Η Feelgood παρουσιάζει την ταινία του Γεωργιανού Nika Aghiasvili, που φέρει τον τίτλο “Μια πράσινη ιστορία” και αφηγείται την ιστορία του Έλληνα Βαν Βλαχάκη, ο οποίος μετανάστευσε στις Η.Π.Α. και έγινε επιτυχημένος επιχειρηματίας.

 

Η πρεμιέρα της ταινίας (που έχει πολύ ελληνικό άρωμα, αφού πέραν της υπόθεσης, ένας εκ των πρωταγωνιστών είναι ο “δικός μας” Αλέξης Γεωργούλης), πραγματοποιήθηκε στη χώρα μας και το www.culturenow.gr δεν έχασε την ευκαιρία για μια γρήγορη “ανάκριση” του σκηνοθέτη Nika Aghiasvili.

 

Συνέντευξη: Ελένη Φιλίππου

 

Culturenow.gr: Δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία, με τίτλο «Μια Πράσινη Ιστορία». Ποια ήταν η βασική, αρχική ιδέα πριν ξεκινήσετε να γράφετε το σενάριο; Ήταν το θέμα της μετανάστευσης, η κατάκτηση του Αμερικάνικου Ονείρου ή μια προσπάθεια οικολογικής ευαισθητοποίησης;

Nika Aghiasvili: Η βασική σκέψη ήταν η πίστη στο Αμερικάνικο Όνειρο. Μου άρεσε η ιδέα της ιστορίας ενός νέου ανθρώπου που παίρνει την ζωή στα χέρια του και το πολεμάει προς όλες τις κατευθύνσεις. Με ενδιέφερε να γυρίσω μια ταινία με αισιόδοξη χροιά, να δείξουμε ότι όταν κάποιος έχει ταλέντο σε αυτό που κάνει, πιστεύει σε αυτό και δουλεύει σκληρά θα έρθει η στιγμή που θα ανταμειφθεί για τους κόπους του. Και αυτό είναι το βασικό μήνυμα της ταινίας. Ο Βλαχάκης έφυγε από την Κρήτη, ήρθε στην Αμερική με λιγοστά χρήματα στις τσέπες του, έμαθε την γλώσσα, σπούδασε χημικός και έπειτα αφοσιώθηκε με επιμονή στο έργο του. Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι, ότι αυτήν την στιγμή που μιλάμε, η εταιρεία του Βλαχάκη να θεωρείται η επικρατέστερη στον τομέα των οικολογικών καθαριστικών. Δεν έχει σημασία αν βρίσκεται κανείς στην Αμερική, στην Ιαπωνία ή στο Λονδίνο για το αν θα κατακτήσει κανείς τους στόχους του, εφόσον πιστέψει και δουλέψει σκληρά για αυτούς. Και η ταινία αυτό σκοπεύει να δείξει, ότι τα όνειρα, υπό αυτούς τους όρους, γίνονται πραγματικότητα. Το ίδιο ίσχυε και για μένα, όταν έφυγα από την χώρα μου (Δημοκρατία της Γεωργίας) και ήρθα να δουλέψω στην Αμερική.

 

Culturenow.gr: Για τον ρόλο του Βαν Βλαχάκη επιλέξατε τον αμερικανό ηθοποιό Εντ Ο’ Ρος και όχι κάποιον αλλοεθνή. Ποιά ήταν τα κριτήρια επιλογής;

