Στους άγριους καιρούς που ζούμε εδώ και τρεισήμισι χρόνια, μπαίνει καθημερινά σε δοκιμασία η σχέση μας με την Ευρώπη και ευρύτερα με τον δυτικό πολιτισμό.

Ούτως ή άλλως, αν και η Ελλάδα υπήρξε ανέκαθεν το κακομαθημένο παιδί της Ιστορίας, έχουμε μάθει να αναστρέφουμε αυτή την πραγματικότητα καθιστώντας τους άλλους εξ ορισμού υπεύθυνους για όλα μας τα δεινά. Μια σειρά ερωτημάτων επανατίθενται τώρα που η κοινωνική και πολιτισμική διάλυση αγγίζει οριακά σημεία. Εννοείται ότι η δουλειά του συγγραφέα γίνεται όλο και δυσκολότερη, όχι μόνον για πρακτικούς λόγους αλλά και γιατί αλλάζει συνολικά το πλαίσιο αναφοράς του αλλά και η σχέση του με τον κόσμο. Προσπαθώ κι εγώ να αποδεχτώ την πρόκληση και ένας τρόπος είναι να δίνω στη μυθοπλασία μου –λ.χ. στον Μεγάλο Αμπάι και την Σχεδία- έναν «μακροσκοπικό» χαρακτήρα, επεξεργαζόμενος δηλαδή την κατά Μπρωντέλ μακρά ιστορική διάρκεια.

Στις απαρχές του τελευταίου μου μυθιστορήματος (Άγρια Δύση – μια ερωτική ιστορία) που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη βρίσκεται μια σειρά ερωτημάτων που με βασανίζουν εδώ και δεκαετίες στη διάρκεια των ταξιδιών και της ερευνητικής δουλειάς μου: Πόσο «άγρια» είναι η Δύση στα μάτια της Ανατολής; Ποια είναι διαχρονικά η σχέση μας με τον δυτικό πολιτισμό; Πόσο εξαγώγιμη είναι η δημοκρατία; Είναι δυνατή η καθολική ευημερία; Είναι δυνατόν να επιβληθούν σ’ όλα τα μήκη και πλάτη «δυτικές» αξίες όπως η ελευθερία, η ισονομία και η δημοκρατία; Πόσο δίκαιη είναι η παγκόσμια ανάπτυξη;

Αυτού του τύπου τα ερωτήματα διέπουν και την ενηλικίωση κατά τη δεκαετία του ’60, αλλά και την μετέπειτα συναρπαστική ζωή μιας Αμερικανίδας με μακρινές ελληνικές ρίζες, της Τερέζας ΜακΕλντόουνι, μεγαλωμένης στην Άγρια Δύση της Μοντάνα και μετέπειτα εμπειρογνώμονος διεθνών οργανισμών. Η ίδια αρχίζει να την αφηγείται το καλοκαίρι της μεταπολίτευσης στη Μήλο και αποτυπώνεται σταδιακά από έναν Έλληνα συγγραφέα, διαμέσου της πολυκύμαντης σχέσης τους. Έχουμε λοιπόν μια αποσπασματική ερωτική ιστορία που συνεχίζεται επί σχεδόν μισό αιώνα, ακόμα και από απόσταση, και η οποία αντανακλά σχέσεις κυριαρχίας και υποτέλειας, αφοσίωσης και αιτήματος ελευθερίας, φυγής και ριζώματος.

Η ανάπτυξη και η υπανάπτυξη, η δημοκρατία και η εξουσία, η φύση και ο πολιτισμός συνιστούν το φόντο ενός πολιτικού οικουμενικού μυθιστορήματος δρόμου, που απεικονίζει μεταξύ άλλων τις ιστορικές σχέσεις των δύο χωρών αλλά και τις φευγαλέες ενοράσεις του υπόλοιπου κόσμου. Τα ζητήματα της διαπολιτισμικότητας και οι αναφορές σε ποικίλα σημεία του πλανήτη (Ηνωμένες Πολιτείες, Μεξικό, Γουατεμάλα, Κούβα, Πακιστάν, Μέση Ανατολή και φυσικά Ελλάδα με τη ματιά μάλιστα του Ντον Ντελίλλο που εμφανίζεται ως ήρωας στο βιβλίο) επιχειρούν να προσδώσουν την αίσθηση της οικουμενικότητας. Μόνο στο κατώφλι του θανάτου θα αποκαλυφθεί η αλήθεια της ερωτικής αυτής ιστορίας και θα αναδυθούν οι βαθύτερες επιθυμίες της ηρωίδας και του αφηγητή.

