Η New Star παρουσιάζει μια από τις πιο σημαντικές ταινίες όλων των εποχών, την “Περσόνα” του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν από την Πέμπτη 25 Ιουλίου 2013.

 

Σύνοψη

Η ηθοποιός Ελίζαμπεθ Βόγκλερ, παντρεμένη και με ένα μικρό γιο, καταρρέει κατά τη διάρκεια μιας παράστασης της Ηλέκτρας. Στη συνέχεια καταφεύγει στη σιωπή και την απομόνωση από τον υπόλοιπο κόσμο. Η νοσοκόμα που την περιποιείται, η Άλμα, τη συνοδεύει στο παραθαλάσσιο σπίτι της γιατρού της, για να βελτιωθούν οι συνθήκες ανάρρωσης της. Η Άλμα προσπαθεί συνεχώς να διαλευκάνει ποιος είναι ο λόγος που η Ελίζαμπεθ έχει επιλέξει τη σιωπή (η οποία μετατρέπεται σιγά σιγά σε κατατονία) μιας και πιστεύει ότι διαθέτει ένα είδος «εσωτερικής δύναμης» που την έχει ωθήσει σε τούτη της την επιλογή. Παρότι εντελώς αντίθετοι χαρακτήρες μια περίεργη όσμωση θα δημιουργηθεί ανάμεσα στις δύο γυναίκες. Επειδή ο γιατρός που παρακολουθούσε την Ελίζαμπεθ έχει απαγορεύσει τις επισκέψεις, η Άλμα μιλάει συνεχώς στην Άλμα προσπαθώντας να της εκμαιεύσει λεπτομέρειες της ζωής της. Οι μέρες περνούν και η Άλμα προκειμένου να κάνει την Ελίζαμπεθ να αντιδράσει, της μιλάει διαρκώς, χωρίς ποτέ να λαμβάνει απάντηση και σύντομα θα αρχίσει να της εξομολογείται όλα της τα μυστικά της και τις πιο μύχιες σκέψεις της. Σ’ αυτό το διάστημα της συγκατοίκησης και της απομόνωσης, ανάμεσα στις δυο γυναίκες που μοιάζουν πολύ στην εξωτερική εμφάνιση, αναπτύσσεται μια παράξενη σχέση η οποία οδηγεί σταδιακά και με έναν παράξενο τρόπο, στην συγχώνευση των προσωπικοτήτων τους, της μίας μέσα στην άλλη…

 

ΠΕΡΣΟΝΑ «PERSONA» Σουηδία- 1966 – Ασπρόμαυρη – (85΄)

Σκηνοθεσία, παραγωγή, σενάριο: Ίνγκμαρ Μπέργκμαν

Φωτογραφία: Σβεν Νύκβιστ

Μουσική: Λαρς Γιόχαν Βέρλε

Μοντάζ: Ούλα Ρίγκε

Ήχος: Λέναρντ Ένγκχολμ

Κοστούμια: Μάγκο

Μακιγιάζ: Τίνα Γιόχανσον

Πρωταγωνιστούν: Μπίμπι Άντερσον, Λιβ Ούλμαν, Μαργκαρέτα Κρουκ, Γιόργκεν Λίντστρομ, Γκούναρ Μπιόρνστραντ

 

Ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ

Ίνγκμαρ Μπέργκμαν (1917-2008)

Ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν γεννήθηκε στις 14 Ιουλίου 1918 στην Ουψάλα της Σουηδίας. Στα τέσσερά του χρόνια ο πατέρας του, ιερέας της σουηδικής βασιλικής οικογένειας, τον κλείδωσε για πρώτη φορά στην ντουλάπα του διαδρόμου για να του διδάξει την έννοια της υπακοής σύμφωνα με τις θεωρίες του λουθηρανισμού. Η σχέση του με τη μητέρα του υπήρξε επίσης ταραγμένη, μια σχέση την οποία αποτύπωσε αργότερα στις ταινίες του «Περσόνα» (1966) και «Κραυγές και ψίθυροι» (1972).

