Θα ομολογήσω πως για να αντιληφθώ τα μηνύματα και τα διδάγματα ενός συγγραφέα όπως είναι ο Αλμπέρ Καμύ χρειάστηκε να διαβάσω το βιβλίο αυτό όπως και τα άλλα πολύ καίρια συγγράμματά του πολλές φορές.

 

Από τον Γιάννη Αντωνιάδη

 

Κάθε φορά βέβαια μένω με την απορία αν κατανόησα έστω και το ελάχιστο από την φιλοσοφία αυτού του στοχαστή, γιατί ο Καμύ στο πάνθεον της λογοτεχνικής σκηνής κατέχει τα πρωτεία, αυτή είναι η υστεροφημία του και σε αυτόν καταφεύγουμε όταν η κρίση ηθών και αρχών χτυπάει επίμονα την πόρτα μας. Και πάλι το μέγεθος και το πολυσήμαντο έργο του δεν μου επιτρέπουν παρά μία προσέγγιση σε έναν άνθρωπο που σημάδεψε τον στοχασμό ανά την Ευρώπη, δημιούργησε πάθη και έχθρες εναντίον του καθώς άρθρωσε έναν λόγο σαφή, αιχμηρό και επίκαιρο σήμερα όσο ποτέ.

 

Το 2013 είναι μία σημαδιακή χρονιά για την λογοτεχνία, καθώς γιορτάζονται τα εκατό χρόνια από την γέννησή του, εκατό χρόνια μέσα στα οποία πολλά άλλαξαν και τίποτα δεν άλλαξε αν αναλογιστεί κανείς πόσα δεινά συνέβησαν στα χρόνια που διανύσαμε. Τουλάχιστον ο Καμύ με την δυναμική του προσωπικότητα και την ακόμα πιο ισχυρή του πένα, που όλα τα καταγράφει και τίποτα δεν αφήνει ασάλευτο και αναπάντητο, κατάφερε να αφήσει παρακαταθήκη ένα έργο αξιοζήλευτο και πολλάκις δυσνόητο πλην όμως πλούσιο σε νοήματα που προκαλούν δονήσεις και αντιρρήσεις.

 

Οι απόψεις του δεν βόλευαν τους γύρω του, οι σκέψεις του ταρακουνούσαν την καθεστηκυία αντίληψη πραγμάτων και η στάση ζωής του αποτελούσε έμπνευση για τους σύγχρονούς του όσο και για τους νεότερούς του. Μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα την τόσο επαναστατική αλλά συνάμα και τόσο αθόρυβη – γιατί η δύναμη της αλήθειας δεν έχει ανάγκη από κρότο – που κατόρθωσε να εμφυσήσει στην εποχή του, του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ το 1957 για το έργο του και την συμβολή του στην διανόηση της περιόδου εκείνης. Αυτό το βραβείο, που δεν είναι πάντα τόσο ακριβοδίκαιο γιατί ο κόσμος δεν είναι τέτοιος, ήρθε πολύ απλά να επιβεβαιώσει την προσήλωση και την αφοσίωση του Καμύ στον άνθρωπο γιατί στον Ξένο, στην Πανούκλα, στην Πτώση όπως άλλωστε και σε όλες τις πτυχές της γραφής του είτε αυτό λέγεται θεατρικό έργο, είτε δοκίμιο, είτε μυθιστόρημα κύριος πρωταγωνιστής του είναι ο άνθρωπος που παλεύει με το είναι του, ο άνθρωπος που αναζητά την ύπαρξή του μέσα στο πολύβουο και περίπλοκο μείγμα που ονομάζουμε κοινωνία.

 

