Στα τριάντα χρόνια που βρίσκομαι σε τούτο το επάγγελμα, πολλά πράγματα έχω δει να αλλάζουν. Έζησα την ακμή των Δημοτικών Θεάτρων στη δεκαετία του ’80, όταν όλοι πιστέψαμε ότι γεννιούνταν πυρήνες δημιουργίας στην περιφέρεια, και την παρακμή τους όταν τα θέατρα αυτά έγιναν εργαλεία μικροπολιτικού οφέλους για τους τοπικούς άρχοντες. Την ολέθρια διάσπαση δυνάμεων της δεκαετίας του ’90, όταν ο κάθε ηθοποιός, «για να μην έχει κανέναν πάνω απ’ το κεφάλι του», άνοιγε το δικό του θέατρο. Την εμφάνιση πληθώρας από αποθήκες, γκαράζ, πατάρια, υπόγεια, που τα ονομάσαμε θεατρικούς χώρους των 30, 50 ή 100 θέσεων. Η Αθήνα έγινε η πόλη με τα περισσότερα «θέατρα» στον κόσμο, και οι ηθοποιοί ξέχασαν τι σωματικά και φωνητικά εφόδια χρειάζονται για μια κανονική, μεγάλη σκηνή. Την άνθιση των θεάτρων ρεπερτορίου με τη δημιουργία ενός εύρωστου επιχορηγούμενου θεάτρου, και το σημερινό μαρασμό τους με τον εκφυλισμό του συστήματος επιχορηγήσεων.

Το άναρχο ξεφύτρωμα λογής-λογής σχολών και εργαστηρίων, όπου ο καθένας άνοιγε το μαγαζάκι του εκμεταλλευόμενος τη λαχτάρα νέων παρασυρμένων από τη λάμψη των προβολέων – φαινόμενο που το αφήναμε τόσα χρόνια να θεριεύει ανενόχλητο, και τώρα το πληρώνουμε με τις στρατιές ανέργων «ηθοποιών». Το απότομο πέρασμα από την εποχή της γεροντοκρατίας –όπου για να παίξεις έναν σοβαρό ρόλο έπρεπε να έχεις περάσει τα 45– στην εποχή της νεολαγνείας –όπου βρέθηκα ξαφνικά στα 40 μου να παίζω πατεράδες και παππούδες. Μια τέχνη που σ’ όλο τον κόσμο έχει το χάρισμα να συνενώνει όλο το φάσμα των ηλικιών, στην Ελλάδα έγινε σχεδόν αποκλειστική υπόθεση των «νεανικών ομάδων».
Την ανάδειξη της τηλεόρασης σε βασικό βιοποριστικό μέσο (έως και μέσο πλουτισμού) για πολλούς ηθοποιούς, και τον σημερινό καταποντισμό της, που τους αφήνει απλήρωτους και καταχρεωμένους.

Αλλά οι αλλαγές που βλέπω να συντελούνται τα δύο τελευταία χρόνια, μέσα στη γενικότερη οικονομική κρίση, είναι πια ριζικές: Έννοιες όπως «συμβόλαιο», «ασφάλιση», «πληρωμένες πρόβες», «μισθός», έχουν σχεδόν πάψει να υφίστανται. Οι «κανονικές» αίθουσες, με τους θεατρικούς επιχειρηματίες και τις παραστάσεις επί σειρά μηνών, τείνουν να εκλείψουν. Αντ’ αυτού, οι νέοι ηθοποιοί επιδίδονται σ’ έναν θεατρικό «κλεφτοπόλεμο»: χτυπούν δύο μέρες την εβδομάδα στο τάδε μπαρ, τρία δευτερότριτα στο δείνα ίδρυμα, δέκα μέρες στην τάδε αποθήκη, με μηδενικούς προϋπολογισμούς, χωρίς σκηνικά, χωρίς ένσημα, πληρωμένοι με ποσοστά, ή με την παράσταση, ή και καθόλου.

Όλα αυτά έχουν βέβαια και καλλιτεχνικές επιπτώσεις: Οι πρόβες έχουν μειωθεί στο ελάχιστο. Τα «κανονικά» θεατρικά κείμενα εκτοπίζονται – πού λεφτά για συγγραφέα ή μεταφραστή, πού χρόνος για μελέτη των ρόλων! Τη θέση τους παίρνουν οι «επινοημένες» παραστάσεις, που βολεύουν αφού επιτρέπουν μεγάλο βαθμό αυθαιρεσίας. Τα επί σκηνής πρόσωπα σπάνια πλέον ξεπερνούν τα πέντε ή έξι. Ξεχνάμε τι απαιτήσεις έχουν οι αληθινοί θεατρικοί χώροι – με σκηνή, με θέσεις θεατών, με ανάγκη για υποκριτικό μέγεθος. Ξεχνάμε τι θα πει «πηγαίνω προς το έργο ή προς το ρόλο»· αντίθετα, έργα και ρόλους τα φέρνουμε όλα στα δικά μας μέτρα. Υπάρχει πια διάχυτη η εντύπωση ότι όλα γίνονται με μεγάλη ευκολία: εύκολα και γρήγορα ανεβάζουμε ένα έργο, εύκολα ο καθένας σκηνοθετεί, γράφει ή σκηνογραφεί. Υπερβολική αυτοπεποίθηση, υπερβολική επανάπαυση, αρκούμαστε στο ελάχιστο που μπορούμε, στο πιο άκοπο. Και είναι φυσικό, αφού ο κόπος δεν πληρώνεται πια.

Αλλά δεν ξεχνάμε μόνο εμείς· ξεχνάει και το κοινό. Ξεχνάει τι σημαίνει «συμπεριφέρομαι σαν θεατής, σέβομαι τους καλλιτέχνες αλλά και τους υπόλοιπους θεατές».

Θα μου πείτε, βέβαια, ότι από όλη αυτή την κινητικότητα και τον πληθωρισμό, κάτι νέο θα γεννηθεί, κάτι θα πάει την τέχνη μας πιο μπροστά, στο σήμερα, στο αύριο. Ναι, το ξέρω, το περιμένω. Και λαχταράω κι εγώ να το δω. Αναρωτιέμαι μόνο: πόσα πράγματα πρέπει να θυσιάσουμε περιμένοντας το καινούργιο;

Και το κυριότερο: ποια θεατρική παιδεία καλλιεργούμε στους νέους θεατές, και ποια αγάπη για το θέατρο θα τους εμπνεύσουμε;

Info: Ο Νίκος Χατζόπουλος γεννήθηκε στον Πειραιά. Είναι απόφοιτος της Αρχιτεκτονικής Σχολής του ΕΜΠ και της Σχολής Θεάτρου Βεάκη. Από το 1984 εργάζεται ως ηθοποιός, σε έργα από όλο το φάσμα του ρεπερτορίου, ενώ από το 2002 ακολουθεί παράλληλα σκηνοθετική και μεταφραστική πορεία. Αυτή τη στιγμή εμφανίζεται στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, στο «Vitriol» του Γιάννη Μαυριτσάκη σε σκηνοθεσία τού Olivier Py.

Photo: Βιργίλιος Τσιούλλι