 

Οταν το καλοκαίρι του 1934 η προσκόλλησή του στη μητέρα του κατέληξε αποπνικτική, οι γονείς του αποφάσισαν να τον στείλουν στη Γερμανία μέσω ενός προγράμματος ανταλλαγής μαθητών. Οι έξι εβδομάδες που πέρασε κοντά σε μια γερμανική οικογένεια τον μετέτρεψαν σε φανατικό οπαδό του Αδόλφου Χίτλερ. Το 1945 αντικρίζοντας τις συγκλονιστικές εικόνες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης συνειδητοποίησε το τραγικό του λάθος. Δεν ασχολήθηκε ποτέ ξανά με την πολιτική.

 

Ξεκίνησε να γράφει τα πρώτα του επαγγελματικά θεατρικά το 1941. Το θεατρικό του έργο με τίτλο «Ο θάνατος του Κάσπερ» του έδωσε το εισιτήριο για τον κόσμο του θεάματος, όταν ο συνεπώνυμός του Σίτνα Μπέργκμαν, μέλος της Σουηδικής Βιομηχανίας Κινηματογράφου, παρακολούθησε την παράσταση και διέκρινε το ταλέντο του. Το 1944, υπό την αιγίδα της Σουηδικής Βιομηχανίας Κινηματογράφου, ο Μπέργκμαν έγραψε το σενάριο για την πρώτη του κινηματογραφική ταινία με τίτλο «Κρίση». Χρωστάει δε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο στον κινηματογράφο στον σκηνοθέτη Αλφ Σέμπεργκ, ο οποίος δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τη σκηνοθεσία της ταινίας λόγω άλλων υποχρεώσεων.

 

Ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν οφείλει τη σκηνοθετική αλλά και συγγραφική ευφυΐα του στη συνέπεια που τον διέκρινε, στην εις βάθος ανάλυση της ανθρώπινης ψυχής και στην πρωτοφανή υποβλητικότητά του, μέσα από την εμμονή του θανάτου και του φανταστικού και αλληγορικού κόσμου. Αν και οι σεξουαλικά απελευθερωμένες πρωταγωνίστριες που επέλεξε να τοποθετήσει στο επίκεντρο συναισθηματικών στροβίλων, στις ταινίες που σκηνοθέτησε στις αρχές της δεκαετίας του ’50 («Πώς απατήσαμε τους άνδρες μας», «Χαμόγελα καλοκαιρινής νύχτας», «Μάθημα στον έρωτα», «Αγριες φράουλες»), είναι αυτές που τον καταξίωσαν διεθνώς, η πραγματικά χρυσή εποχή του σκηνοθέτη ξεκινάει το 1958 και λήγει το 1968. Η περίοδος αυτή ξεκινά με την ταινία «Η έβδομη σφραγίδα», η οποία αφηγείται τη συναισθηματική διαδρομή ενός ιππότη προς την αλήθεια στη Σουηδία του 14ου αιώνα, και λήγει με την «Ωρα του λύκου», το τελευταίο ξέσπασμα ενός ασθενούς διανοητικά κεντρικού ήρωα, ο οποίος μέσω της πάλης του με τους προσωπικούς του δαίμονες οδηγείται στην παράνοια.

 

Το χρονικό διάστημα 1963-1966 ο Μπέργκμαν ως διευθυντής του Βασιλικού Δραματικού Θεάτρου της Σουηδίας προσέλαβε δεκάδες ανώνυμους σουηδούς ηθοποιούς και επένδυσε σε αυτούς. Αν και στη «σχολή Μπέργκμαν» συγκαταλέγονται οι ηθοποιοί Μαξ φον Σίντοφ, Λιβ Ούλμαν, Μπίμπι Αντερσον και Χάριετ Αντερσον, οι οποίοι έδωσαν τις καλύτερες ερμηνείες της ζωής τους κάτω από τις οδηγίες του, η «έμμισθη» σχέση με τους υπολοίπους τον επιβάρυνε οικονομικά. Απερίσκεπτα επαγγελματικά ανοίγματα αλλά και η ανικανότητά του να διαχειριστεί την περιουσία του τον έφεραν αντιμέτωπο με την κατηγορία της φοροδιαφυγής. Το 1978 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα του και να μετακομίσει στη Γερμανία όπου και παρέμεινε για έξι ολόκληρα χρόνια. Το 1982 επέστρεψε στη Σουηδία και κινηματογράφησε, όπως ισχυρίστηκε ο ίδιος, την τελευταία του ταινία, «Φάνι και Αλέξανδρος», η οποία απέσπασε τέσσερα βραβεία Οσκαρ, ανάμεσά τους το Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.