Ν.Α: Από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησα να γράφω το σενάριο είχα στο μυαλό μου τον Εντ Ο’ Ρος. Εκτός ότι τον θαυμάζω και τον θεωρώ έναν εξαιρετικά προικισμένο ηθοποιό με ένα αρκετά ευρύ ερμηνευτικό φάσμα, η ικανότητά του να μπορεί να κάνει διάφορες προφορές και η εξαιρετική συνεργασία που είχαμε στην προηγούμενη ταινία μου (“5 Nights in Hollywood”) ήταν για μένα σαφές από την αρχή ότι αυτός θα ήταν ο ηθοποιός που θα ερμήνευε τον μεσήλικα Βλαχάκη. Το ίδιο ίσχυε και για τον Τζορτζ Φιν, που υποδύεται τον νεαρό Βλαχάκη. Όταν γνωρίζεις τους ηθοποιούς σου τόσο καλά, σου δίνεται το πλεονέκτημα της γνώσης του τι μπορεί ο καθένας να κάνει και τι όχι και με αυτόν τον τρόπο προχωράς, έχοντας από πολύ νωρίς στο μυαλό σου μια ξεκάθαρη ιδέα του τι και πώς θα φέρεις εις πέρας το πρότζεκτ σου. Όσο για το γεγονός ότι ο Ρος είναι αμερικανός, δεν τον δυσκόλεψε καθόλου σε ότι αφορά την προφορά ή ότι θα υποδυόταν έναν έλληνα μετανάστη που πρώτα έζησε στο Σικάγο και έπειτα στο Λος Άντζελες. Αντικειμενικά, ο ρόλος του Βλαχάκη αποτελεί πραγματική πρόκληση καθώς ο ίδιος έχει διαμορφωθεί από ένα πολυπολιτισμικό κράμα που είναι δύσκολο πλέον να ξεχωρίσεις τι είναι το κάθε τι και από πού προέρχεται το όλον της προσωπικότητάς του. Ο Ρος γνώρισε τον Βλαχάκη στην αρχή, αλλά απέφυγε να έχει πολύ στενή επαφή, ώστε να μπορέσει να βάλει και το προσωπικό του στίγμα στον ρόλο: τον μελέτησε όμως εξονυχιστικά, παρακολουθώντας διάφορα βίντεο, ομιλίες, προσέχοντας τον τρόπο που στέκεται, που κινείται, τις χειρονομίες του, κλπ. Και φυσικά, κατέληξαν δύο πολύ καλοί φίλοι.

 

Culturenow.gr: Η ταινία αναφέρεται στην ζωή του Ευτύχιου Βαν Βλαχάκη. Είχε ο ίδιος ή οικογένειά του ενεργό ρόλο στην όλη διαδικασία της παραγωγής;

Ν.Α: Όταν συνάντησα τον Βλαχάκη και του μίλησα για την ταινία που ήθελα να κάνω γύρω από την ζωή του τόσο εκείνος όσο και όλη η οικογένεια με υποδέχτηκαν θερμά. Πέρασα έξι μήνες κάνοντας την απαραίτητη έρευνα, και στην διάρκεια των οποίων μου έδωσαν πλήρη πρόσβαση τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον επαγγελματικό τους χώρο. Όταν ολοκλήρωσα την συγγραφή του σεναρίου, τους το έδωσα να το διαβάσουν και χωρίς να επέμβουν καθόλου σε αυτό, έδωσαν την άδειά τους να προχωρήσουμε στα γυρίσματα. Ήταν όλοι τους πολύ βοηθητικοί και κυρίως πολύ ζεστοί απέναντί μας.

 

Culturenow.gr:Το ελληνικό κοινό σίγουρα θα βρει στην ιστορία του Βλαχάκη πολλά σημεία επαφής λόγω του πρωταγωνιστή της: ένας Έλληνας πηγαίνει στην Αμερική και την κατακτάει. Εν μέσω οικονομικής κρίσης, το παράδειγμα του Βλαχάκη είναι σίγουρα ένα αισιόδοξο μήνυμα για τον έλληνα πολίτη. Το αμερικανικό κοινό, τι σημεία επαφής πιστεύετε ότι θα βρει μέσα από την ιστορία του Βλαχάκη;

Ν.Α: Πιστεύω ότι είναι μια ιστορία που αφορά τους πάντες. Μπορεί να έχει ως επίκεντρο έναν έλληνα μετανάστη, αλλά υπήρξαν πολλοί άνθρωποι που ήρθαν και μου είπαν ότι το ίδιο π.χ. συνέβη και στον παππού μου που ήρθε από την Αργεντινή, από την Ιταλία… Η ιστορία μπορεί να αγγίξει τον οποιονδήποτε που έρχεται σε μια νέα χώρα ή σε κάποιον που είναι από οικογένεια μεταναστών πρώτης, δεύτερης, τρίτης γενιάς, γιατί όλοι έχουν ακούσει παρόμοιες ιστορίες από το οικογενειακό τους περιβάλλον. Η ιστορία δεν περιορίζεται στο γεγονός ότι ο πρωταγωνιστής είναι Έλληνας, αλλά στους αγώνες που έδωσε γύρω από την δουλειά του, το σπίτι του, τα παιδιά του. Ο αγώνας να τα καταφέρει όχι μόνο επαγγελματικά, αλλά και να ξεπεράσει το πρόβλημα υγείας είναι θέματα που σίγουρα αγγίζουν τον καθένα από εμάς. Επίσης η ταινία απευθύνει και ένα «πράσινο μήνυμα», το οποίο είναι παγκοσμίου ενδιαφέροντος εξίσου.

