«Κυρίες και κύριοι, καλώς ήρθατε στο εργαστήριό μου». Ο καθηγητής καλωσόριζε τους υποψήφιους.

(…)

«Κυρίες και κύριοι, καλώς ήρθατε στο εργαστήριό μου». Ο καθηγητής καλωσόριζε τους υποψήφιους.

Δεν έμοιαζε πολύ για ζωγράφος. Κοντούλης με συμπαθητική φάτσα, φορούσε ένα πράσινο πήλινο Μπορσαλίνο με στενό γείσο κι ίδιο χρώμα παλτό Λώντεν. Στο βάθος ξεχώριζε ο φαρδύς δεμένος «αλά ιταλικά» κόμπος μιας προκλητικά κίτρινης γραβάτας. Έδινε την εντύπωση αφηρημένου ανθρώπου καθώς όρθιος, στη μέση ενός ακαθόριστου ημικύκλιου φοιτητών, αμφέβαλε αν οι φάτσες που τον περιτριγύριζαν ήταν περσινές, φετινές ή του επόμενου χρόνου. «Και τι σημασία έχει αυτό για ένα δάσκαλο;» μονολόγησε δίχως κανείς από όσους τον παρακολουθούσαν να καταλάβει τι εννοούσε. Κατόπιν, βγάζοντας το καπέλο θεατρικά, συνέχισε: «Όσοι πιστεύουν ότι σπουδάζοντας στην Ακαδημία Καλών Τεχνών θα γίνουν ζωγράφοι, κάνουν λάθος. Ζωγράφος σημαίνει προσωπικότητα, αμφιβολία κι αυτοπεποίθηση. Ούτε τεχνική, ούτε πτυχίο. Εμείς εδώ, μόνη υποχρέωση έχουμε να σας βοηθήσουμε να βρείτε την προσωπικότητά σας – αν την έχετε βέβαια. Όσοι δεν έχουν προσωπικότητα δε θα γίνουν ποτέ ποιητές, στην καλύτερη περίπτωση θα γίνουν χειροτέχνες, όμως προσοχή – κούνησε τον αντίχειρα πλάι στο αυτί σαν να χτυπούσε καμπανάκι – όσοι την έχουν αυτή την καταραμένη προσωπικότητα θα πρέπει να γνωρίζουν ότι θα πληρώσουν ακριβά για να κρατήσουν τη φλόγα της διαρκώς αναμμένη. Η προσωπικότητα ενοχλεί τους μέτριους, που έχοντας τη συντριπτική πλειοψηφία, συνασπίζουν την κακία τους ενάντιά της. Και να θυμόσαστε ακόμα ετούτο: Η ζωγραφική δεν έχει ανάγκη από καλούς τρόπους, έχει ανάγκη από ευγένεια ψυχής. Να βγαίνει από την ψυχή σας ό,τι φτιάχνετε. Κι όταν διψάτε για γνώση, μην πίνετε από τις βρύσες, ψάξετε τις πηγές. Όσο πιο βαθιά τις ανακαλύψετε, τόσο πιο καθαρό νερό θα πιείτε.

Εμπρός λοιπόν. Όποιος δεν φοβάται να βρει την προσωπικότητά του ας με ακολουθήσει» είπε σηκώνοντας ψηλά το χέρι και βγήκε από την πόρτα, όπως οι ηθοποιοί αποχωρούν από τη σκηνή.

(…)

Στο μπλοκάκι που έγραφε τα έργα του ο Νικόλας σημείωσε:

«Μισοσκότεινο κατάλευκο δωμάτιο. Στη μέση κούνια κρεμασμένη απ’ το ταβάνι. Πάνω της μια γυμνή γυναίκα αιωρείται αργά. Το ξύλο της κούνιας είναι φαρδύ, οι φτέρνες της γυναίκας πατάνε πάνω του. Έχει σκεπασμένο το κεφάλι με λινό ύφασμα φτιαγμένο πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια στην Αίγυπτο (θα το βρω στο μουσείο του Καΐρου ή του Τορίνο. Να το αγοράσω. Αν δεν μπορώ, τότε να το κλέψω). Στην κοιλιά της γυναίκας κυοφορείται το Φως. Το μόνο Φως στο χώρο. (Να βρω μια λάμπα από αυτές που δε ζεσταίνονται, να τη βάλω βαθιά στον κόλπο της, να την ανάψω. Να φωτιστεί η κοιλιά από μέσα. Αν η γυναίκα είναι έγκυος και το φως δεν βλάπτει το έμβρυο, ακόμη καλύτερα). Η ηλικία της γυναίκας δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Αρκεί ότι είναι γυναίκα. Πιθανός τίτλος: Η Φωτοτόκος. Θα μπορούσε η κούνια να αντικατασταθεί από αιώρα, όποτε η γυναίκα θα είναι ξαπλωμένη, με τα χέρια στην κοιλιά».