 

Το 1999, ύστερα από 17 χρόνια απουσίας από τον κινηματογράφο, ο Μπέργκμαν ένωσε τις δυνάμεις του με την πρώην σύντροφο και αγαπημένη του ηθοποιό Λιβ Ούλμαν ­ με την οποία έχει αποκτήσει ένα από τα εννέα παιδιά του, τη συγγραφέα Λιν Ούλμαν ­ στη νέα ταινία του «Απιστία». Αυτή τη φορά η Λιβ Ούλμαν σκηνοθέτησε ένα δικό του σενάριο. Θέμα της ταινίας, προς έκπληξη όλων, δεν ήταν η οικογένειά του αλλά η καταστροφική σχέση του με μια παντρεμένη γυναίκα, διατηρώντας όμως με αυτόν τον τρόπο τον χαρακτηριστικό αυτοβιογραφικό χαρακτήρα που διέκρινε όλες τις ταινίες του.

 

Στις 6 Απριλίου 2000 ο «μαέστρος της μιζέριας», όπως τον χαρακτηρίζουν οι κριτικοί, έδωσε μια σπάνια συνέντευξη στη σουηδική τηλεόραση, στον επιστήθιο φίλο του ηθοποιό Ερλαντ Γιόζεφσον, αποκαλύπτοντας τη δική του μιζέρια – τον νευρικό κλονισμό που υπέστη μετά την εις βάρος του κατηγορία για τοκογλυφία το 1978, αλλά και την κατάθλιψη στην οποία κατέπεσε μετά τον θάνατο της πέμπτης συζύγου του, της ηθοποιού Ινγκριντ Τούλιν. «Συνηθίζαμε να αναφερόμαστε στον θάνατο και να μαλώνουμε για το ποιος θα πεθάνει πρώτος. Τελικά πέθανε εκείνη»

O Ίνγκμαρ Μπέργκμαν πέθανε στις 30 Ιουλίου 2007 σε ηλικία 89 ετών.

 

 

ΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΕΣ

Λιβ Ούλμαν (1939-)

Ηθοποιός, συγγραφέας και σκηνοθέτις, η Λιβ Γιοχάνε Ούλμαν γεννήθηκε το 1939 στο Τόκιο από γονείς Νορβηγούς. Πέρασε τα παιδικά της χρόνια στο Καναδά. Μετά την γερμανική κατοχή και τον θάνατο του πατέρα της, επέστρεψε στην Νορβηγία. Όντας ορφανή αναζήτησε παρηγοριά στο διάβασμα και την θρησκεία. Σπούδασε ηθοποιία επί οκτώ μήνες στο Λονδίνο. Πρώτη της εμφάνιση στο σανίδι ήταν ως Άννα στο “Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ”. Το 1950 πήρε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην θεατρική μεταφορά της νουβέλας “Kristin Lavransdatter” του Sigrid Undset (έργο που σκηνοθετήσει αργότερα στο σινεμά). Η ερμηνεία της αυτή ήταν εντυπωσιακή. Με το εθνικό θέατρο της πατρίδας της έπαιξε την Ιουλιέτα, την Οφηλία και την Νόρα στο “Κουκλόσπιτο” του Ίψεν.

 

Κάπου εκεί την πρόσεξε και ο Μπέργκμαν και την θεώρησε ιδανική ερμηνεύτρια των σύνθετων γυναικών που έπλαθε. Πρωτοεμφανίστηκε στην “Περσόνα” (1966) χάρις και στην ομοιότητά της με την συμπρωταγωνίστρια Μπίμπι Άντερσον. Έγινε σύντροφος του σκηνοθέτη για τρία χρόνια και απέκτησαν μαζί μία κόρη, την Λιν. Καταξιώθηκε και θριάμβευσε στα αριστουργήματα της ώριμης περιόδου του. Ταινίες όπως “Η ώρα του λύκου” (1968), “Το πάθος της Άννας” (1969), “Κραυγές και ψίθυροι” (1972), “Σκηνές από ένα γάμο” (1973), “Πρόσωπο με πρόσωπο” (1976), “Το αυγό του φιδιού” και “Φθινοπωρινή σονάτα” (και τα δύο του 1978), απογείωσαν την διεθνή της καριέρα και την οδήγησαν σε αρκετές θεατρικές επιτυχίες στο Λονδίνο και την Νέα Υόρκη. Εκεί έκανε πάλι αίσθηση ως Νόρα, αλλά και ως Άννα Κρίστι στο ομώνυμο θεατρικό του Ευγένιου Ο’Νηλ, ενώ συμμετείχε και στο μιούζικαλ “I remember mama”.

