Η New Starπαρουσιάζει το αξεπέραστο φιλμ νουάρ του Λουί Μαλ με τίτλο “Ασανσέρ για δολοφόνους”, από την Πέμπτη 1η Αυγούστου 2013.

 

Ασανσέρ για δολοφόνους (Ascenseur pour l`Echafaud) Γαλλία – 1958 – Ασπρόμαυρο (90΄)

 

Υπόθεση

Ο Ζουλιέν, ένας πρώην αλεξιπτωτιστής και τιμημένος με αρκετά μετάλλια κατά τη διάρκεια του πολέμου, δουλεύει για έναν έμπορο όπλων και έχει κρυφή ερωτική σχέση με τη γυναίκα του τελευταίου, τη Φλοράνς. Σε συνεννόηση μαζί της, θα προσπαθήσει να σκοτώσει το αφεντικό του, αλλά για κακή του τύχη θα κλειστεί στο ασανσέρ για ένα ολόκληρο σαββατοκύριακο. Ο Ζουλιέν κάνει τον φόνο, γυρνώντας όμως στο αυτοκίνητό του συνειδητοποιεί ότι έχει ξεχάσει ένα σημαντικό ενοχοποιητικό στοιχείο. Από εκεί και πέρα μία σειρά συγκυριών ανατρέπει τα πάντα. Ένα ζευγάρι νέων θα κλέψουν το αυτοκίνητο του και θα μπλέξουν σε μια ιστορία φόνου ενοχοποιώντας τον Ζουλιέν. Και η Φλοράνς τον αναζητά απεγνωσμένα στους νυχτερινούς δρόμους του Παρισιού…

 

Συντελεστές:

Σκηνοθεσία: Λουί Μαλ

Σενάριο: Λουί Μαλ, Ροζέρ Νιμιέρ

Μουσική: Μάιλς Ντέιβις

Παραγωγή: Ζαν Τουιλιέρ

Φωτογραφία: Χενρί Ντασέ

Μοντάζ: Λεονίντ Αζάρ

Πρωταγωνιστούν: Ζαν Μορό, Μορίς Ρονέ, Ζορζ Ποζουλί, Φελίξ Μαρτέν, Λίνο Βεντούρα, Ζαν-Κλοντ Μπριαλί

 

Ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ

Λουί Μαλ (1932 –1995)

Ο Λουί Μαλ γεννήθηκε το 1932 και θεωρείται ως ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της γενιάς του. Σπούδασε στο Ινστιτούτο Ανωτέρων Σπουδών Κινηματογράφου στο Παρίσι – IDEC . Εκείνη την εποχή, ο νεαρός Λουί έδειχνε τα πρώτα δείγματα της καλλιτεχνικής του ιδιοφυίας, κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Ζακ Υβ Κουστό, ο οποίος και τον επέλεξε για βοηθό του στο υποβρύχιο φιλμ, “Ο κόσμος της σιωπής” – (1956). Το 1957, όταν η νουβέλ βαγκ, το νέο γαλλικό κύμα δηλαδή, έκανε προκλητικά την εμφάνιση της, ο Μαλ, γύρισε ένα ατμοσφαιρικό θρίλερ, το “Ασανσέρ για δολοφόνους”, με ρεαλιστική φωτογράφιση των φυσικών χώρων του Παρισιού και με υποβλητική μοντέρνα μουσική του Μάικλ Ντέιβς. Από τότε, ο Μαλ έμεινε προσανατολισμένος προς το μοντερνισμό. Κάποιες φορές με μια επιφανειακή και επιπόλαιη, ίσως, έννοια των νέων τρόπων και της τρέχουσας κατάστασης που απαιτούσε η μόδα της εποχής και άλλοτε με μια οδυνηρή και συνειδητή διείσδυση των σημείων της κρίσης του ατόμου και της σύγχρονης κοινωνίας. Έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το έργο του Λουί Μαλ έχει για κύριο χαρακτηριστικό μια θεματική και μορφολογική ποικιλία. Ο βραβευμένος σκηνοθέτης αναζητούσε διαρκώς την αισθητική του πάθους, τις συνέπειες του απαγορευμένου έρωτα και τις παρεκκλίσεις των αισθήσεων. Ο Μαλ έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον και εστίασε το φακό και την προσοχή του στην εσωτερικότητα των ηρώων του, δείχνοντας, όπως έλεγε ο ίδιος, “ενδιαφέρον στους χαρακτήρες που καλούνται να αντιμετωπίσουν καταστάσεις, οι οποίες έχουν να κάνουν με το νόημα της ύπαρξής τους”. Ο Λουί Μαλ, που πέθανε το 1995 υπήρξε ερωτικός, αισθησιακός, τρυφερός, νοσταλγός της αθωότητας, σαρκαστής των φαντασμάτων του παρελθόντος, αφηγηματικός, ρομαντικός και ρεαλιστής, επικός και λυρικός την ίδια στιγμή. Καταπιάστηκε με καυτά θέματα, όπως είναι η αιμομιξία: “Το φύσημα της καρδιάς”, με την παιδική πορνεία: “Η κουκλίτσα της Νέας Υόρκης”, με το φαινόμενο του ναζισμού: “Επώνυμο Λακόμπ, όνομα Λουσιέν”, με το Μάη του ’68 “Ο Μιλού το Μάη” και με άλλα θέματα που απασχόλησαν και συνεχίζουν να απασχολούν τον κόσμο.

