες που έδεναν με τη συνολική ατμόσφαιρα, θυμίζοντας παλιές ελληνικές ταινίες. Η πλούσια μουσική επένδυση του Δημήτρη Κίκλη, μας μεταφέρει στη δεκαετία του 1960, την οποία επιχειρεί να αντιπαραθέσει στον υπερκαταναλωτισμό του σύγχρονου ανθρώπου. Η γενιά του ’60 χαρακτηρίζεται από μία φανερή άνθιση στις τέχνες, στο θέατρο και στην ίδια τη ζωή. Ένα νοσταλγικό ταξίδι με μουσικά ακούσματα των: Πασχάλη, Αφροδίτη Μάνου, Olympians, The Charms, The Idols, πλαισιώνει αρμονικά το κλίμα που εκπέμπει η παράσταση.

Στο Τσάι στη Σαχάρα, ο σκηνοθέτης βρήκε ένα χώρο με ταιριαστή στο όλο εγχείρημα ωραία κλίμακα. Έτσι, παρά τις όποιες αδυναμίες του, κερδίζει σε ζωηράδα και αισθαντικότητα. Παρά την προκατάληψη του κοινού για «θιάσους νέων», πρόκειται για μία ομάδα που δημιουργεί και πειραματίζεται σε μία σκηνή που φιλοξενεί θεατρικές και μουσικές παραστάσεις, εκθέσεις και άλλες εκδηλώσεις. Νέοι ηθοποιοί, φορείς της σύγχρονης εποχής, με κοινή αγάπη για την τέχνη του θεάτρου. Όπως έχει πει και ο κύριος Κοντοπόδης σε παλαιότερη συνέντευξή του : «Θέατρο γίνεται παντού είτε λέγεται θέατρο Ποταμίτης, είτε Εn ola club …αρκεί να υπάρχει θέληση, συναίσθημα και μεράκι».

*Ευχαριστώ θερμά τον κύριο Θανάση Παπαγεωργίου που μου παραχώρησε το ανέκδοτο θεατρικό κείμενο.