 

Το πέρασμά της στο πανί της άλλης πλευράς του Ατλαντικού δεν ήταν το ίδιο πετυχημένο. Στις σημαντικότερες στιγμές της στην μεγάλη οθόνη συγκαταλέγονται αδιαμφισβήτητα η διλογία του Γιαν Τρόελ, “Udvandrerne” (Οι εμιγκρέδες) και “Indvandrerne” (Η Νέα Γη), που της απέφερε την χρυσή σφαίρα καλύτερης ερμηνείας. Τελευταία της εμφάνιση ήταν στην ταινία “Zorn” (1994) του Γκούναρ Χέλστρομ, αν εξαιρέσουμε το πορτραίτο που της έκανε στα 1997 ο Έντβαρτ Χάμπρο με αφηγητή τον Γούντι Άλεν (Liv Ullmann ­ Reel Life) και το πολύ πρόσφατο “Light keeps me company”. Πλούσια είναι επίσης η ανθρωπιστική της δράση και η αφοσίωσή της στα πεινασμένα παιδάκια του κόσμου. Πρέσβειρα καλής θέλησης της UNICEF από το 1980. Ιδρυτικό στέλεχος των Γυναικών για τα Προσφυγόπουλα του Κόσμου. Αντιπρόεδρος της μεγαλύτερης αμερικανικής μη κυβερνητικής οργάνωσης για τους πρόσφυγες. Είναι ακόμα, συγγραφέας δύο διεθνών αυτοβιογραφικών μπεστ-σέλερ, των “Forandringen” (Αλλάζοντας, 1976) και “Tidvatten” (Επιλογές, 1984).

 

Δοκιμάζει τις σκηνοθετικές της δυνάμεις με το επεισόδιο “Parting” από το σπονδυλωτό “Love”, το 1982. Περιμένει δέκα χρόνια πριν να κάνει την πρώτη της προσωπική δουλειά, το δράμα “Sophie” (1992) διάρκειας 146 λεπτών. Είναι η συγκλονιστική ιστορία της νεαρής εβραίας στην Κοπενχάγη του 19ου αιώνα, που εγκαταλείπει τα νεανικά της όνειρα για μια αληθινή αγάπη (έναν άσημο ζωγράφο) και παντρεύεται κάποιον μακρινό ξάδερφο που της υποδεικνύουν οι γονείς της. Φαίνεται πως έχει αφομοιώσει πλήρως τα μαθήματα που πήρε από τον κολοσσό του παγκόσμιου σινεμά. Ιδιαίτερα ατμοσφαιρική χαίρει θερμής υποδοχής από τους θεατές. Επόμενη σκηνοθεσία είναι μια θεατρική της επιτυχία, η “Kristin Lavransdotter”, άλλη μια δραματική ερωτική ιστορία εποχής, με πολύ πάθος και φθόνο, σύνθετη πλοκή και ένα σπαραχτικό τέλος, το μεσαιωνικό ανάλογο του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας.

 