Ο καλλιτέχνης και η εποχή του εμπεριέχει τις ομιλίες του στην Σουηδία όταν και βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας και μας δίνει μία γεύση των όσων ο ίδιος πρέσβευε και διαφέντευε όλα τα χρόνια της δραστήριας ζωής του. Προσβεβλημένος από φυματίωση σε μικρή ηλικία, ορφανός σε νεαρή ηλικία από πατέρα αναζήτησε από νωρίς το δικό του μονοπάτι όταν τα τύμπανα της πνευματικής καθήλωσης ηχούσαν στα αυτιά του και εκείνος έπρεπε να χαράξει την δική του πνευματική ανόρθωση σε έναν κόσμο που δεν του χαρίστηκε ούτε στιγμή. Το βραβείο το αφιέρωσε στην μητέρα του, την οποία και υπερασπίστηκε όταν ένας φοιτητής σε μία συνάντηση με φοιτητές στην Στοκχόλμη τον κατηγόρησε για αδράνεια και παθητική στάση στο θέμα της πολέμου της Αλγερίας. Τότε εκείνος με μία αποστομωτική φράση που πάγωσε το παριστάμενο κοινό δήλωσε: «Αυτή τη στιγμή βάζουν βόμβες στα τραμ στο Αλγέρι. Η μητέρα μου μπορεί να είναι σε ένα από αυτά. Εάν αυτό λέγεται δικαιοσύνη, προτιμώ την μητέρα μου». Αυτή η δήλωσή του έμεινε στην ιστορία, διότι η επίθεση σε έναν μαχόμενο καλλιτέχνη – αυτόν τον προσδιορισμό προτιμούσε για να περιγράψει το άτομό του – είναι τουλάχιστον άδικη. Το βραβείο όμως το αφιέρωσε και στον δάσκαλό του που του μεταλαμπάδευσε τις αξίες και το αίσθημα ελευθερίας που πρέπει να τον διακατέχουν αντιπαλεύοντας πάντα κάθε μορφή καταδυνάστευσης και υπονόμευσής της. Το αφιέρωσε όμως και σε όλους αυτούς τους ανώνυμους συμπατριώτες του που παρά τα δεινά του πολέμου και τις κακουχίες, τις οποίες υπέστησαν και «δεν γνώρισαν παρά καταδίωξη και δυστυχία» σφυρηλάτησαν «μία τέχνη επιβίωσης σε καιρούς ολέθρου για να παλέψουν ανοιχτά το ένστικτο θανάτου που κινεί την Ιστορία». Στα λόγια αυτά συμπυκνώνεται και όλη η θεωρία του για τον καλλιτέχνη που οφείλει να στέκεται στο ύψος του και αποστολή του «όχι να ξαναφτιάξει τον κόσμο αλλά κάτι ακόμα σπουδαιότερο «να εμποδίσει τον κόσμο να χαλάσει».

 

Ο λόγος αυτός που εσωκλείεται στο βιβλίο αυτό εκφωνήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 1957 και ουσιαστικά έκλεισε την τελετή της βράβευσής του στο Δημαρχείο της Ουψάλα. Σμιλεύει σαν γλύπτης του λόγου μία ομιλία άκρως συναισθηματική και ουσιαστική με επίκεντρό του τους χαλεπούς καιρούς που περνάνε οι συμπατριώτες του και επεκτείνεται με γλώσσα αληθινή και στέρεα στον ρόλο που οφείλει να διαδραματίζει ο καλλιτέχνης, είτε αυτός λέγεται συγγραφέας, είτε ζωγράφος. Υπερασπίζεται και υπεραμύνεται ενός δημιουργού που πορεύεται δίπλα στην κοινωνία, μοιράζεται με την κοινωνία και τους ανθρώπους τον πόνο και τα πάθη του, αναγνωρίζει την διαφορετικότητά του αλλά δεν κρίνει τους γύρω του επειδή εκείνοι δεν μπορούν να του μοιάσουν. Προσθέτει με σκωπτική ματιά και κάτι επίσης πολύ σημαίνον: «Ο συγγραφέας δεν μπορεί να ταχθεί σήμερα στην υπηρεσία όσων φτιάχνουν την Ιστορία, υπηρετεί αυτούς που την υφίστανται». Έχει η οπτική γωνία με την οποία ατενίζει τον κόσμο και τα πράγματα το αίσθημα της συμπόνιας και της παρηγοριάς αγωνιζόμενος μέσω των γραπτών του για την ανεξαρτησία της έκφρασης καθιστώντας τον ίδιο στην υπηρεσία του τυραννισμένου και εγκαταλειμμένου ανθρώπου, με μόνο γνώμονα η ελευθερία να πατάξει την τυραννία σε όλες τις εκφάνσεις της και η αλήθεια να καταβαραθρώσει το ψεύδος και τη δουλεία όπου αυτά υπερισχύουν.