(…)

Τις ηλιόλουστες μέρες την άραζαν πλάι στην όχθη της λίμνης, έμπηγαν δυο καλάμια στο χώμα, ώστε όποιος περνούσε να νομίσει πως ψαρεύανε, κι άρχιζαν τη συζήτηση. Κατά κανόνα, επαναλάμβαναν όσα είχαν πει την προηγούμενη. Για τους μονομανείς ποιητές, η επανάληψη μιας συζήτησης ισοδυναμεί με απαγγελία:

«Η ζωγραφική είναι σχέδιο και χρώμα

βαλμένα στο μουσαμά με πάθος,

Το καινούργιο δεν είναι επιγέννημα μιας τεχνικής

είναι επακόλουθο της ιδέας,

Στον πίνακα του Caravaggio με τον San Gerolamo,

ένα ημίγυμνο αδύνατο γεροντάκι

Προαναγγέλλει την κατάργηση των τάξεων,

την ισότητα

Που θα ευαγγελιστεί η Γαλλική Επανάσταση

εκατόν εξήντα ένα χρόνια αργότερα,

Θυμάσαι;

ο San Gerolamo καθιστός, μισόγυμνος,

Απαλλαγμένος από τον κόκκινο χιτώνα

των καρδιναλίων της εκκλησίας,

Χρησιμοποιεί το αξίωμα

για να καλύψει τα αχαμνά του,

Με το δεξί χέρι γράφει γράμμα,

ο άξονας του μπράτσου οδηγεί το βλέμμα

Στο θάνατο,

μια νεκροκεφαλή

Μας θυμίζει τη ματαιότητα

των εγκόσμιων,

Μέχρις εδώ

όλα είναι συνηθισμένα,

Μια εικόνα προσαρμοσμένη στη ζωγραφική της εποχής,

το ανατρεπτικό βρίσκεται στο ότι,

Το κεφάλι, απ’ το λαιμό και πάνω,

οι παλάμες, απ’ τον καρπό και κάτω,

Είναι ηλιοκαμένα, όπως δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι τα άκρα

ενός καρδινάλιου.

Ο ηλιοκαμένος ο λαιμός

τα ροζιασμένα χέρια,

Ανήκουν σε αγρότη

που όλη τη μέρα σκάβει τα χωράφια,

Στον πίνακα ο άγιος

είναι θνητός,

Ο χωριάτης

άγιος,

Γι’ αυτή την επαναστατική δήλωση

ο Caravaggio

Χρειάσθηκε όλα κι όλα μερικά γραμμάρια όμπρα».

«Αν οι επαναστάσεις γίνονταν

με τρία γραμμάρια χρώμα,

Θα σου αγόραζα μερικά κιλά

μήπως κι άλλαζες τον κόσμο.

Είναι η ορθότητα των ιδεών που οδηγεί τις επαναστάσεις

όχι τα υλικά,

Η γνώση, όχι το μυστήριο,

ο άγιος, η κανάτα, ο πρίγκιπας, ο υπηρέτης

Ο καρδινάλιος, ο γάιδαρος,

κι ένα καλάθι φρούτα,

Αποκτούν σημασία μόνο για όποιον ξέρει να τα διαβάζει,

για τους άλλους παραμένουν αντικείμενα,

Άγιος, κανάτα, πρίγκιπας, υπηρέτης, καρδινάλιος, γάιδαρος

κι ένα καλάθι γεμάτο φρούτα

Αυτό δεν είναι μια πίπα, όπως είπε ο Magritte»

Οποιοσδήποτε φυσιολογικός άνθρωπος θα βαριόταν να τους ακούει να λένε τα ίδια και τα ίδια μερόνυχτα ολόκληρα, νομίζοντας ότι έχουνε ανακαλύψει την πυρίτιδα.

Αποσπάσματα από το βιβλίο «Αν δεις το Χρόνο πες του ότι πέρασα» εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2008

(Αναδημοσίευση άρθρου από το περιοδικό CulturenowMag, τεύχος 24)

Info:

Ο Δημήτρης Αληθεινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1945. Σπούδασε ζωγραφική στην Α.Σ.Κ.Τ. (1968-1970) στο  εργαστήριο του Ν. Νικολάου και στην Academia di Belle Arti στη Ρώμη (1970-73) και Αρχιτεκτονική στην École Spéciale d’Architecture στο Παρίσι. Από το 1972 μέχρι σήμερα έχει πραγματοποιήσει 30 ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και έχει συμμετάσχει σε περίπου 100 ομαδικές. Το 1980 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Μπιενάλε Νέων στο Παρίσι, το 1983 στην Μπιενάλε του Σάο Πάολο, το 1989 στην Μπιενάλε της Κωνσταντινούπολης και το 1998 στην Μπιενάλε του Καΐρου. Το 1997 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας. Από τις εκδόσεις Εστία κυκλοφορούν η συλλογή διηγημάτων του «Ιστορίες ενός Ρευστού έργου» (1997) και το μυθιστόρημά του «Αν δεις το Χρόνο πες του ότι πέρασα» (2008). Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.