Προσπάθησα λοιπόν να απεικονίσω μέσω μιας ιδιόμορφης ερωτικής σχέσης και δύο παράλληλων ζωών που ενίοτε αγγίζονται, την ελληνική εσωστρέφεια, την δυσπιστία προς τη Δύση, το κακοφορμισμένο αίσθημα ιστορικής αδικίας και το ψυχολογικό υπόβαθρο της τρομοκρατίας. Ταυτόχρονα, οι αμερικανικές αξίες αποδεικνύονται εν μέρει μόνο εξαγώγιμες. «Όλοι μας μισούν και όλοι θέλουν να μας μοιάσουν», μοιάζει να λέει η ιδεαλίστρια ηρωίδα που η προσωπική της ιστορία συμβολίζει την ίδια της μετεξέλιξη των ΗΠΑ, από Γη της Επαγγελίας σε κυρίαρχο πολιτισμό. Οι δύο Αμερικές, η «καλή» και η «κακή» συγκλίνουν στην πεποίθησή τους πως δημοκρατία, ελευθερία, αέναη πρόοδος και ανάπτυξη είναι εξαγώγιμα αγαθά και όταν αυτό αποδειχθεί ανέφικτο, η Τερέζα θα καταλήξει κυνική αναχωρήτρια αφού έχει αποτύχει στις προσπάθειές της να καταπολεμήσει την φτώχεια και τη βία σε ποικίλα γεωγραφικά μήκη και πλάτη. Στο σκληρό πόκερ της ανάπτυξης χαμένη είναι η φύση και ο ίδιος ο πολιτισμός.

Αλλά οι δύο ήρωες θα ξαναβρεθούν υπό ιδιόμορφες συνθήκες λόγω της ασθένειας του συγγραφέα-αφηγητή. Άλλωστε τους συνδέει ένα ιδιωτικό μυστικό που υπερβαίνει τις ιστορικές αναγκαιότητες του ύστερου εικοστού αιώνα και τις απογοητεύσεις των αρχών του εικοστού πρώτου. Η ζωή θα έχει υπερβεί τη λογοτεχνία. Οι πολλαπλές διακειμενικές αναφορές θα συγκλίνουν στην πραγμάτωση του μυθιστορήματος.

Στην Άγρια Δύση μου επιχειρώ να συγκροτήσω μια σύνθετη μεγάλη αφήγηση που εν δυνάμει κατασκευάζει μια «μεταϊστορία» του κόσμου μας, σε διαλεκτική ένταση με τη λογοτεχνία. Οι τόποι και η φύση προβάλλουν ανάγλυφοι και καθορίζουν εν πολλοίς τις σύμπλοκες ιστορίες των ανθρώπων. Φυσική και κοινωνική ιστορία αλληλοτέμνονται. Και εντέλει η Αμερική, με τα πολιτισμικά πρότυπα που επιβάλλει, λειτουργεί μεταφορικά ως καθρέφτης που υπό όρους μπορεί να συντελέσει στην αυτογνωσία μας.

Info:

O Mιχάλης Mοδινός, περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός, γεννήθηκε στην Aθήνα το 1950. Έζησε και δούλεψε στην Aφρική, τη Nότια Aμερική και την ελληνική περιφέρεια και ταξίδεψε ως ερευνητής και συνεργάτης διεθνών οργανισμών. Iδρυτής και εκδότης της “Nέας Oικολογίας” (1984-1997), είναι συγγραφέας θεωρητικών έργων σε σχέση με την οικολογία, με γεωγραφική, περιηγητική και λογοτεχνική ματιά. Δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο. Από το 1998 συνδιευθύνει το Θερινό Oικολογικό Πανεπιστήμιο, προϊόν των εργασιών του οποίου αποτελούν δώδεκα συλλογικοί τόμοι. Kυριότερα έργα του είναι: “Oικογεωγραφία: μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς”, 1986, “Aπό την Eδέμ στο καθαρτήριο: η γεωγραφία της υπανάπτυξης”, 1988, “Tοπογραφίες: οικολογική θεώρηση του ελληνικού περιφερειακού χώρου”, 1990, “Πού βαδίζει ο κόσμος;” (επιμ.), 1992, “Tο παιχνίδι της ανάπτυξης”, 1993, “H αρχαιολογία της ανάπτυξης: πράσινες προοπτικές”, 1996, “Oι δρόμοι της αειφορίας” (επιμ.), 2003, καθώς και τα μυθιστορήματα “Χρυσή Ακτή”, 2005, “Ο Μεγάλος Αμπάι”, 2007, “Επιστροφή”, 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) και “Σχεδία”, 2011, και τα τέσσερα από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Photo: Γιώργος Μαυρόπουλος