Επανακυκλοφορεί από τη New Starη ταινία των Grigori Kozintsev-Leonid Traubergμε τίτλο “Η νέα Βαβυλώνα”, από την Πέμπτη 9 Μαΐου 2013.

 

ΗΝΕΑΒΑΒΥΛΩΝΑ – NOVYY VAVILON

Ιστορική, Σοβιετική Ένωση, 1929’, 95’, Α/Μ

 

ΣΕΝΑΡΙΟ/ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Grigori Kozintsev, Leonid Trauberg

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ: Andrei Moskvin

ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΟΥΝ: David Gutman, Yelena Kuzmina, Andrei Kostrichkin

 

ΗΥΠΟΘΕΣΗ

1871. Τα γεγονότα που οδήγησαν στην πρώτη προλεταριακή εξουσία της ιστορίας, της Παρισινής Κομμούνας. Στον αναβρασμό του Γαλλοπρωσικού πολέμου, με τους Γάλλους αστούς να συνθηκολογούν με την Πρωσία και τους εργάτες και μικροαστούς να κρατάνε σθεναρή αντίσταση και μη παράδοση των όπλων, η Γαλλία βρίσκεται σε μια πολύ κρίσιμη ιστορική στιγμή, όπου για πρώτη φορά θα συμβεί τόσο μεγάλη κοινωνική αλλαγή, έστω και μόνο για 72 ημέρες! Η Λουίζ, πωλήτρια σε ένα πολυκατάστημα καπιταλιστών εμπόρων, που βρίθει από υπερκαταναλωτικούς αστούς, γνωρίζει έναν ηρωικό νεαρό στρατιώτη και τον ακολουθεί στον επαναστατικό εργατικό αγώνα. Συμμετέχει κι αυτή ενεργά στις μάχες, αντιστέκεται στην παράδοση των κανονιών στους κυβερνητικούς, κανονιών που είχαν αποκτήσει οι εργάτες ύστερα από δικό τους έρανο και όχι με κρατικά χρήματα, και πολεμά μέχρι τέλους… Έτσι, στο Παρίσι δημιουργείται μια κομμούνα, που αναλαμβάνει την εξουσία, κάνει πρωτοποριακές κοινωνικο-πολιτικές μεταρρυθμίσεις, πρωτόγνωρες στην ιστορία, και καταπνίγεται αιματηρά από την αντιδραστική κυβέρνηση των Βερσαλλιών….

 

Η ΤΑΙΝΙΑ

Ένα αριστούργημα του βωβού κινηματογράφου! Δύο μεγάλοι Σοβιετικοί πρωτοπόροι κινηματογραφιστές, οι Γκριγκόρι Κόζιντσεφ και Λεονίντ Τράουμπεργκ, δημιουργούν μια ταινία επαναστατική τόσο στη μορφή της όσο και στο περιεχόμενό της! «Η ΝΕΑ ΒΑΒΥΛΩΝΑ», αποτελεί κάτι παραπάνω από μια απλή ιστορική καταγραφή των γεγονότων του Μαρτίου- Μαΐου 1871 -κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ συμβατικό για δύο μεγάλους πειραματικού δημιουργούς, που εξέφραζαν το πνεύμα της ρώσικης αβαντ-γκάρντ! Η ταινία ήταν προϊόν της περίφημης «Φάμπρικας του Εκκεντρικού Ηθοποιού», της διάσημης κινηματογραφικής πειραματικής ομάδας, που είχαν ιδρύσει οι δύο σκηνοθέτες σε νεαρή ηλικία, μαζί με τον Σεργκέι Γιούτκεβιτς, και η οποία συνδύαζε παντομίμα, τσίρκο, και Κομέντια ντελ άρτε μέσα σε μια νέα επαναστατική καλλιτεχνική φόρμα. Η ταινία αξιοποιεί λοιπόν τα διδάγματα του ιδεολογικού μοντάζ, το έντονα εκφραστικό και γκροτέσκο στυλ, φορμαλιστικά στοιχεία, αφηγηματική ελευθερία, και δημιουργεί μια ταινία καθαρά ιστορική και ωστόσο καθόλου αναπαραστατική. Δεν πρόκειται για μια ταινία αμιγώς αφηγηματική αλλά περισσότερο μια ταινία-δοκίμιο, μια ταινία που οπτικοποιεί το κείμενο του Καρλ Μαρξ «Η κομμούνα του Παρισιού». Το φιλμ περισσότερο αναπαράγει το κλίμα, την αίσθηση του αγώνα, την ένταση της αιματηρής διαμάχης και πάνω απ’ όλα, την ταξική διαφορά και πάλη, και την ταξική απόσταση ανάμεσα στους αστούς και τους προλετάριους. Η ταινία αντιπαραβάλλει σε διάφορες σκηνές τον παρακμιακό και άσωτο τρόπο ζωής της μπουρζουαζίας με τον αγώνα των εξεγερμένων, που, μακριά από κάθε «στολίδι» και επίφαση καλοπέρασης μάχεται, αντιστέκεται και ετοιμάζεται να θυσιαστεί…