Από τα έργα του ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ταινίες του: “Η φλόγα που τρεμοσβήνει”,η “Ζαζί στο μετρό”,”Οι εραστές”,”Ατλάντικ Σίτι” και το προτελευταίο του έργο “Μοιραίο Πάθος”, με τους Τζέρεμι Αϊρονς και Ζιλιέτ Μπινός.

 

Φιλμογραφία

1994 Ο Βάνια στο Μπρόντγουεϊ

1992 Μοιραίο Πάθος

1990 Ο Μιλού τον Μάη

1987 Αντίο παιδιά

1986 God’s Country (ντοκ.)

1985 Alamo Bay

1984 Crackers

1981 My Dinner with Andre

1980 Atlantic City

1978 Η κουκλίτσα της Νέας Ορλεάνης

1976 Close Up (ντοκ. μ.μ.)

1975 Black Moon

1974 Place de la république (ντοκ.)

1974 Επώνυμο Λακόμπ όνομα Λυσιέν

1974 Humain, trop humain (ντοκ.)

1971 Φύσημα στη καρδιά

1969 Calcuta (ντοκ.)

1968 Στον ίλιγγο της ακολασίας

1967 Ο κλέφτης

1965 Βίβα Μαρία

1963 Η φλόγα που τρεμοσβήνει

1962 Ιδιωτική ζωή

1960 Δύο μάτια είδαν πολλά

1958 Οι εραστές

1958 Ασανσέρ για δολοφόνους

1956 Ο κόσμος της σιωπής

1954 Station 307

1953 Crazeologie

 

 

Η ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ

Ζαν Μορό (1928-)

Από τις μεγάλες «ντίβες» του γαλλικού σινεμά, μία από τις αγαπημένες ηθοποιούς του αείμνηστου Θόδωρου Αγγελόπουλου (εξ ου και η συμμετοχή της στο Μετέωρο Βήμα του Πελαργού), και του Όρσον Γουέλς.

 

Γεννήθηκε στο διάστημα του μεσοπολέμου, στις 23 Ιανουαρίου του 1928 στο Παρίσι.. Ο πατέρας της διαχειριζόταν ένα ζυθοποιείο στο Παρίσι, ενώ η Αγγλίδα μητέρα της ήταν χορεύτρια. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η οικογένειά της ήταν αναγκασμένη να μετακινείται διαρκώς σε διάφορα μέρη, ενώ πολλές φορές έπρεπε να είναι χωρισμένη (τα τελευταία δύο χρόνια του πολέμου η Ζαν με την μητέρα της ήταν στο Παρίσι και ο πατέρας στο Βισί). Όμως οι συνεχείς μετακινήσεις άρεσαν στη μικρή Ζαν, γιατί της άρεσε πολύ να γνωρίζει καινούριους τόπους