Στο τρίτο πέρασμα πίσω από την κάμερα ευτυχεί να έχει σεναριογράφο τον Ίνγκμαρ, που της εμπιστεύεται ένα υπαρξιακό δράμα (με αυτοβιογραφικές προεκτάσεις) και ένα πανάξιο επιτελείο. Φωτογράφος ο Σβεν Νίκβιστ και πρωταγωνιστές η εκπληκτική Περνίλα Όγκαστ και ο πάντα σπουδαίος Μαξ Βον Σύντοφ. Πέντε συνομιλίες, χωρίς χρονική διαδοχή ή σειρά, σαν μνήμες γεμάτες ένταση και ένα παλμό γνώριμο από τα έργα του αρχιμάστορα. Και όλ’ αυτά για μια μίνι τηλεοπτική σειρά που προβλήθηκε στο ειδικό τμήμα “Ένα κάποιο βλέμμα” των Καννών. O Μπέργκμαν αρχικά ήταν αντίθετος με τις εικόνες που χρησιμοποίησε η Ούλμαν στο τέλος των “Προσωπικών εξομολογήσεων”. “Αλλά τώρα το αγαπά πολύ. Πραγματικά έχει αγαπήσει το τέλος. Θέλω το τέλος κάθε ταινίας μου να καταλήγει σε κάποιο συμπέρασμα, το οποίο όμως να παραμένει ανοιχτό. Δε θέλω κάτι σκοτεινό. Θέλω να υπάρχει πάντα κάποια ελπίδα” λέει η Λιβ. “Και το νέο σενάριο (Απιστία) είναι ακόμη σκοτεινότερο, και ψάχνω να βρω τρόπο να του δώσω κάποια ελπίδα”. Και πράγματι βρήκε μια απίστευτη εσωτερική ισορροπία και μια αυτοκάθαρση λυτρωτική. “Πιστεύω πως εγώ έχω πιο πολύ ελευθερία γιατί δεν είμαι δεμένη με τα πραγματικά γεγονότα όπως εκείνος. Απλά είναι έξω από μένα” μας αποκαλύπτει η σκηνοθέτις και συνεχίζει. “Πρόκειται για κάτι πολύ προσωπικό και θά ‘πρεπε να το κάνεις μόνος σου” του είπα. Μου απάντησε πως δεν θα τα κατάφερνε.

 

“Τότε γιατί δεν αναλαμβάνεις την προετοιμασία και το τέλος της παραγωγής και ευχαρίστως κάνω εγώ τη δουλειά στο στούντιο” του αντιγύρισα. Αλλ’ αυτός δεν ήθελε. “Τότε η ταινία είναι όλη δική μου και θα της δώσω την δική μου ερμηνεία” του είπα. Συμφώνησε προσθέτοντας ότι έτσι το αποτέλεσμα θα είναι ακόμη πιο ενδιαφέρον.

 

Ο Μπέργκμαν περιγράφει την “Απιστία” ως “μια ηθογραφία που δεν ηθικολογεί” ή ως “ένα αισθηματικό θρίλερ του καιρού μας”. Η υπόθεση προέρχεται από την προσωπική ζωή του μεγάλου δημιουργού και αφορά μια γυναίκα που διχάζεται ανάμεσα σε δυο άνδρες και την εννιάχρονη κόρη της. “Στο φιλμ η γυναίκα αυτή αφηγείται ένα άκρως δραματικό κομμάτι της ζωής της σε κάποιον συγγραφέα – που τυχαίνει να είμαι εγώ ο ίδιος. Συνέβη πολύ καιρό πριν, και ξέρω πολύ καλά τα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται. Αλλά μόνον τώρα μπορώ να γράψω γι’ αυτούς, τώρα που έχουν όλοι πια χαθεί. Όμως, αν η Λένα Έντρε δεν είχε δεχθεί να παίξει αυτόν το ρόλο, τίποτε δε θά ‘χε προκύψει”.

 

Το χιούμορ και το κέφι του μεγάλου δραματουργού είναι αστείρευτα. “Όσους ανησυχούν ότι τα έργα μου αναφέρονται πιθανώς στη μαμά μου, τον μπαμπά μου, την γιαγιά μου, τον παππού μου, τις θείες μου ή τα ξαδέρφια μου, θα ήθελα να τους διαβεβαιώσω ότι κανείς απ’ αυτούς δεν εμφανίζεται εδώ. Μόνη εξαίρεση αποτελεί ο συγγραφέας, δηλαδή εγώ. Σύμφωνα με την Λιβ είμαι τόσο κακός ηθοποιός, ώστε να πρέπει να με ενσαρκώσει ο Έρλαντ Γιόζεφσον. Γι’ αυτόν βέβαια δεν είναι τίποτε το ιδιαίτερο μια που τό ‘χει ξανακάνει στο τηλεθεατρικό μου έργο “Μετά την πρόβα” (Efter Repetitionen).

