Αντί έργου θρησκευτικής μουσικής, φέτος το Πάσχα η Εθνική Λυρική Σκηνή θα παρουσιάσει τη δημοφιλή όπερα του Μασκάνι Καβαλλερία ρουστικάνα (Αγροτικός ιπποτισμός), της οποίας η υπόθεση διαδραματίζεται το πρωί της Κυριακής του Πάσχα, όταν τα ερωτικά μπλεξίματα του Τουρίντου οδηγούν στο τελετουργικό του «αγροτικού ιπποτισμού», δηλαδή σε μονομαχία.

Πρόκειται για ένα από τα πιο ενδιαφέροντα δείγματα του βερισμού (από την ιταλική λέξη «βέρο» που σημαίνει «αληθινό»), όπου οι ταπεινοί άνθρωποι του αγροτικού μόχθου και ο καθημερινός τους βίος γίνονται το επίκεντρο της υψηλής τέχνης. Στην νέα παραγωγή της ΕΛΣ, η υπόθεση της ιστορίας από την Σικελία μεταφέρεται σε ένα απομακρυσμένο ελληνικό νησί -θα μπορούσε να είναι η Νίσυρος και η πλατεία της- και αφορά τον έρωτα της Σαντούτσας για τον Τουρίντου.

Εκείνη βρίσκεται σε απόγνωση καθώς ο αγαπημένος της έχει στρέψει το ενδιαφέρον του στην όμορφη Λόλα, γυναίκα του Άλφιο. Μη επιτυγχάνοντας να ξανακερδίσει τον Τουρίντου, η Σαντούτσα πληροφορεί τον Άλφιο για όσα γνωρίζει. Οι δύο άνδρες μονομαχούν και ο Τουρίντου σκοτώνεται.

Η σκηνοθεσία της παραγωγής είναι του ανερχόμενου Αλέξανδρου Ευκλείδη, ο οποίος έχει ήδη μεγάλες επιτυχίες στο ενεργητικό του. Την περσινή χρονιά σκηνοθέτησε με ιδιαίτερη επιτυχία την πρωτοποριακή παραγωγή Yasou Aida, η οποία ταξίδεψε στο Βερολίνο, τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, ενώ κατέθεσε μια πολύ ενδιαφέρουσα σκηνοθετική ματιά στα τρία έργα σύγχρονης όπερας που παρουσιάστηκαν τον περασμένο Ιούνιο στην Εθνική Λυρική Σκηνή.

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της παραγωγής είναι τα ψηφιακά σκηνικά της Εβίτας Γαλανού και του Τόμας Βολλεμπέργκερ, τα οποία χρησιμοποιούνται για πρώτη φορά σε παραγωγή της ΕΛΣ.

Ο διακριμένος μαέστρος και καλλιτεχνικός διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών Βασίλης Χριστόπουλος έχει αναλάβει τη μουσική διεύθυνση της ορχήστρας της ΕΛΣ.

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ

 

Η Καβαλλερία ρουστικάνα είναι ένα από τα πιο πολυπαιγμένα έργα του οπερατικού ρεπερτορίου και ταυτόχρονα ένα από τα πιο μεσογειακά. Η ιστορία της, που τοποθετείται τη μέρα του Πάσχα, συνδέει με τρόπο συγκινητικό τα θέματα του έρωτα, του θανάτου και της αναγέννησης, στο φόντο μιας (στερεο)τυπικά μεσογειακής ζωής. Περισσότερο από ιταλική, η όπερα αυτή του Μασκάνι θεματοποιεί τα κοινά χαρακτηριστικά της ζωής των μεσογειακών λαών. Αν εξαιρέσει κανείς τις ευθείες αναφορές στο καθολικό δόγμα, η ιστορία αυτή θα μπορούσε να συμβεί σε οποιοδήποτε μέρος της Μεσογείου. Είναι το τοπίο και η μεσογειακή κοινωνική ζωή που υπερισχύουν των εθνικών χαρακτηριστικών.

Με την ελπίδα μιας ανανεωμένης πρόσληψης από τον Έλληνα θεατή ενός έργου τόσο γνωστού, τοποθετήσαμε την υπόθεσή του στο περιβάλλον ενός απομακρυσμένου ελληνικού νησιού, στη σύγχρονη εποχή. Εκεί, μια ομάδα επισκεπτών, που γιορτάζουν το Πάσχα, τυχαίνει να γίνουν μάρτυρες ενός εγκλήματος τιμής κάποιων ντόπιων, που μοιάζουν να ζουν σε μια άλλη εποχή.