Αφού έζησε τα πρώτα παιδικά της χρόνια στο Βισύ, τελειώνει το σχολείο στο Παρίσι και κάνει μαθήματα θεάτρου με τον τότε πρύτανη της Comédie-Française, Ντένις ντ’Ινές. Έξι μήνες αργότερα, μπαίνει στη δραματική σχολή Παρισιού. Το 1949, παντρεύεται τον γνωστό σκηνοθέτη Ζαν-Λουί Ρισάρ και γεννά τον γιό τους, τον Ζερόμ Ντυβόν, μια μέρα μετά το γάμο τους. Παίρνει διαζύγιο το 1951, ενώ την ίδια χρονιά τη… βάζει στο μάτι ο Όρσον Γουέλς, έχοντας θαυμάσει τις υποκριτικές της ικανότητες, τις οποίες είχε πρωτοφανερώσει ένα χρόνο νωρίτερα στη θεατρική παράσταση «Τα υπόγεια του Βατικανού» του Αντρέ Ζίντ, ερμηνεύοντας τον ρόλο μιας μικρής πόρνης. Και ήταν ο ρόλος αυτός που την έβαλε εξώφυλλο στο περιοδικό «Παρί Ματς» και της χάρισε τα συγχαρητήρια του Πολ Λεοτό. Στη συνέχεια παίρνει άλλον έναν ρόλο πόρνης, σε μία επανέκδοση του «Οθέλλου», με τον Εμέ Κλαριόν στον επόνυμο ρόλο. Εκεί την ανακαλύπτει ο Ορσον Γουέλς, ο οποίος ετοιμάζει τη κινηματογραφική έκδοση της παράστασης. Το 1956, ενώ παίζει στη «Λυσσασμένη γάτα» του Τέννεσι Γουίλιαμς, γνωρίζει τον Λουί Μαλ που ετοιμάζει το Ασανσέρ για δολοφόνους και τον σεναριογράφο Πολ Νιμιέ που την συστήνει στον Πολ Μοράν.

Το 1958, συναντά τον Φρανσουά Τρυφό, ο οποίος ετοιμάζει τη ταινία του «Απολαύστε το κορμί μου» η αλλιώς «Ζίλ και Τζίμ» στην οποία θα πρωταγωνιστήσει η Μορό το 1962. Μετά την επιτυχία της ταινίας, συνδέεται με δυνατή φιλία με την Αναΐς Νίν και εν συνεχεία με τους Πίτερ Μπροοκς, Τένεσσι Γουίλιαμς και Χένρι Μίλλερ.

 

Η Ζάν Μορό είναι ίσως η πιο αναγνωρίσιμη γυναικεία φιγούρα στις ταινίες της Nouvelle Vague. Εξαιρετική ηθοποιός του γαλλικού θεάτρου, αποτέλεσε στην πορεία την ιδανική ερμηνεύτρια πολλών κινηματογραφικών ρόλων που άφησαν εποχή. Σε αντίθεση με τις άλλες συναδέλφους της (που συνήθως γίνονταν «μούσες» ενός σκηνοθέτη και κατά κανόνα συνεργάζονταν με αυτόν), η Μορό υπήρξε πρωταγωνίστρια σχεδόν όλων των σκηνοθετών της Nouvelle Vague, αλλά και άλλων μεγάλων σκηνοθετών εκτός Γαλλίας. Δεν ήταν όμορφη με την κλασσική έννοια του όρου (δεν υπήρξε σεξοβόμβα όπως η Μπαρντό ή μια ιδανική Marianne σαν την Ντενέβ ή ακόμα τόσο σέξι σαν τηνΑνούκ Εμέ), όμως είχε αυτό το «κάτι» που ενθουσίαζε τους σκηνοθέτες. Δείτε την στο «Ζίλ & Τζίμ»: πραγματικά λάμπει, η κάμερα την λατρεύει! Πέρα όμως από την εξαιρετική της φωτογένεια, υπήρξε μια μεγάλη ερμηνεύτρια με ευρεία γκάμα, έχοντας τη δυνατότητα να ερμηνεύσει χαρακτήρες άκρως αντίθετους μεταξύ τους. Ακόμα και σήμερα, σε μια μεγάλη ηλικία, παραμένει πολύ δραστήρια τόσο στον κινηματογράφο, όσο και στο θέατρο. Έχει κερδίσει πλήθος βραβείων για τις ερμηνείες της σε όλα τα μεγάλα φεστιβάλ του κινηματογράφου.