 

“Βλέπουμε τον γηραιό συγγραφέα στο γραφείο του, αυτόν που κάποτε χοροστατούσε στο παιχνίδι του έρωτα, να νιώθει τώρα τύψεις για όλα όσα της έκανε” εξηγεί η δημιουργός. “Η απιστία της ηρωίδας δεν είναι συνειδητή, δεν είναι μια βδελυρή πράξη. Στις μέρες μας, το ζην εν απιστία είναι μια στάση/θέση που προτιμούν όλο και περισσότεροι. Οι ηθικοί φραγμοί έχουν εξαφανιστεί. Εδώ λοιπόν δυο άντρες και μια γυναίκα αποφασίζουν να παίξουν ένα παιχνίδι για μεγάλους: ας αγαπήσουμε επικίνδυνα, ας ζήσουμε ευτυχισμένοι μαζί, ας ξεχάσουμε τι είναι καλό και τι κακό. Και τότε διαμιάς όλα καταρρέουν. Όλοι είναι άπιστοι προς αλλήλους. Αλλά το ευτύχημα εδώ είναι πως μπορούμε να ξεχάσουμε τις ώρες της οδύνης. Αυτό που δεν πρέπει να ξεχάσουμε είναι όσα μάθαμε απ’ αυτές”.

 

Μέσα από μια απλή κατασκευή και μια υπνωτική ατμόσφαιρα, ερχόμαστε αντιμέτωποι όχι μόνο με την οδύνη της συζυγικής απιστίας, αλλά ζούμε στιγμές προδοσίας και πλάνης, ζηλοτυπίας και εκδίκησης, και όλων των -αναπάντεχων- παρεπόμενων μιας διάλυσης γάμου. Μας ξαφνιάζει διαρκώς και κινείται στα άκρα με άνεση περιπάτου. Ενός μακρινού περιπάτου (διάρκειας 155 λεπτών) μέσα στην σημερινή πολυπλοκότητα των σχέσεων. Συνταρακτικό, διαυγές, ευαίσθητο, συναρπαστικό, πανανθρώπινο, ιδιοφυές, σίγουρα το πιο χιτσοκοκικό σενάριο που έγραψε ποτέ ο αειθαλής και πάντα κραταιός άρχοντας της ζωής και της τέχνης. “Η ποινή που της ταιριάζει για τις Εξομολογήσεις της είναι να περάσει στο πάνθεον των μεγάλων δημιουργών” σημειώνει ένας κριτικός. Με την “Απιστία” νομίζω ότι στέκεται για λίγο στο ύψος της Ήρας στο πλάι του Δία-Μπέργκμαν.

 

Μπίμπι Άντερσον (1935-)

Γεννήθηκε στη Στοκχόλμη τον Νοέμβριο του 1935. Οι καλλιτεχνικές ανησυχίες της ξεκίνησαν πολύ νωρίς στη ζωή της καθώς η μεγαλύτερη αδελφή της Gerd ήταν χορεύτρια κλασικού χορού. Η αρχή για την καριέρα της δεν ήταν καθόλου εύκολη. Χρειάστηκε να κάνει πολλά διαφημιστικά και μικρούς ρόλους προκειμένου να πάρει το 1953 τον πρώτο πρωταγωνιστικό ρόλο της στην ταινία «Dum-Bom», δίπλα στον ηθοποιό Nils Poppe. Εναν χρόνο αργότερα θα ξεκινήσει τις θεατρικές σπουδές της στο Royal Dramatic Theatre, τις οποίες όμως σύντομα θα εγκαταλείψει, όταν στη ζωή της θα μπει ο μεγάλος σκηνοθέτης Ingmar Bergman. Το 1955 θα της δώσει έναν μικρό ρόλο στην κωμωδία του «Sommarnattens leende», ενώ από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 η καριέρα της θα αρχίσει να απογειώνεται καθώς θα δεχθεί τις πρώτες σημαντικές επαγγελματικές προτάσεις από το εξωτερικό. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στη Γιουγκοσλαβία προσπάθησε να ανακουφίσει τον χειμαζόμενο λαό του Σαράγεβου με τη βοήθεια του θεάτρου και της τέχνης.