Οι Εκδόσεις Μεταίχμιο παρουσιάζουν το βιβλίο της Λίας Μεγάλου-Σεφεριάδη με τίτλο “Ας είμαστε για μια φορά ευτυχισμένοι”.

Το βιβλίο:

Πώς είναι δυνατόν μια εκθαμβωτική γυναίκα, μια γυναίκα μοιραία όπως η Τάνια, αυτοδημιούργητη, ιδιαίτερα πετυχημένη επιχειρηματίας, να βασανίζεται από αιφνίδιες κρίσεις ανασφάλειας; Γιατί δεν μπορεί να οικοδομήσει φιλίες; Γιατί δεν εμπιστεύεται κανέναν άλλον πέρα απ’ την Κατίνα, την οικιακή της βοηθό; Γιατί είναι ανίκανη να αγαπήσει, ανίκανη να κρατήσει κοντά της ακόμα και τον Χρίστο, τον ιδανικότερο εραστή που είχε ποτέ; «Έχεις μια παγωμένη λίμνη μέσα σου!» της προσάπτει, όταν χωρίζουνε.

Ώσπου η μοίρα αποφασίζει να στείλει στη ζωή της, μέσα από μια διαδρομή  παρανομίας και εγκλήματος, το πρόσωπο που θα λιώσει την παγωμένη επιφάνεια. Τώρα πια η Τάνια είναι σε θέση να αντικρίσει εκείνο το μακρινό κομμάτι της ζωής της που ήθελε να μην το είχε ζήσει..

Η συγγραφέας:

Η Λία Μεγάλου-Σεφεριάδη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1945. Σε ηλικία είκοσι ετών εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου και ζει μέχρι σήμερα. Το 1966 πρωτοεμφανίστηκε στο περιοδικό Εποχές του Άγγελου Τερζάκη με το διήγημα «Έντεκα γράμματα κι ένα υστερόγραφο». Το 1972 εκδόθηκε το πρώτο της βιβλίο, μια ποιητική συλλογή με τίτλο Ο δραπέτης στο δέντρο. Από τότε έως σήμερα έχει εκδώσει άλλα δεκαέξι βιβλία, τα περισσότερα μυθιστορήματα. Ποιήματα και πεζά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Επίσης έχει ασχοληθεί και η ίδια με μεταφράσεις βιβλίων, κυρίως κοινωνικοπολιτικών. Το 2001 τιμήθηκε με το βραβείο Ιπεκτσί για το μυθιστόρημά της Σαν το μετάξι. Από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ κυκλοφορεί επίσης το μυθιστόρημά της: Κι όμως ανθίζει…

Σειρά: Ελληνική πεζογραφία

Υπεύθυνη σειράς: Ελένη Μπούρα

Καλλιτεχνικός σχεδιασμός: Γιάννης Κουρούδης / k2design

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν σκοτάδι. Και είπε ο Θεός να γίνει φως, κι έγινε φως. Έγιναν τ’ άστρα και το φεγ­γάρι, ο ήλιος και η γη. Επάνω στη γη έφτιαξε ο Θεός τα βουνά και τις θάλασσες, τις λίμνες και τα ποτάμια, τα λιβάδια και τα δάση. Τα ψάρια, τις μελισσούλες, τα αγρίμια, τ’ ουρανού τα πετεινά. Σαν αντίκρισε γύρω του τόση ομορφιά, συλλογίστηκε πως ήταν άδικο να τη χαί­ρεται μόνον αυτός. Πήρε λοιπόν χώμα κι έπλασε τους ανθρώπους.

«Δηλαδή οι άνθρωποι είναι από χώμα, γιαγιά;»

«Nαι, από χώμα».

«Κι η ψυχή τους;»

«Από χώμα κι αυτή».

Πότε ανθίζει, πότε λασπώνει. Σαν έρθει η ώρα της, στο χώμα πλαγιάζει. Και χώμα στοργικό τη σκεπάζει πάλι.