 

Το 1947 η Μορό έκανε την πρώτη της θεατρική εμφάνιση στο φημισμένο φεστιβάλ της Αβινιόν, με το έργο «Ένας μήνας στην εξοχή». Μέσα σε μια διετία είχε εξελιχθεί σε μια από τις πιο εξελίξιμες πρωταγωνίστριες του θεάτρου στη Γαλλία και, μοιραία, άρχισαν να την προσέχουν και οι σκηνοθέτες του σινεμά. Το 1949 εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε ταινία μικρού μήκους. Όμως το 1958 ο σκηνοθέτης Λουί Μάλ την καθιέρωσε στον κινηματογράφο, δίνοντάς της τον πρώτο γυναικείο ρόλο σε δύο ταινίες του («Ασανσέρ για δολοφόνους» & «Οι εραστές»). Οι ταινίες αυτές είχαν μεγάλη επιτυχία και έκτοτε οι ρόλοι έπεφταν βροχή. Ας δούμε τις πιο γνωστές μετέπειτα επιτυχίες της: Το 1961 ο μεγάλος Ιταλός δημιουργός Μικελάντζελο Αντονιόνι της έδωσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο αριστούργημά του «Η Νύχτα», ενώ και επίσης μεγάλος Όρσον Γουέλς την κάλεσε για την «Δίκη»(1962). Όμως η Ζαν Μορό έκανε πραγματικό πάταγο με τον ρόλο της Κατρίν στην ταινία «Ζίλ και Τζίμ» του Φρανσουά Τριφό. Η Κατρίν – Μορό είναι μια παράξενη κοπέλα που παίρνει ελαφρά τη ζωή. Την αγαπούν δύο άντρες, αλλά η ίδια δεν ξέρει ποιόν θέλει. Αποφασίζει να έχει και τους δύο και συγκατοικούν μαζί. Όταν τα πράγματα φτάσουν σε αδιέξοδο, αυτοκτονεί για να μην πληγώσει κάποιον από τους δύο εραστές της… Ο ρόλος της Κατρίν είναι ίσως ο πιο γνωστός και επιτυχημένος που έχει παίξει η Ζαν Μορό. Την ίδια περίοδο απέδειξε πόσο εξαιρετική ηθοποιός είναι, παίζοντας ένα κόντρα ρόλο, την μοχθηρή και υπολογίστρια Εύα στην ομώνυμη ταινία του Τζόζεφ Λόουζι. Το 1964 πρωταγωνίστησε στην – πρώτη γαλλόφωνη – ταινία του Λουίς Μπουνιουέλ «Το ημερολόγιο μιας καμαριέρας», ενώ δύο χρόνια αργότερα ο Άγγλος σκηνοθέτης Τόνι Ρίσαρτσοντην έκανε πρωταγωνίστριά του στο «Mademoiselle». H Μορό και ο Ρίσαρτσον είχαν ερωτική σχέση στα γυρίσματα και αργότερα έγιναν και φανερά ζευγάρι , με αποτέλεσμα ο τελευταίος να πάρει διαζύγιο με την ηθοποιό Βανέσα Ρεντγκρέιβ, με την οποίοα ήταν τότε παντρεμένος.

