Η Βάσω Νικολοπούλου με την  νουβέλα της «Βασιλική» ήταν υποψήφια για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα  του περιοδικού «Διαβάζω», καθώς και   για το Κρατικό βραβείο καλύτερου διηγήματος το 2011.

Από τη Φωτεινή Τσαρδούνη

Η σκηνοθέτης Λίνα Ζαρκαδούλα πήρε ατόφιο το κείμενο και το μετέφερε φέτος στην σκηνή του Νέου Ελληνικού Θέατρου Γιώργου Αρμένη. «Βασιλική» της η Αθηνά Μαξίμου.

Ένα βασικό συστατικό οποιουδήποτε λογοτεχνικού είδους που θέλγει τους ενασχολούντες με τον θέατρο και τους ωθεί να το μετατρέψουν σε «απτή» εικόνα είναι οι δράσεις που εμπεριέχει. Αυτές μπορεί να είναι εξωτερικές, αλλά μπορεί, όπως συμβαίνει με την  «Βασιλική» να είναι δράσεις του μυαλού, αφηγηματικές, τέτοιες που κάνουν τον νου να κάνει επικίνδυνο «σαφάρι» μεταξύ μνήμης και πραγματικότητας, λόγου και ανείπωτου, πόνου και ευχαρίστησης, έσω και έξω.

Η Βασιλική είναι μια γυναίκα που από 13 χρονών άρχισε να ζει έναν απαγορευμένο έρωτα με τον Φάνη. Είκοσι πέντε χρόνια μετά εκείνος της ζητά να χωρίσουν για να ζήσει ο ίδιος φυσιολογικά.

Από επιλογή της σκηνοθέτιδος η Βασιλική κλείνεται στο μπάνιο για να μας κοινωνήσει τις εικόνες, τις σκέψεις, το παρελθόν και το παρόν της. Μας διηγείται μικρά επεισόδια της ζωής της κι έτσι γνωρίζουμε τις σχέσεις της με τη μητέρα της που πάσχει από Αλτσχάιμερ, με τον αδελφό της που αδυνατεί να τη βοηθήσει, την κολλητή της που την αμφισβητεί ο αγαπημένος της, την καθαρά βιοποριστική σχέση με την δουλειά της και φυσικά τον ίδιο τον αγαπημένο της, τον Φάνη και την σχέση εξάρτησης που έχει αναπτύξει μαζί του, έχοντας αφεθεί ολοκληρωτικά στον έρωτα με αντίτιμο την απώλεια του εγώ της.  Χάνοντάς το η ίδια μας έδωσε την ευκαιρία να την γνωρίσουμε οι θεατές, να γνωρίσουμε έναν εαυτό υπέρτατα δοτικό και εν τέλει ηρωικό στα καθημερινά και ενδόψυχα βαριά.

Σκηνικά και κοστούμι είναι της Άσης Δημητρολοπούλου. Ξεκινώ με αυτά, διότι γίνεται έτσι ως επιλογή του χώρου το μπάνιο με το υγρό στοιχείο, που πλαισιώνεται με το νάυλον ως υλικό κι ένα φως, άλλοτε θερμό και άλλοτε ψυχρό. Όπως λέει και η ίδια η σκηνοθέτης το μπάνιο είναι ο προσωπικός χώρος που συνήθως καθένας μπαίνει μόνος του. Η επιλογή έχει βάση αν αναλογιστεί κανείς ότι μόνοι μας – αν όχι πάντα, σχεδόν πάντα –  εμπλεκόμαστε στην μοναξιά, στην απογοήτευση ή ακόμα και στον έρωτα. Πέρα όμως από έναν ελαφρύ σημειολογικό συμβολισμό η αξιοποίησή του αρκέστηκε κυρίως ως εύλογος χώρος υποδοχής του νερού.  Το νερό, ως υγρό κάθαρσης, τελετής ή ως όγκος δακρύων που χύνει κάποιος από την ψυχή του σε οποιαδήποτε περίπτωση απώλειας – θανάτου, ήταν έντονο και υπήρξε συμπαίκτης της ηθοποιού. Η μπανιέρα, σαν μήτρα με το αμνιακό υγρό την ρουφούσε και την ξαναγεννούσε, ξυπνούσε το πνιγμένο της εγώ και απαιτούσε ν’ αφήσει στην άκρη «εκείνον» και να μιλήσει επιτέλους για την ίδια. «Την χαρά την έζησα μονάχα με δική μου χορηγία» διατείνεται κάποια στιγμή προς το τέλος η Βασιλική. Και το ημιδιαφανές πλαστικό είτε την έκρυβε είτε την αποκάλυπτε επιλεκτικά.

Όσο προχωρά το κείμενο, στον συνειρμικό δεσμό της εξιστόρησης των γεγονότων και της σκιαγράφησης των προσώπων  παρεισφρέει ο ποιητικός λόγος. Σαν ένα άλλο πρόσωπο, ένας δαίμονας που είναι πάντα εκεί και ψάχνει ευκαιρίες να ξεμυτίσει από τον πειθαρχημένο εαυτό, η Βασιλική (Αθηνά Μαξίμου) αφήνεται να εκφραστεί μέσα από λόγια που φαίνεται να είναι άλλου, αλλά είναι η ίδια. Η ζεστή φωνή της ηθοποιού, ακόμα και στις εκρήξεις της, όπως και η ισορροπία που κατάφερε να βρει δεν σπάνε την συνοχή της αφήγησης. Αποπροσανατολιστική είναι περισσότερο η επιλογή της μουσικής και η εναλλαγή του φωτισμού που δημιουργούν μια απορία για το τί ακριβώς είναι αυτό που αλλάζει στην ηρωίδα κι έχουμε αυτές τις εισόδους-εξόδους φωτός και ήχου με αποτέλεσμα να θολώνει η εικόνα μας για το τί συμβαίνει πάνω στην σκηνή.

Πέρα όμως από την προσωπική αυτή «σκεπτική», η ηθοποιός, Αθηνά Μαξίμου, είναι αυτή που συνεπαίρνει τον θεατή. Η ερμηνεία της παίζει με το χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό της ηρωίδας, την πίκρα και τις θυσίες της, είναι άμεση από την μια και χάνεται στην μνήμη της Βασιλικής από την άλλη. Ως θεατές λαμβάνουμε τον παθιασμένο παλμό της ηρωίδας και χειροκροτούμε στο τέλος που ολοκληρώνει μεστά έναν φύσει δύσκολο μονόλογο.