 

Η ταινία, δεν είναι όμως έντονα τραγική και δραματική. Αντίθετα, με χιούμορ, σαρκασμό και αλληγορικό ύφος αναδεικνύει την καταπίεση τονίζοντας τα δύο ταξικά άκρα και κάνει ένα σχόλιο πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση μέσα στην κατεστημένη κοινωνία. Παράλληλα, δείχνει τα επαναστατικά γεγονότα με φρεσκάδα, ζωντάνια, ενθουσιασμό και πανηγυρική διάθεση που εξάπτει τα συναισθήματα του θεατή. Κάνει, όμως, και ένα εντυπωσιακό παιχνίδι με την φωτογραφία, ο φωτισμός της ταινίας είναι εξαίσιος: ως στυλιστικό μοτίβο, οι σκιές, το φως και οι σιλουέτες δημιουργούν δυνατές εικόνες και μεταφέρουν τα μηνύματα. Ταυτόχρονα, ο φρενήρης ρυθμός της καπιταλιστικής παραγωγής και της βιομηχανοποιημένης κοινωνίας παρουσιάζεται συμβολικά με το ξεπούλημα ομπρελών σε ένα πολυκατάστημα, με τις ομπρέλες ανοιχτές να στροβιλίζονται… Τέλος, όπως σε πολλές σοβιετικές ταινίες της εποχής, δεν υπάρχει συγκεκριμένος ήρωας, οι μοναδικοί ήρωες αντικαθιστώνται από σύνολα ατόμων. Στοιχειωδώς, όμως, εδώ, η εργατική τάξη εκπροσωπείται από την πωλήτρια Λουίζ, που αποτελεί το σύμβολο όλης της τάξης, ενώ δεν είναι τυχαίο και το γεγονός ότι πρόκειται για γυναίκα στο ρόλο του «κεντρικού» ήρωα. Οι Κόζιντσεφ-Τράουμπεργκ ήθελαν να τονίσουν τον πολύ ενεργό και πρωταγωνιστικό ρόλο που είχαν οι γυναίκες στην Παρισινή Κομμούνα…

 

Ένα πραγματικά εντυπωσιακό, φανταστικό φιλμ, όχι μόνο στυλιστικά αλλά και γιατί καταφέρνει ακόμα να συναρπάζει, να ξεσηκώνει, να συγκινεί και να εμψυχώνει…

 

ΚΟΖΙΝΤΣΕΦ ΓΚΡΙΓΚΟΡΙ ΜΙΧΑΗΛΟΒΙΤΣ (1905, Κίεβο – 1973, Λένινγκραντ).