 

Ένας από τους πιο γνωστούς της ρόλους ήταν και αυτός της γυναίκας – δολοφόνου στην ταινία του Τριφό «Η νύφη φορούσε μαύρα» (1968), μια ταινία που ο ίδιος ο Τριφό ανέφερε ότι έχει χιτσκοκικές επιρροές. Τα επόμενα χρόνια ακολούθησε πλήθος ρόλων σε ταινίες των Λόουζι, Ντε Μπροκά, Καζάν, Φασμπίντερ, Μπεσόν, Αντονιόνι και πολλών άλλων. Αξίζει να αναφερθεί ότι το 1991 έπαιξε στην ταινία του Θ. Αγγελόπουλου «Το μετέωρο βήμα του πελαργού». Ακόμα και σήμερα στα 85 της συνεχίζει να εμφανίζεται ανελλιπώς σε ταινίες, ενώ έχει ασχοληθεί παράλληλα και με την παραγωγή ταινιών – τηλεοπτικών σειρών, αλλά και με την σκηνοθεσία.

Εκτός από ηθοποιός, η Ζάν Μορό έχει κάνει αξιοσημείωτη επιτυχία και σαν τραγουδίστρια, έχοντας κυκλοφορήσει κάποιους δίσκους και έχοντας κάνει ντουέτο με τον Φράνκ Σινάτρα.

Και η προσωπική της ζωή ήταν πολύ «γεμάτη». Εκτός από την περιβόητη σχέση της με τον Τόνι Ρίσαρτσον, η Μορόέκανε δύο γάμους (Με τον Ζαν Λουί Ρισάρ που πέθανε το 1964 και με τον σκηνοθέτη Ουίλιαμ Φρίντκιν), ενώ υπήρξε ερωμένη του Τριφό, του Μάλ, του σχεδιαστή Πιέρ Ζαρντέν και του συνθέτη Μάιλς Ντέιβις. Επιπλέον υπήρξε στενή φίλη με τους Ζαν Κοκτώ, Ζαν Ζενέ, Χένρι Μίλερ και Μαργκαρέτ Ντιράς. Αν θέλουμε να βάλουμε ένα γυναικείο πρόσωπο ως έμβλημα της Nouvelle Vague, η Ζαν Μορό είναι αυτή που μας έρχεται πρώτη στο μυαλό.

Το 1977, ύστερα από ένα δεύτερο γάμο δίχρονης διάρκειας με τον αμερικάνο σκηνοθέτη Ουίλιαμ Φρίντκιν, μετακομίζει στη Νέα Υόρκη. Εκεί ανακαλύπτει το μυθιστόρημα της Τζόυς Κάρολ Όουτς, «Solstice», που διηγείται την ιστορία μιας φιλίας ανάμεσα σε δύο γυναίκες πάνω στο οποίο η Ζαν Μορό θέλει να βασίσει την επόμενη ταινία της. Τα στούντιο της Γουόλτ Ντίσνεϊ όμως απορρίπτουν την πρόταση, κρίνοντας ότι το σενάριο διαπραγματεύεται μεταμφιεσμένο ομοφυλοφιλικό περιεχόμενο. Το 1998, λαμβάνει απο τα χέρια της Σάρον Στόουν ένα τιμητικό Όσκαρ για το σύνολο της καριέρας της. Είναι η υψηλότερη τιμή που αναθέτει η Ακαδημία σε διεθνή ηθοποιό. Από το 2003, η Ζάν Μορό συμμετέχει ενεργά ως πρόεδρος και χορηγός στο Διεθνές Φεστιβάλ Νέων Σκηνοθετών της Ανζέρ. Το 2005 δημιουργεί μια σχολή κινηματογράφου για νέους σκηνοθέτες που επιθυμούν να τελειοποιήσουν τις τεχνικές τους. Προήχθη στο βαθμό του διοικητή του Εθνικού Τάγματος της Αξίας το 2007. Το 2008, με την ευκαιρία των ογδόντα χρονών της, δέχεται ένα Super-Ceasar, αφιέρωμα στη καριέρα της. Ασχολείται επίσης με γαλλικό τραγούδι, και τελευταία, σε συνεργασία με τον Ετιέν Νταό το 2010.