Στόχος της δραματουργικής αυτής μετατόπισης δεν είναι η ενίσχυση της αληθοφάνειας, αλλά η επαναπλαισίωση του πιο ισχυρού συστατικού της επιτυχίας της συγκεκριμένης όπερας, που πρέπει, πιστεύω, να αναζητηθεί στη μουσικοθεατρική αποτύπωση των παθών των ηρώων. Παρόλη τη ρεαλιστική και χωροχρονικά συγκεκριμένη επαναπλαισίωση, η παράσταση φιλοδοξεί, μέσα από την εκτεταμένη χρήση της εικαστικής γλώσσας του βίντεο, να προσδώσει και μια θεμελιωδώς αντι-ρεαλιστική διάσταση στην ανάγνωση του έργου αυτού, που ταυτίστηκε –ίσως λανθασμένα– με την αναζήτηση του ρεαλισμού στην όπερα.

Αλέξανδρος Ευκλείδης

Η Καβαλλερία ρουστικάνα σε μια ματιά

 

Ο συνθέτης / Γιός φούρναρη, ο Πιέτρο Μασκάνι γεννήθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 1863 στο Λιβόρνο. Για σύντομο χρονικό διάστημα σπούδασε στο Ωδείο του Μιλάνου, όπου ήταν συγκάτοικος του Τζάκομο Πουτσίνι και μαθητής του Αμίλκαρε Πονκιέλλι, συνθέτη της όπερας Η Τζοκόντα. Μη αντέχοντας την πειθαρχία του ωδείου ο Μασκάνι το εγκατέλειψε και άρχισε να εργάζεται ως αρχιμουσικός περιοδεύοντος θιάσου οπερέτας. Παράλληλα, το 1890 έλαβε μέρος στο διαγωνισμό σύνθεσης του εκδότη Εντοάρντο Σοντσόνιο με την μονόπρακτη όπερα Καβαλλερία ρουστικάνα (Αγροτικός Ιπποτισμός) και κέρδισε το Α’ Βραβείο. Η επιτυχία του έργου υπήρξε τεράστια και σύντομα βρήκε πλήθος μιμητών σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Παρότι μέχρι το τέλος της ζωής του ο Μασκάνι συνέθεσε ακόμα αρκετές όπερες –ενδεικτικά: Ο φίλος Φριτς (1891), Ίρις (1898), Οι μάσκες (1901), Ιζαμπώ (1911), Ο μικρός Μαρά (1921)– καμία δεν επρόκειτο να γίνει το ίδιο αγαπητή και να παραμείνει σταθερά στο ρεπερτόριο των λυρικών θεάτρων. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 ο Μασκάνι εξέφρασε την ιδεολογία του φασιστικού κόμματος συνθέτοντας ύμνους και χορωδιακά για πολιτικές συγκεντρώσεις. Ως αποτέλεσμα, αρκετοί μουσικοί, ανάμεσα στους οποίους και ο Τοσκανίνι, πήραν τις αποστάσεις τους. Πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε ένδεια και πέθανε το 1945 στην Ρώμη. Εκτός από όπερες συνέθεσε επίσης αρκετά έργα θρησκευτικής και συμφωνικής μουσικής.  

Το έργο / Η μονόπρακτη Καβαλλερία ρουστικάνα βασίζεται σε ποιητικό κείμενο των Τζοβάννι Ταρτζόνι-Τοτσέττι και Γκουίντο Μενάσι, εμπνευσμένο από τη νουβέλα του Τζοβάννι Βέργκα Αγροτικός Ιπποτισμός. Λαϊκές σκηνές.