 

Στις 14 Δεκεμβρίου 1957 δίνει μία διάλεξη εξίσου αξιοπρόσεκτη και βαρύνουσας σημασίας αυτήν την φορά στο αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου της Ουψάλα. Εδώ αναλύει το θέμα της δημιουργίας του καλλιτέχνη και επισημαίνει πως η εποχή που ο καλλιτέχνης απολάμβανε και δημιουργούσε τέχνη για την τέχνη έχει παρέλθει. Ο καλλιτέχνης βρίσκεται πλέον στην αρένα όπως λέει χαρακτηριστικά και έχει καθήκον να μάχεται για αυτά που πιστεύει, να ναυτολογείται εναντίον οποιασδήποτε καταπίεσης που τον στήνει στον τοίχο και τον κλείνει στο καβούκι του. Ο λόγος του οφείλει να ακούγεται έντονα και να μην τον φυλακίζει από φόβο μήπως προκαλέσει αντιδράσεις από τα τέρατα της Ιστορίας που θέλουν να σπείρουν τρόμο για να θερίσουν σιωπή. Ο εκάστοτε δημιουργός οφείλει να ποιεί τέχνη, όπως έγραφαν οι αρχαίοι Έλληνες στα αγγεία τους, για να εκφράζει και να εξωτερικεύει τις πεποιθήσεις του με όποιο κόστος και τίμημα, αν κάποιο έργο δεχτεί τα πυρά των εκάστοτε κυβερνώντων αποστολή του είναι να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του μετώπου και να μην ντρέπεται για αυτό που μόλις εποίησε. Ο Καμύ με αυτήν την ομιλία έρχεται να μας θυμίσει σήμερα πως η τέχνη έχει ως μοναδικό και κύριο σκοπό να υπηρετεί τον άνθρωπο και όχι σύμβολα που ελλοχεύουν σε έναν κόσμο που έχει ως αφέντη του το χρήμα και ό,τι το περιτριγυρίζει. Αυτός ο κόσμος είναι ψεύτικος, απατηλός και παραδομένος, ένα καράβι που πλέει με σκισμένα πανιά στην θάλασσα μίας πραγματικότητας καταδικασμένης σε αφανισμό. Καλεί τους ακροατές του να κατανοήσουν την κρίση αξιών και αρχών που η καταναλωτική κοινωνία και οι δείκτες προόδου που πρέπει να ακολουθήσουν για να την πετύχουν ουσιαστικά τους έχει οδηγήσει σε πλήρη αποπροσανατολισμό. Ο Καμύ σαν μαινόμενος Δίας που με τον λόγο του ως άλλο κεραυνό έρχεται να μας θυμίσει πως η τέχνη έχει την υποχρέωση απέναντι στο κοινωνικό σύνολο να έχει φωνή και παιδευτικό χαρακτήρα απογυμνωμένη από το ρούχο του απλού μέσου διασκέδασης. Σήμερα, αν μία τέχνη έχει παιδευτικό πρόσωπο θεωρείται παλιομοδίτικη, ξεπερασμένη και μη αρεστή γιατί οι άνθρωποι βολεύτηκαν με το εύκολο μη αποδεχόμενοι την ομορφιά του δύσκολου, σε αυτό δεν είναι αμέτοχοι οι ίδιοι αλλά η μομφή βαρύνει και εκείνους, το παιχνίδι παίζεται και στο δικό τους γήπεδο.

 

Οι στοχασμοί του Καμύ και η θέση του στο λογοτεχνικό στερέωμα έχουν κριθεί από την Ιστορία και δεν είμαι εγώ αυτός που θα τους κρίνω, εξάλλου ο ίδιος τιμήθηκε και θα τιμάται για χρόνια πολλά ακόμα. Το βέβαιο είναι πως τα μηνύματα που κρύβονται σε αυτές τις ομιλίες αποδεικνύουν πως η εποχή μας έχει ανάγκη από ηγέτες σε όλα τα επίπεδα, ένας από αυτούς ήταν και ο Καμύ όταν αποφασίζει, με γλώσσα που σπάει δεσμά και αλυσίδες χωρίς να υπολογίζει αν θα στηλιτεύσει την φήμη του, να αναλάβει ο ίδιος τον ρόλο του δασκάλου ελλείψει εκπαιδευτών και όχι απλώς αναμορφωτών όπως κάποτε έκανε για εκείνον ο δάσκαλός του και μας τον προσέφερε αυτόν και τα έργα του για να έχουμε και εμείς οι σύγχρονοι μία γραμμή πλεύσης σε καιρούς όπου το πλοίο της τέχνης και της αξιοσύνης μοιάζει χαμένο στο πέλαγο και ψάχνει τον Οδυσσέα του για να το οδηγήσει από τα αβαθή στο λιμάνι της καταξίωσης. Σας αφήνω να απολαύσετε Αλμπέρ Καμύ και τα συμπεράσματα δικά σας!

 

«Τίποτα δεν είναι πιο συγκλονιστικό από το θάνατο ενός παιδιού, και τίποτα πιο παράλογο από το θάνατο σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα»

Το βιβλίο του Αλμπέρ Καμύ “Ο καλλιτέχνης και η εποχή του”, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Καστανιώτη”.