 

Επιλεγμένη φιλμογραφία:

Deux de la Vague – Δύο ή Τρία Πράγματα που Ξέρω γι` Αυτούς (2010)

Visage – Ενοχα Πρόσωπα (2009)

Disengagement – Βίαιη Απόσυρση (2007)

Go West – Πήγαινε Δυτικά (2005)

Le Temps qui Reste – Ο Χρόνος που Απομένει (2005)

EverAfter – Παραμυθένιος Ερωτας (1998)

Al Di la Delle Nuvole – Πέρα από τα Σύννεφα (1995)

Map of the Human Heart – Περιπέτεια στον Παγωμένο Βορρά (1993)

Bis ans Ende der Welt – Μέχρι το Τέλος του Κόσμου (1991)

Το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού – The Suspended Step of the Stork (1991)

Nikita – Νικίτα (1990)

Querelle – Ο Καυγατζής (1982)

Mr. Klein – Μίστερ Κλάιν (1976)

The Last Tycoon – Ο Τελευταίος των Μεγιστάνων (1976)

Histoire Immortelle – Αθάνατη Ιστορία (1968)

La Mariee Etait en Noir – Η Νύφη Φορούσε Μαύρα (1968)

Campanadas a Medianoche – Οι Καμπάνες του Μεσονυχτίου (1965)

Le Journal d`une Femme de Chambre-Το Ημερολόγιο μιας Καμαριέρας (1964)

The Train – Το Τρένο (1964)

The Yellow Rolls-Royce – Η Κίτρινη Ρολς-Ρόις (1964)

Le Feu Follet – Η Φλόγα που Τρεμοσβήνει (1963)

The Victors – Οι Νικητές (1963)

Eva – Εύα (1962)

Jules et Jim – Απολαύστε το Κορμί μου (1962)

Le Proces – Η Δίκη (1962)

La Notte – Η Νύχτα (1961)

Une Femme est Une Femme – Η Κυρία Θέλει Ερωτα (1961)

Les Liaisons Dangereuses – Επικίνδυνες Σχέσεις (1959)

Les Quatre Cents Coups – Τα 400 Χτυπήματα (1959)

Ascenseur pour l`Echafaud – Ασανσέρ για Δολοφόνους (1958) Ηθοποιός ….Florence Carala Τζουλιέτα (1953)  –  Του Μάρκ Αλεγκρέ

La Reine Margot – Βασίλισσα Μαργκό (1954)

 

Ο ΣΥΝΘΕΤΗΣ

Μάιλς Ντέιβις (1926-1991)

O Miles Davis ήταν ένας διορατικός άνθρωπος. Μια σπουδαία προσωπικότητα στη ιστορία της τζαζ. Γεννήθηκε στης 29 Μαίου του 1926 στο ΄Αλτον του Ιλινόις, μια μικρή κωμόπολη στην πάνω μεριά του ποταμού Μισισιπή, κάπου 25 μίλια βόρεια από το ανατολικό Σαιντ Λούις, από ευκατάστατη οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν οδοντίατρος και η μητέρα του, μια όμορφη γυναίκα, πιανίστρια των μπλουζ. Το πρώτο του σχολείο ήταν το Τζων Ρόμπινσον για να συνεχίσει στο γυμνάσιο Λίνκολν, όπου ο δάσκαλος μουσικής Έκγουντ Μπιουκάναν, του έκανε μαθήματα τρομπέτας, έχοντας καταλάβει πόσο επιτακτική ήταν η ανάγκη του να παίξει. Έκανε τοπικές περιοδείες με τη μπάντα του Billy Eckstine όταν ήταν ακόμα στο γυμνάσιο. Το 1944 πήγε στη Ν.Υ. προφασιζόμενος σπουδές στο Julliard School of Music, αλλά ο αληθινός στόχος ήταν να δουλέψει μαζί με τον Charlie Parker και Dizzy Gillespie. Αναρριχήθηκε πάρα πολύ γρήγορα μαθαίνοντας από αυτούς τους δύο σπουδαίους ανθρώπους της τζαζ, και έγινε δεξιοτέχνης της τρομπέτας και του φλούγκελχορν, παραμένοντας στην μπάντα του Parker για 3 χρόνια.