Πρεμιέρες / Η Καβαλλερία ρουστικάνα ακούστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο Κοστάντσι της Ρώμης στις 17 Μαΐου 1890 με την υψίφωνο Τζέμμα Μπελλιντσόνι ως Σαντούτσα και τον τενόρο Ρομπέρτο Στάνιο ως Τουρίντου. Διηύθυνε ο Λεοπόλντο Μουνιόνε. Η Εθνική Λυρική Σκηνή, που εγκαινιάστηκε τον Μάρτιο του 1940, ενέταξε την όπερα στο δραματολόγιό της στις 6 Μαΐου 1942 οπότε και την παρουσίασε στο θέατρο Ολύμπια υπό τη μουσική διεύθυνση του Λεωνίδα Ζώρα. Το πρωταγωνιστικό ζευγάρι ερμήνευσαν η Φανή Αϊδαλή και ο Αντώνιος Δελένδας.

Σύνοψη

Κυριακή του Πάσχα, πρωί, σε έναν χωριό της Σικελίας. Ο Τουρίντου τραγουδά  για τη Λόλα. Σταδιακά συγκεντρώνονται οι χωρικοί. Φτάνει ο Άλφιο, σύζυγος της Λόλας. Ρωτά τη Λουτσία, μητέρα του Τουρίντου, σχετικά με το γιο της. Εκείνη αποκρίνεται ότι έλειπε: είχε πάει στο Φρανκοφόντε να φέρει κρασί για το πανδοχείο της. Όταν ο Άλφιο ανταπαντά πως τον είδε κοντά στο σπίτι του, η Σαντούτσα συγκρατεί τη Λουτσία να μη αντιδράσει. Η κουβέντα διακόπτεται όταν καμπάνες αναγγέλλουν τη Λειτουργία του Πάσχα. Όλοι οι χωριανοί μπαίνουν στην εκκλησία, εκτός από τη Σαντούτσα, την οποία έχει αφορίσει η εκκλησία. Ο Τουρίντου, με τον οποίο είναι ερωτευμένη, την άφησε για τη Λόλα. Η Σαντούτσα μιλά για όλα στην μητέρα του. Μόνη, περιμένει τον αγαπημένο της.

Ο Τουρίντου φτάνει, η Σαντούτσα τον παρακαλεί να επιστρέψει κοντά της και τον προειδοποιεί πως τον είδαν κοντά στο σπίτι του Άλφιο. Την ώρα που ο Τουρίντου την κατηγορεί για ζήλια φθάνει η Λόλα: ανταλλάσσει μερικές κουβέντες με τη Σαντούτσα και μπαίνει στην εκκλησία. Όταν οι παρακλήσεις της Σαντούτσας προς τον Τουρίντου γίνονται ακόμα πιο έντονες εκείνος αντιδρά βίαια. Οργή και ο φθόνος κυριεύουν την Σαντούτσα. Έτσι, όταν βλέπει τον Άλφιο του αποκαλύπτει το ένοχο μυστικό. Εκείνος ορκίζεται εκδίκηση.

Ιντερμέδιο.

Κατά την διάρκεια πρόποσης, ο Άλφιο προσβάλει τον Τουρίντου και τον προκαλεί σε μονομαχία. Πηγαίνοντας να τον συναντήσει, ο Τουρίντου αποχαιρετά τη μητέρα του, εμπιστευόμενός της την Σαντούτσα. Λίγα λεπτά αργότερα μία γυναίκα φωνάζει πως ο Τουρίντου σκοτώθηκε. Η Λουτσία και η Σαντούτσα καταρρέουν.

Συντελεστές:

Μουσική διεύθυνση: Βασίλης Χριστόπουλος

Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Ευκλείδης

Βίντεο σκηνογραφία: Εβίτα Γαλανού – Τόμας Βολεμπέργκερ

Σχεδιασμός – Επιμέλεια κοστουμιών και Συντονισμός σκηνογραφικού χώρου: Ευάγγελος Μαντζαβίνος

Φωτισμοί: Σπύρος Τζώρας

Διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος

Σαντούτσα: Τζούλια Σουγλάκου (25, 27/4) – Μαρία Κατσούρα (26, 28/4)

Τουρίντου: Δημήτρης Πακσόγλου  (25, 27/4) – Φίλιππος Μοδινός (26, 28/4)

Λουτσία: Μαρία Βλαχοπούλου  (25, 27/4) – Ζωή Απειρανθίτου (26, 28/4)

Άλφιο: Κύρος Πατσαλίδης

Λόλα: Γεωργία Ηλιοπούλου (25, 27/4) –  Μαρισία Παπαλεξίου (26, 28/4)

Συμμετέχουν  η Ορχήστρα και η Χορωδία της  ΕΛΣ