Σοβιετικός σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Πετρούπολης. Ήταν θεατρικός και κινηματογραφικός σκηνοθέτης. Στο θέατρο, ήταν μέλος ενός μοντερνιστικού αβαντ-γκαρντ κινήματος, του «Εκκεντρικού», που περιλάμβανε τις θεατρικές μεθόδους του Μέγερχολντ και του Σεργκέι Αϊζενστάιν. Ο Κόζιντσεφ συμμετείχε και στη συγγραφή του «Εκκεντρικού Μανιφέστου», που εκδόθηκε τον Ιούλιο του 1922, και ήταν ένα από τα ιδρυτικά μέλη της «Φάμπρικας του Εκκεντρικού Ηθοποιού», που υλοποιούσε κινηματογραφικά έργα, εμποτισμένα από αυτές τις πρωτοποριακές ιδέες. Το 1924 άρχισε να εργάζεται στα «Βόρειο-Δυτικά» κινηματογραφικά στούντιο, το σημερινό στούντιο της «Λένφιλμ». Οι πρώτες σκηνοθετικές εργασίες των Κόζιντσεφ και Τράουμπεργκ (που δούλεψαν μαζί μέχρι το 1946) στο «βουβό» κινηματογράφο είναι «Οι περιπέτειες της Οκτιάμπρινα» (1924), «Το παλτό» (1926, από την ομώνυμη νουβέλα του Γκόγκολ), «Η ρόδα του διαβόλου» (1926) κ.ά. ΟΙ ταινίες αυτές χαρακτηρίζονται από μία εκκεντρικότητα, από την τάση για αναζήτηση καινούργιων και οξύτερων κινηματογραφικών εκφραστικών μέσων και παράλληλα από μια περιορισμένη απήχηση στο ευρύτερο κοινό εξαιτίας αυτών ακριβώς των φορμαλιστικών πειραματισμών.

 

Με τις ταινίες πού ακολούθησαν (όπως «Η Νέα Βαβυλώνα» κ.ά.), οι δύο σκηνοθέτες έκαναν στροφή σε θέματα κοινωνικού προσανατολισμού, ενώ με την ταινία «Μόνη», πού ήταν από τις πρώτες ομιλούσες ταινίες του σοβιετικού κινηματογράφου, στράφηκαν αποφασιστικά στο ρεαλισμό. Σημαντική κατάκτηση του σοβιετικού κινηματογράφου αποτελεί ή τριλογία τους «Η Νιότη του Μαξίμ» (1935), «Η Επιστροφή του Μαξίμ» (1937) και «Ο Μαξίμ στην Εξουσία» (1939). Στην τριλογία αυτή δημιουργήθηκε πειστικά και με καλλιτεχνικά μέσα ή τυπική μορφή του Ρώσου εργάτη – μπολσεβίκου τής επαναστατικής εποχής (τον κύριο ρόλο ενσάρκωσε ο Μπ. Π. Τσιρκόφ). Στις ταινίες αυτές ξετυλίχτηκε όλο το μεγαλείο του πολιτικού καθήκοντος σε συνδυασμό με την ώριμη δεξιοτεχνία των δύο σκηνο¬θετών. Σκηνοθέτησε μονάχος του μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο βιογραφικές ταινίες (όπως «Πιραγκόφ», 1947 και «Μπελίνσκι» 1953), ενώ ασχολήθηκε και με τη σκηνοθεσία στο θέατρο, ανεβάζοντας στις σκηνές του Λένινγκραντ τις τραγωδίες του Σαίξπηρ «Βασιλιάς Ληρ» (1941), «Οθέλλος» (1943) και «Άμλετ» (1954). Αξιόλογη εργασία του Κόζιντσεφ θεωρείται ή σωστή μεταφορά των τραγουδιών του Σαίξπηρ στην οθόνη, όπως «Άμλετ» (1964, ταινία που τιμήθηκε με βραβείο Λένιν το 1965), και «Βασιλιάς Ληρ» (1971). 01 ταινίες αυτές μαζί με τον «Δον Κιχώτη» (1957, από το μυθιστόρημα του Θερβάντες, με τον Νικολάι Τσερκάσοφ στον κύριο ρόλο), διακρίνονται για τη βαθιά τους πίστη στις αρχές του ουμανισμού και της κοινωνικής δικαιοσύνης και για τον ασυμβίβαστο αγώνα τους εναντίον κάθε μορφής μισανθρωπισμού. Υπήρξε επίσης και δάσκαλος της κινηματογραφικής και θεατρικής τέχνης (από το 1922 -1926 στο εργαστήρι «Φάμπρικα του Εκκεντρικού Ηθοποιού», από το 1926 -1932 στο Ινστιτούτο Σκηνικής Τέχνης του Λένινγκραντ και από το 1941 στο Κρατικό Πανενωσιακό Ινστιτούτο Κινηματογραφίας). Τιμήθηκε με κρατικά βραβεία της ΕΣΣΔ (το 1941 και το 1948), με δύο παράσημα Λένιν και με το παράσημο της «Οχτωβριανής Επανάστασης», καθώς και με πολλά μετάλλια.