 

Το 1949 φτιάχνει μια δικιά του ορχήστρα που πήρε το όνομα “Miles Davis All Stars” θέτοντας τη τζαζ σε νέα κατεύθυνση. Ήταν η πρώτη φορά που εμφανιζόταν σαν επικεφαλής ορχήστρας. Μαζί με τον Gil Evans έφτιαξε μια μπάντα 9 ατόμων χρησιμοποιώντας μη παραδοσιακά όργανα της τζαζ, όπως το κόρνο και τη τούμπα. Εφεύρε ένα πιο χαμηλότονο στιλ, που γνώρισε στον κόσμο σαν ήρεμη τζαζ (cool jazz). Αυτό το στιλ επηρέασε μεγάλο αριθμό γκρουπ που έπαιζαν στη δυτική ακτή. Οι ηχογραφήσεις στη Capitol Records που βγήκαν με τον τίτλο “The Birth of the Cool” το 1949 προκάλεσαν μεγάλη αίσθηση. Στο γκρουπ συμπεριλαμβάνονταν επίσης και οι Lee Konitz, Gerry Mulligan και Max Roach. Ο Μάιλς έφερνε νέα πράγματα τόσο σε επίπεδο ήχου όσο και σε επίπεδο οργάνωσης του γκρουπ που ενοχλούσαν πολλούς, όπως το να φέρνει μουσικούς κάθε εθνικότητας. Ο ίδιος έλεγε ότι, θα έδινε δουλειά και σε έναν άνδρα με πράσινο δέρμα μόνο αν μπορούσε να παίξει το σαξόφωνό του τόσο καλά όσο και ο Lee Konitz. Μετά από πάλη τεσσάρων ετών με τα ναρκωτικά, κατάφερε να βγει νικητής, επηρεασμένος από την αυτοπειθαρχία του μποξέρ Sugar Ray Robinson.

 

«Ήταν πάντοτε ένα δώρο για μένα να ακούω μουσική με τον τρόπο που την ακούω. Δεν ξέρω από που έρχεται αυτό ξέρω όμως ότι είναι εκεί και δε το ψάχνω».

Μετά από μια φανταστική εμφάνιση στο κλασικό Round Midnight του Thelonious Monk’s στο φεστιβάλ Newport Jazz Festival, ο Μάιλς έγινε περιζήτητος. Σχημάτισε ένα κουιντέτο με τους: John Coltrane, Red Garland, ‘’Philly Joe’’ Jones, και Paul Chambers. Ο Μάιλς είχε το χάρισμα να ακούει βαθιά μέσα του τη μουσική και να κατασταλάζει στο στιλ που ήθελε. Τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του ’50 έκανε διάσημη τη Modal Jazz ανοίγοντας νέους δρόμους για μια ακόμα φορά, ηχογραφώντας δύο από τα κλασικότερα άλμπουμ όλων των εποχών στην ιστορία της τζαζ, το “Milestones” το 1958 και το “Kind of Blue” το 1959. Εν συνεχεία τα άτομα του γκρουπ χωρίστηκαν για να φτιάξουν τα δικά τους σημαντικά σχήματα που έγραψαν με τη σειρά τους τη δική τους ιστορία στο χώρο της τζαζ, όπως: ο John Coltrane, ο Cannonball Adderly, ο Red Garland, ο ‘’Philly’’ Jo Jones, ο Bill Evans, ο Wayne Shorter, ο Joe Zawinul, ο Keith Jarrett, ο Tony Williamw, ο Herbie Hancock, ο John McGlaughlin, ο Chick Corea, ο John Scofield, ο Kenny Garrett, ο Mike Stern και ο Bob Berg.