 

Culturenow.gr: Ανάμεσα στα μέρη που χρησιμοποιήθηκαν για τα γυρίσματα της ταινίας ήταν και η Ελλάδα. Πώς ήταν η εμπειρία σας από την επίσκεψή σας εδώ;

Ν.Α: Συνολικά πέρασα δύο μήνες στην Ελλάδα. Ταξίδεψα στην Κρήτη και στην Αθήνα και ήταν υπέροχα. Λόγω της ταινίας γνώρισα πολλούς Έλληνες που ζουν στην Αμερική και όταν ήρθα στην Ελλάδα διαπίστωσα πως και εδώ, οι Έλληνες και κυρίως οι νέοι ενδιαφέρονται πολύ για την χώρα τους. Δεν είναι ξεκομμένοι από την πραγματικότητα, πίσω από έναν υπολογιστή, αντιθέτως έχουν όρεξη για να παλέψουν για κάτι καλύτερο και αυτό είναι πολύ καλό. Σημαίνει πολλά τόσο για την ίδια την χώρα όσο και για κάποιον που επισκέπτεται την Ελλάδα και το βλέπει αυτό.

 

Culturenow.gr: Η πράσινη ιστορία ενός έλληνα μετανάστη βρήκε εύκολα τον δρόμο προς την εξασφάλιση διανομής;

Ν.Α: Από την αρχή που ξεκινήσαμε τις διαδικασίες για την ταινία υπήρχε μια πολύ θετική ατμόσφαιρα. Από τους ηθοποιούς που επιλέξαμε και που οι ίδιοι έδειξαν πολύ θετική ανταπόκριση στο μήνυμα που θέλαμε να βγάλουμε προς τα έξω, μέχρι και την ημέρα της πρεμιέρας στο Ελληνικό Φεστιβάλ Κινηματογράφου στο Λος Άντζελες. Μετά από δύο μήνες εξασφαλίσαμε διανομή στις αμερικανικές αίθουσες και περίπου στο ίδιο διάστημα ήρθε η Feelgood Entertainment που έδειξε το ενδιαφέρον της για την ταινία, γεγονός που με έκανε ιδιαίτερα χαρούμενο. Και αυτό διότι, καθώς είμαι και εγώ ένας από τους παραγωγούς της ταινίας, δουλέψαμε όλοι πολύ σκληρά, έχοντας στα χέρια μας ένα σχετικά χαμηλό budget και παρόλα αυτά καταφέραμε να μείνουμε μέσα στους χρόνους και το κόστος που είχαμε προσχεδιάσει. Οπότε όταν βρίσκεσαι εδώ, περιμένοντας να βγει η ταινία σου στους κινηματογράφους, έχεις σίγουρα πολλούς λόγους για να νιώθεις ενθουσιασμένος.

 

Culturenow.gr: Υπάρχει κάτι που δουλεύετε τώρα ή σχεδιάζετε για το μέλλον;

Ν.Α: Αυτή τη στιγμή κάνω ένα πρότζεκτ για την χώρα μου με τίτλο “Tbilisi, My city” (το όνομα της πρωτεύουσας της χώρας μου, που είναι η Γεωργία), το οποίο ουσιαστικά είναι δέκα μικρού μήκους ταινίες από δέκα διαφορετικούς σκηνοθέτες για την πόλη της Τιφλίδας και είναι στο στάδιο του postproduction. Δουλεύω επίσης ένα πρότζεκτ στο Λος Άντζελες, με τίτλο “Savage Mutts”, το οποίο έχει να κάνει με την ιστορία ενός εγκληματία που βγαίνει από την φυλακή.