 

Το 1955 σε μια περιοδία του στο Παρίσι γνωρίζεται (μέσω της Ζυλιέτ Γκρεκό) με τον Λουί Μαλ ο οποίος του ζητάει να γράψει τη μουσική για την ταινία “Ασανσέρ για δολοφόνους”. Ο δίσκος κυκλοφόρησε το 1958 από την Κολούμπια με τον τίτλο Jazz Track. Ήταν η πρώτη φορά που ο Μάιλς καταπιάνεται με μουσική για τον κινηματογράφο και μάλιστα με τόση επιτυχία. Θα ακολουθήσουν και άλλες όπως η Siesta (1987) της Mary Lampert σε συνεργασία με τον Marcus Miller (δίσκος αφιερωμένος στον Gil Evans). Μια από της σπουδαιότερες συνεργασίες του Μάιλς ήταν εκείνη με τον Gil Evans, καρπός τηςοποίας ήταν το “Sketches of Spain” το 1967, (ο δίσκος προέκυψε από τη σύνθεση του Χουακίν Ροντρίγκο, “Concierto de Aranjuez”) στο οποίο ο Μάιλς παίζει ισπανικό φλαμένκο συνεπικουρούμενος από ορχήστρα, ο τόνος του είναι τόσο όμορφος που ακούγεται σαν η τρομπέτα να τραγουδάει από μόνη της. Μετά από πειραματισμούς με διάφορα γκρουπ για 3 χρόνια ο Μάιλς διανύοντας την τέταρτη δεκαετία της ζωής του δημιούργησε ένα γκρουπ μουσικών φέρνοντας για άλλη μια φορά νέες ιδέες στο χώρο της τζαζ. Το 1963 έφτιαξε το δεύτερο μυθικό κουιντέτο με τους: Wayne Shorter, Herbie Hancock, Ron Carter, και τον δεκαεξάχρονο Tony Williams. Για 5 χρόνια το γκρουπ αυτό άνοιξε νέους ορίζοντες βάζοντας ανεξίτηλα τη σφραγίδα του στη μουσική τζαζ. Το 1968 ο Μάιλς έφερε το Joe Zawinul και άρχισε να πειραματίζεται με ηλεκτρικά όργανα. Έφτιαξε το κλασικό “In a Silent Way” το 1967 και ένα χρόνο αργότερα πρόσθεσε το βρετανό κιθαρίστα John McGloudhlin και αντικατέστησε τον Tony Williams (που έφυγε για να φτιάξει τη δική του μπάντα) με τον Jack DeJohnette, βάζοντας τη τζαζ σε νέα κατεύθυνση με το δίσκο “Bitches Brew” το 1969 στον οποίο ένωσε τη μουσική ροκ με τη τζαζ εισχωρώντας στα μονοπάτια της ηλεκτρονικής μουσικής. Αυτός ο δίσκος εξαπέλυσε την πρώτη βολή για την επαναστατική ένωση και πήγε τη τζαζ σε ένα καινούργιο επίπεδο διασημότητας πουλώντας πιο γρήγορα από κάθε άλλο άλμπουμ στην ιστορία της τζαζ. «Αυτά που παίξαμε στο “Bitches Brew” δεν μπορείς να τα γράψεις για να τα παίξει ορχήστρα. Όλη η ηχογράφηση ήταν ένας αυτοσχεδιασμός», σημειώνει στην αυτοβιογραφία του ο Μάιλς.

 

Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70 συνέχισε να πειραματίζεται με ηλεκτρικά όργανα. Το 1976 ο συνδυασμός κακής υγείας και χρήσης κοκαΐνης καθώς και η απώλεια έμπνευσης είχε σαν αποτέλεσμα την αποχώρησή του για 3 χρόνια από τη μουσική σκηνή. Καταφέρνοντας να ελέγξει τη χρήση κοκαΐνης επανήλθε φτιάχνοντας μια σειρά δίσκων, ανοίγοντας νέους ορίζοντες, μη επαναπαυόμενος στις δάφνες του και στην παλιά του μουσική. Άρχισε να πειραματίζεται πιο πολύ με σινθεσάιζερ κάνοντας χρήση των τεχνικών δυνατοτήτων του στούντιο στις ηχογραφήσεις του. Κέρδισε μια σειρά βραβείων Grammy τη δεκαετία του ’80 και συνέχισε να ανακαλύπτει ομότεχνούς του όπως ο Garrett Stern και ο Berg. Ο Μάιλς Ντέιβις πέθανε το 1991 αφήνοντας ένα σημαντικότατο έργο που σφράγισε ανεξίτηλα την ιστορία της τζαζ.